Χωρίς να είναι εστέτ ή ελιτίστικη, η στήλη δε συνηθίζει να παρακολουθεί θεάματα σαν αυτά της Eurovision. Όχι βέβαια από καμιά διάθεση αφ’ υψηλού κουνήματος του δαχτύλου, αλλά από καθαρή μεσήλικη βαρεμάρα. Ως μπούμερ, ξέρουμε ότι η Eurovision δεν είναι του χρόνου τούτου. Με την οριζόντια διάχυση του μουσικού προϊόντος στις ονλάιν πλατφόρμες, η κιτς συγκίνηση των διαγωνισμών, με επίγευση εθνικού διακυβεύματος, θα πρέπει να επανεφευρεθεί – ίσως και να έχει ήδη. Δεν έχω, βλέπετε, TikTok, για να μπορώ να κρίνω τις εξελίξεις (αν και βέβαια δεν μπορώ παρά να εκφράσω μια ικανοποίηση από την αυξανόμενη ορατότητα που απολαμβάνουν στη διοργάνωση queer ή μη δυαδικοί καλλιτέχνες).
Έτσι, με το ζόρι πήρα χαμπάρι και τη συζήτηση για την Κλαυδία, την τραγουδίστρια που εκπροσώπησε τη χώρα μας φέτος. Η συνέντευξή της σε ισραηλινά μέσα ενέτεινε την πολιτική διάσταση που είθισται να συνδέεται με τον θεσμό. Την ίδια στιγμή, η αναπόφευκτη (;) σύγκρισή της με τη Μαρίνα Σάττι, την περσινή εκπρόσωπό μας, πρόσφερε στους φαν τον αναγκαίο διχασμό, για να κυλήσει με κάποιο παλμό η γιοροβιζιονική εβδομάδα – κάτι σαν την παρακολούθηση των μεταγραφών στον αθλητικό Τύπο. Ποντιακής καταγωγής, αρχαιοελληνική στο στήσιμο, «σοβαρά» ντυμένη, η Κλαυδία συσπείρωσε το αλτ ράιτ κοινό (πρωτίστως), με τους «απέναντι» να νοσταλγούν την πολυπολιτισμική και ακομπλεξάριστη Σάτι, που δε δίστασε μέχρι και να χασμουρηθεί ον κάμερα.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει ανάγκη κάποιος να πάρει θέση. Όχι προφανώς, γιατί θεωρεί ισοδύναμα τα δύο πρότυπα γυναικείας παρουσίας στον δημόσιο χώρο, αλλά επειδή το καζάνι της Eurovision τα ανακατεύει όλα. Θεωρώ πιο χρήσιμο να κάνουμε ένα μικρό ταξίδι στο παρελθόν. Ήταν σαν σήμερα, στις 21 Μαΐου του 2005, που η Έλενα Παπαρίζου γιόρταζε, πέρα από την ονομαστική της εορτή, και την πρώτη ελληνική πρωτιά στη Eurovision. Το «My Number One» επιβεβαίωσε τον τίτλο και πάνδημο το ελληνικό κοινό αποθέωσε την επιτυχία.
Ήταν τα χρόνια της αθωότητας. Ή μάλλον της φαινομενικής αθωότητας. Η τηλεόραση ήταν ο μόνος δίαυλος επαφής με τη σόου μπιζ, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να βρίσκονται στις φαντασιώσεις κάποιων έφηβων πληροφορικάριων νερντς. Η ελληνική κοινωνία ζούσε τα πρώτα χρόνια του ευρώ, παραδομένη στη μετεκσυγχρονιστική νωχέλεια. Το Euro, ο Σάκης Ρουβάς στη Eurovision του 2004, οι Ολυμπιακοί Αγώνες: το θέαμα, το γκλαμ και η επιτυχία παρέλαυναν από τις οθόνες έως τις πλατείες. Οι θεατές της Eurovision ήταν ανέμελοι καταναλωτές πολιτισμικού προϊόντος δεύτερης ποιότητας, χωρίς να νοιάζονται για πολλά πολλά.
Κι ύστερα ήρθε η κρίση. Οικονομική πρώτα από όλα, έκανε να ξεφτίσει το ιλουστρασιόν χαρτί των λάιφ στάιλ περιοδικών και να κλονιστεί η μακάρια αποχαύνωση μιας εφησυχασμένης ζωής. Σαν τους εκτοπισμένους από τον Παράδεισο πρωτόπλαστους, ο τηλεθεατής αρχίζει να ιδρώνει για την αθώα απόλαυσή του. Η πολιτική απέκτησε ξανά περιεχόμενο, πέρα από το να αποτελεί τη διαδοχή δύο κομμάτων εξουσίας στην απλή διαχείριση παρόμοιων προγραμμάτων. Και πολιτισμικά, οι έμφυλες διακρίσεις και η έμφυλη βία έγιναν ορατές, ακόμα και στον μικρόκοσμο του θεάματος, μετά το #metoo και την επανάσταση που έφερε σε έναν στεγανό ως τότε χώρο.
Είκοσι χρόνια μετά την επιτυχία της Παπαρίζου, κανείς και καμία δεν μπορεί να δει το θέαμα με τον ίδιο τρόπο. Η ίδια η έννοια της επιτυχίας έχει αλλάξει. Φανταστείτε, π.χ., η χώρα μας να κέρδιζε τον διαγωνισμό: θα ξυπνούσαμε με το άγχος της σπατάλης χρημάτων, που θα απαιτούσε η διοργάνωση. Αλλά το χειρότερο – ή καλύτερο, εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς – είναι ότι έχει αλλάξει η αμεριμνησία. Όταν η πολιτική μπαίνει για τα καλά στη σκηνή, τότε είναι που το πανηγύρι ακυρώνεται στην πράξη.