Σε μια εποχή όπου η βιωσιμότητα αποκτά καθοριστική σημασία για την πορεία των επιχειρήσεων, οι εταιρείες σε όλο τον κόσμο παίρνουν θέση πριν ακόμα η νομοθεσία τις υποχρεώσει. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της KPMG για το 2024, η οποία εξετάζει τις πρακτικές αναφοράς βιωσιμότητας των μεγαλύτερων επιχειρήσεων διεθνώς, διαφαίνεται μια ξεκάθαρη τάση: η βιωσιμότητα δεν είναι πια επιλογή, αλλά κανόνας.

Οι επιχειρήσεις δεν περιμένουν τα ρυθμιστικά πλαίσια να τεθούν σε ισχύ. Ήδη ενσωματώνουν πρότυπα αναφοράς, θέτουν στόχους μείωσης εκπομπών και δημοσιεύουν στοιχεία που πριν λίγα χρόνια θεωρούνταν προαιρετικά. Το τοπίο αλλάζει με ταχύτητα, καθώς η υποχρεωτική αναφορά για τα ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Διακυβέρνηση) βρίσκεται προ των πυλών, και οι εταιρείες θέλουν να είναι έτοιμες.

Η έρευνα της KPMG καλύπτει τις 250 μεγαλύτερες επιχειρήσεις παγκοσμίως (G250), καθώς και τις 100 κορυφαίες εταιρείες (Ν100) από κάθε χώρα ή περιοχή. Το βασικό συμπέρασμα είναι σαφές: η αναφορά βιωσιμότητας έχει ήδη γίνει βασικό στοιχείο της επιχειρηματικής λειτουργίας. Σχεδόν η πλειονότητα των εν λόγω εταιρειών έχει ενσωματώσει σταθερές διαδικασίες για ESG αναφορές, δείχνοντας ότι η επιχειρηματική υπευθυνότητα έχει μετατραπεί σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρείται έντονη αύξηση στις εταιρείες που δημοσιεύουν στόχους μείωσης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Παράλληλα, αυξάνεται και το ενδιαφέρον για την αναφορά στη βιοποικιλότητα — έναν τομέα που μέχρι πρότινος είχε σχετικά περιορισμένη κάλυψη. Οι εταιρείες αναγνωρίζουν πλέον ότι το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα επηρεάζει όχι μόνο την εικόνα τους, αλλά και τη μακροπρόθεσμη αξία τους για επενδυτές, πελάτες και εργαζόμενους.

Στο επίκεντρο της μεταστροφής αυτής βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία με την Οδηγία για την Εταιρική Αναφορά Βιωσιμότητας (CSRD) φέρνει ένα νέο πλαίσιο υποχρεωτικής συμμόρφωσης για χιλιάδες επιχειρήσεις. Η εφαρμογή της ξεκινά από τις οικονομικές χρήσεις που λήγουν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2024, ενώ κάποιες εταιρείες έχουν περιθώριο μέχρι το 2029 για την πρώτη τους υποχρεωτική έκθεση.

Παρόλα αυτά, πολλές επιχειρήσεις — κυρίως ευρωπαϊκές ή με έντονη παρουσία στην Ευρώπη — δεν περιμένουν την τελική προθεσμία. Ήδη κάνουν χρήση των Ευρωπαϊκών Προτύπων Αναφοράς Βιωσιμότητας (ESRS), εφαρμόζουν την Ταξινομία της ΕΕ, και ευθυγραμμίζονται με τις αρχές της διπλής ουσιαστικότητας (double materiality), η οποία αποτελεί βασικό πυλώνα της CSRD. Πρόκειται για μια πιο σφαιρική θεώρηση ουσιαστικότητας, που λαμβάνει υπόψη τόσο τον αντίκτυπο της επιχείρησης στο περιβάλλον και την κοινωνία, όσο και τις επιπτώσεις αυτών στον οργανισμό.

Σχεδόν οι μισές ευρωπαϊκές εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα ήδη κάνουν γνωστοποιήσεις βάσει της Ταξινομίας, ενώ τα 4/5 των G250 και N100 επιχειρήσεων εφαρμόζουν αξιολογήσεις ουσιαστικότητας — με τις μεγαλύτερες από αυτές να υιοθετούν ολοκληρωμένες μεθόδους διπλής ουσιαστικότητας.

Παρά την κατεύθυνση προς την υποχρεωτικότητα, τα εθελοντικά πρότυπα παραμένουν βασικά εργαλεία. Το GRI συνεχίζει να είναι το δημοφιλέστερο πρότυπο αναφοράς, με περίπου 75% υιοθέτηση στις μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ το SASB και οι κατευθυντήριες γραμμές των χρηματιστηρίων κερδίζουν έδαφος, ιδιαίτερα στην Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι εταιρείες της έρευνας στη Σαουδική Αραβία ακολουθούν τις οδηγίες του τοπικού χρηματιστηρίου, ενώ περίπου τα δύο τρίτα των εταιρειών στην αμερικανική ήπειρο χρησιμοποιούν τα πρότυπα SASB.

Αντίστοιχα, η βιοποικιλότητα αναδεικνύεται σε νέα προτεραιότητα για τις επιχειρήσεις. Περίπου το 50% των G250 και N100 εταιρειών κάνουν πλέον σχετική αναφορά, έναντι μόλις 25% πριν τέσσερα χρόνια. Οι περιφερειακές ανισότητες στη συχνότητα και ποιότητα των αναφορών μειώνονται, με την Αφρική και τη Μέση Ανατολή να πλησιάζουν τα παγκόσμια επίπεδα.

Εξίσου σημαντική είναι η άνοδος στην υιοθέτηση των συστάσεων της TCFD (Task Force on Climaterelated Financial Disclosures). Περίπου το 75% των G250 εταιρειών περιλαμβάνουν πλέον πληροφορίες για κλιματικούς κινδύνους σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της TCFD. Το πλεονέκτημα είναι διπλό: από τη μία, ενισχύεται η διαφάνεια απέναντι στους επενδυτές, ενώ από την άλλη, οι εταιρείες που τις υιοθετούν βρίσκονται ήδη σε θέση ετοιμότητας για τα νέα πρότυπα του ISSB και τα ESRS.

Με λίγα λόγια, η εικόνα που προκύπτει είναι ξεκάθαρη: οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν περιμένουν τις ρυθμίσεις – προσαρμόζονται εκ των προτέρων. Το ESG μετατρέπεται σε βασικό πυλώνα στρατηγικής, και η βιωσιμότητα δεν είναι απλώς «καλή πρακτική», αλλά βασικό εργαλείο επιβίωσης και ανάπτυξης στη νέα εποχή της διαφάνειας και της ευθύνης.