Αν ακούσει ή διαβάσει κανείς το επίσημο κυβερνητικό αφήγημα, θα νιώσει πως ζει σε μια χώρα που καλπάζει. Οι ρυθμοί ανάπτυξης ξεπερνούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η επενδυτική βαθμίδα είναι πλέον γεγονός και οι υπουργοί μιλούν με σιγουριά για μια Ελλάδα που έχει αφήσει οριστικά και αμετάκλητα πίσω της την κρίση. Είναι μια εικόνα κομμένη και ραμμένη για τις διεθνείς αγορές, τους οίκους αξιολόγησης και τα μεγάλα επενδυτικά φόρουμ.

Κάτω από αυτή τη γυαλιστερή επιφάνεια όμως, στο επίπεδο της πραγματικής ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, ξεδιπλώνεται μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Είναι η ιστορία της οικογένειας που βλέπει το καλάθι του σούπερ μάρκετ να αδειάζει και τον λογαριασμό να μεγαλώνει. Του νέου που, ακόμη κι αν βρει δουλειά (γενικά, όχι στο αντικείμενο του), ο μισθός δεν φτάνει ούτε για να σκεφτεί να φύγει από την πατρική στέγη. Του συνταξιούχου που μετράει τα χάπια και τις μέρες μέχρι την επόμενη σύνταξη.

Αυτή η αδιανόητη απόσταση ανάμεσα στους αριθμούς της μακροοικονομίας και στο βίωμα της καθημερινότητας δεν είναι απλώς μια αίσθηση. Είναι η βασική και ουσιαστική αλήθεια της σημερινής Ελλάδας· η ανάπτυξη είναι άνιση. Ο πλούτος που δημιουργείται δεν μοιράζεται, αλλά αντίθετα, συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο σε όλο και λιγότερα χέρια. Αυτό το πρώτο άρθρο μιας σειράς που θα εξετάσει τις πολλαπλές πληγές της ανισότητας, έρχεται να ρίξει φως ακριβώς εκεί: στα σκληρά, αδιάψευστα στοιχεία. Στην αόρατη πραγματικότητα των αριθμών που εξηγεί ποιοι πραγματικά κερδίζουν και ποιοι μένουν πίσω.

Το αποτύπωμα της αδικίας

Αν υπάρχει ένας αριθμός που αποτυπώνει επιστημονικά την κοινωνική ψαλίδα, αυτός είναι ο συντελεστής Gini. Ο συντελεστής αυτός, με απλά λόγια, μετράει πόσο δίκαια μοιράζεται το συνολικό εισόδημα σε μια κοινωνία. Δυστυχώς, τα στοιχεία της Eurostat για την Ελλάδα του 2024 είναι καταδικαστικά. Με βάση τον δείκτη για τη χώρα μας στο 31,5, την ώρα που ο μέσος όρος της Ευρωζώνης βρίσκεται στο 29,6, η Ελλάδα φιγουράρει σταθερά στις πρώτες θέσεις της ανισότητας στην Ευρώπη.

Αυτή η διαφορά δεν είναι ωστόσο μια τεχνική λεπτομέρεια. Είναι η απόσταση που μας χωρίζει από τις κοινωνίες που θέλουμε να μοιάσουμε. Μας χωρίζει μια ολόκληρη άβυσσος από τη Φινλανδία (25,6) ή το Βέλγιο (25,2). Ακόμα και χώρες του Νότου με παρόμοιες περιπέτειες, όπως η Πορτογαλία, τα καταφέρνουν λίγο καλύτερα από εμάς. Κοιτώντας πίσω, βλέπουμε πως η δεκαετής κρίση άνοιξε την ψαλίδα, αλλά η περίοδος της ανάκαμψης που ακολούθησε δεν έκανε τίποτα για να την κλείσει. Απλώς παγίωσε μια κατάσταση βαθιάς αδικίας, δημιουργώντας μια κοινωνία όπου οι έχοντες γίνονται πλουσιότεροι και οι υπόλοιποι απλώς προσπαθούν να επιβιώσουν.

Πίσω από τους ψυχρούς δείκτες, η ανισότητα αποκτά πρόσωπο. Είναι το πρόσωπο του ενός στους τέσσερις συμπολιτών μας (26,1% του πληθυσμού) που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας ή σε κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού. Είναι πάνω από 2,7 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα που ζουν με την αδυναμία να ανταπεξέλθουν στις βασικές τους ανάγκες. Άνθρωποι που μετρούν τα ευρώ στο σουπερμάρκετ, άνθρωποι που βγάζουν έξω από την κοσμοθεωρία τους το να κάνουν οικογένεια λόγω οικονομικών συνθηκών. Άνθρωποι που απλώς ζουν χωρίς όραμα για την επόμενη μέρα. Είναι βέβαια γνωστό, πως σε ένα βαθμό κάποια από τα χαμηλότερα εισοδήματα συμπληρώνονται από την λεγόμενη «μαύρη οικονομία». Αυτό όμως, πέραν του ότι στοιχειοθετείται μόνο θεωρητικά, δεν αποτελεί δικαιολογία αλλά ούτε και δείγμα υγείας της οικονομίας.

Το πρόβλημα που αναλύεται βέβαια, γίνεται πιο δύσκολο για κάποιους. Για τα παιδιά της χώρας, το ποσοστό φτάνει το εφιαλτικό 35%. Ένα στα τρία παιδιά μεγαλώνει μέσα στη στέρηση, μια πραγματικότητα που θα καθορίσει ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία του. Για τις μονογονεϊκές οικογένειες, το ποσοστό ξεπερνά το 42%. Μια πραγματικότητα που φέρνει στο φως τη δραματική θέση της μονογονεϊκής, συνήθως γυναικείας, οικογένειας, όταν απουσιάζει ένα στιβαρό δίχτυ κρατικής προστασίας, όπως οι δωρεάν παιδικοί σταθμοί.

Την ίδια στιγμή, μια νέα, οδυνηρή κατηγορία πολιτών έχει κάνει την εμφάνιση της: οι «εργαζόμενοι φτωχοί». Άνθρωποι που, παρότι έχουν δουλειά, ο μισθός τους δεν αρκεί για να τους βγάλει από τη φτώχεια. Αποτελούν σχεδόν το 10% του συνόλου των εργαζομένων, συνήθως παγιδευμένοι σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης και μισθούς πείνας. Και φυσικά, οι συνταξιούχοι, οι άνθρωποι που στήριξαν την κοινωνία στα πέτρινα χρόνια, βλέπουν τώρα τις συντάξεις τους να μην φτάνουν ούτε για τα βασικά, με το κόστος της υγείας να τους γονατίζει. Μιας δωρεάν υγείας που έχουν ήδη πληρώσει, αλλά εντέλει δεν την έχουν.

Η καθημερινή αγωνία της πλειοψηφίας έχει μια διπλή όψη: οι μισθοί είναι παγωμένοι και οι τιμές καλπάζουν. Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ μεικτά μοιάζει με σταγόνα στον ωκεανό. Πώς να πανηγυρίσει κανείς για μια αύξηση 50 ευρώ, όταν ο πληθωρισμός μόνο στα τρόφιμα τρέχει σταθερά με πάνω από 8%; Η αλήθεια είναι πως η αγοραστική δύναμη, ειδικά για τους χαμηλόμισθους, δεν αυξήθηκε. Μειώθηκε.

Και ενώ οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι, τα κέρδη ορισμένων απογειώνονται. Αρκεί μια ματιά στους ισολογισμούς των μεγάλων επιχειρήσεων στην ενέργεια, τα διυλιστήρια, τις τράπεζες και τα σούπερ μάρκετ για να διαπιστώσει κανείς πως τα περιθώρια κέρδους τους όχι απλώς δεν πιέστηκαν, αλλά διευρύνθηκαν θεαματικά. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, έχει ήδη βαφτιστεί διεθνώς “greedflation”· (απόδοση του γράφοντος: «ο πληθωρισμός της απληστίας»). Είναι η κερδοσκοπία που βαφτίζεται ως «ανατιμήσεις λόγω της διεθνούς κρίσης», με την ανοχή μιας κυβέρνησης που φαίνεται να μην μπορεί να παρέμβει (ή να μην θέλει).

Την ίδια ώρα που η κοινωνία συμπιέζεται, στην κορυφή της πυραμίδας συντελείται μια πρωτοφανής συσσώρευση πλούτου. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος μιλούν για αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 12 δισεκατομμύρια ευρώ την τελευταία διετία. Όμως, αυτός ο πλούτος δεν μοιράστηκε. Ειδικοί αναλυτές εκτιμούν ότι πάνω από το 70% αυτής της αύξησης πήγε στο πλουσιότερο 10% των Ελλήνων.

Αυτή είναι η κλασική συνταγή της διεύρυνσης των ανισοτήτων, όπου η απόδοση του συσσωρευμένου κεφαλαίου – από ακίνητα, μετοχές, ομόλογα – τρέχει πολύ γρηγορότερα από τον ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Και αυτή η συνταγή ενισχύεται από πολιτικές επιλογές: χαμηλοί φόροι στα μερίσματα, ευνοϊκή μεταχείριση των κερδών από κεφάλαιο, ανύπαρκτη φορολόγηση της πολύ μεγάλης περιουσίας και γενναιόδωρες απαλλαγές στις μεγάλες κληρονομιές. Είναι ένα σύστημα φτιαγμένο για να κάνει τους πλούσιους, πλουσιότερους.

Τρεις προτάσεις για μια δίκαιη κοινωνία

Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν είναι μονόδρομος. Η ανισότητα είναι πολιτική επιλογή και με πολιτικές επιλογές μπορεί να ανατραπεί. Δεν χρειάζονται μαγικές λύσεις, αλλά η πολιτική βούληση να εφαρμοστούν τρεις αυτονόητες, δίκαιες και αποτελεσματικές τομές.

1. Φορολογική δικαιοσύνη: Το σημερινό σύστημα είναι ανάποδο. Στηρίζεται στον ΦΠΑ, έναν φόρο βαθιά άδικο που επιβαρύνει γραμμικά, τόσο τον εργαζόμενο, όσο και τον εφοπλιστή. Η πρόταση μου είναι να το φέρουμε στα ίσια του. Με μια νέα, πραγματικά προοδευτική φορολογική κλίμακα που θα ελαφρύνει ουσιαστικά τη μεσαία τάξη και θα ζητά από τα πολύ υψηλά εισοδήματα να συνεισφέρουν αυτά που τους αναλογούν. Με την επαναφορά ενός πραγματικού φόρου στη μεγάλη περιουσία και στις μεγάλες κληρονομιές, μιας και η κοινωνική συνοχή απαιτεί από όλους να βάζουν πλάτη, ανάλογα με τη δυναμική τους, όχι ανάλογα με ποσοστώσεις στις οποίες ο άνεργος πληρώνει το ίδιο ποσό με τον δισεκατομμυριούχο.

2. Προστασία μισθών και συντάξεων: Ο μισθός και η σύνταξη δεν μπορεί να είναι επικοινωνιακό παιχνίδι και προεκλογικό δώρο. Προτείνεται ένας μόνιμος, αυτόματος μηχανισμός που θα συνδέει κάθε χρόνο τους μισθούς και τις συντάξεις με τον πληθωρισμό. Απλά και καθαρά. Για να προστατεύεται η αξιοπρέπεια και η αγοραστική δύναμη των ανθρώπων, και για να ξέρει ο καθένας πού πατά και πού βρίσκεται, χωρίς να περιμένει τον εκάστοτε υπουργό να του κάνει τη χάρη.

3. Πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά με σχέδιο: Δισεκατομμύρια ευρώ χάνονται κάθε χρόνο από τη φοροδιαφυγή των ισχυρών και την αδήλωτη εργασία. Πόροι που θα μπορούσαν να γίνουν νοσοκομεία, σχολεία και δρόμοι. Η λύση είναι μία: πραγματική ενίσχυση του ΣΔΟΕ και της Επιθεώρησης Εργασίας, με τεχνολογία, προσωπικό και, πάνω απ’ όλα, πολιτική εντολή να χτυπήσουν τη διαφθορά στη ρίζα της, στις μεγάλες επιχειρήσεις και όχι να κυνηγούν για ψίχουλα τους μικρούς.

Τελικά, η επιλογή είναι δική μας

Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι μια χώρα δύο ταχυτήτων. Η ακραία ανισότητα δεν είναι μόνο άδικη, είναι και επικίνδυνη. Τροφοδοτεί την οργή, υπονομεύει τη δημοκρατία και τελικά φρενάρει κάθε υγιή προοπτική ανάπτυξης.

Το δίλημμα που έχουμε μπροστά μας είναι πολιτικό και βαθιά ηθικό. Θα συνεχίσουμε στον δρόμο μιας ανάπτυξης για λίγους, που αφήνει πίσω της κοινωνικά ερείπια; Ή θα επιλέξουμε τον δρόμο της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης; Η απάντηση δεν θα έρθει από τις απρόσωπες αγορές, αλλά από τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας και την πολιτική τους έκφραση. Γιατί η δίκαιη κοινωνία, τελικά, δεν είναι ουτοπία. Είναι επιλογή.

Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου