Τις μέρες που ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος ήταν βυθισμένος στη σιωπή, σε ένα θάλαμο του νοσοκομείου Ευαγγελισμός Αθηνών, απέκτησαν επικαιρότητα οι αυτοβιογραφικές του αφηγήσεις, όπως αποτυπώθηκαν στο πρόσφατο βιβλίο με τον εμβληματικό τίτλο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος πορευόμενος1. Είναι μια κατάθεση ψυχής του Αρχιεπισκόπου, καθώς μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και αναμνήσεις, ξεδιπλώνει ο ίδιος την πορεία του από τα παιδικά και πρώτα νεανικά του χρόνια μέχρι σήμερα.
Τα χρόνια της Κατοχής
Η αφήγηση αρχίζει με μια εικόνα από την παιδική ηλικία του Αρχιεπισκόπου στα μαύρα χρόνια της Κατοχής και τις πρώτες αναζητήσεις με ομάδα φίλων. Τότε τοποθετείται και η πρώτη βεβαιότητά του για την ύπαρξη του Θεού, μια βεβαιότητα που τον ακολουθεί έκτοτε όπου και αν βρεθεί. Στις αναμνήσεις έρχεται η γενέθλια πόλη της Πρέβεζας, η πιστή και ευλαβική μορφή της μητέρας του και του αγωνιστή πατέρα, του παππού και των αδελφών του. Στη συνέχεια με συγκίνηση θυμάται ονόματα συμμαθητών και καθηγητών. Αριστούχος μαθητής και με έφεση στα μαθηματικά προς μεγάλη έκπληξη όλων αποφασίζει να ακολουθήσει τη Θεολογία. Ο δρόμος αυτός τον οδηγεί στη στοχαστική μελέτη των Γραφών, τον ενθουσιάζει και δυναμώνει την πεποίθησή του ότι με την ελευθερία, την ειρήνη και την αγάπη θα πραγματοποιηθεί το μεγάλο όνειρο των χρόνων της κατοχής και θα ανατείλει ένας καινούριος κόσμος. Εντάσσεται στην αδελφότητα θεολόγων «η Ζωή». Εργάζεται ως ιεροκήρυκας, αρθρογράφος σε εκκλησιαστικά περιοδικά, ομαδάρχης χριστιανικών ομάδων, συντονιστής υπευθύνων των κύκλων μελέτης Αγίας Γραφής. Ως αρχηγός εφηβικών κατασκηνώσεων βιώνει υπέροχες εμπειρίες, ενώ στην τελευταία κατασκηνωτική εξόρμησή του στις Πρέσπες, τα Χριστούγεννα του 1959, ατένισε για πρώτη φορά τη χειμαζόμενη τότε από έναν αθεϊστικό διωγμό Αλβανία, με την οποία έμελλε να συνδέσει αργότερα άρρηκτα την Τρίτη φάση της ζωής του και τη δράση του. Την ίδια περίοδο αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον του για την εξωτερική ιεραποστολή και χαράσσεται μια πορεία που καθόρισε τη μετέπειτα ζωή του, ανοίγοντας έναν ευρύτατο παγκόσμιο ορίζοντα, με εκπλήξεις και ευλογίες.
Η είσοδός του στον κλήρο
Η δεύτερη τριακονταετία της ζωής του σηματοδοτείται με την είσοδό του στον κλήρο και τη χειροτονία του σε ιεροδιάκονο τον Αύγουστο του 1969. Το ενδιαφέρον του στρέφεται στη λειτουργική ζωή, το κήρυγμα και την αρθρογραφία. Επισκέπτεται την αμερικανική ήπειρο και η πρωτόγνωρη εμπειρία της ζούγκλας στο νότιο Μεξικό τον φέρνει σε επαφή με το ιεραποστολικό έργο ανθρώπων που εκπαιδεύονταν να μεταφράσουν το ευαγγέλιο σε γλώσσες και διαλέκτους που μέχρι τότε αγνοούσαν.
Μια βαριά μορφή ελονοσίας τον υποχρεώνει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μεταβαίνει για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Επισκέπτεται για επιτόπια θρησκειολογική έρευνα την Ουγκάντα, σπουδάζει Εθνολογία και Αφρικανολογία, μαθαίνει ξένες γλώσσες και εξοπλίζεται επιστημονικά για την ιεραποστολική του διακονία. Ακολουθεί η εκλογή του ως Καθηγητή στην έδρα Θρησκειολογίας του Ε.Κ.ΠΑ. και η ακαδημαϊκή του ενασχόληση με τη μελέτη των θρησκειών διευρύνει την οικουμενική του αντίληψη.
Παράλληλα, συνεχίζει ιεραποστολικά και ερευνητικά ταξίδια στην Άπω Ανατολή, την Κορέα, καθώς και την Ιαπωνία, την Ινδία, το Ιράν και την Κίνα, την Αργεντινή και τις χώρες της Καραϊβικής. Το έτος 1981 αναλαμβάνει την ευθύνη του Τοποτηρητού της Ιεράς Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως-Ανατολικής Αφρικής, προκειμένου να συμβάλει στη θεραπεία του σχίσματος των Αφρικανών Ορθοδόξων με το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Αυτή η εμπειρία της Αφρικής ήταν ουσιαστική και σημαντική για την ιεραποστολική του πορεία.
Ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην Αλβανία
Η τρίτη τριακονταετία της ζωής του, σημαδεύεται από την απροσδόκητη και πρωτόγνωρη αποστολή που φέρει το όνομα Αλβανία, μια χώρα στην οποία η παρουσία του Αναστασίου έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του. Στις αρχές του 1991 πληροφορείται τηλεφωνικά ότι ορίζεται από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Πατριαρχικός Έξαρχος στην Αλβανία. Αποχαιρετά με αισθήματα αγάπης τους προσφιλείς του Αφρικανούς, για να βαδίσει έναν πολύ δύσκολο δρόμο στην πιο ταλαιπωρημένη και φτωχή χώρα της Ευρώπης. Φτάνει στα Τίρανα τον Ιούλιο του 1991. Η ενθρόνισή του γίνεται τον Αύγουστο του 1992 και μόνο μετά από 27 χρόνια παραμονής στη χώρα, το 2018, του δόθηκε η αλβανική υπηκοότητα.
Μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, αρχίζει μια πολύπτυχη αποστολική και ποιμαντική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της πολύπαθης Ορθόδοξης Εκκλησίας και τη στήριξη του λαού της χώρας αυτής. Άμεση προτεραιότητά του όλα αυτά τα χρόνια ήταν η παρηγοριά και η πνευματική στήριξη του πληρώματος της Εκκλησίας. Η μεταφορά του ευαγγελικού λόγου, με το κήρυγμα, τα έντυπα, τα περιοδικά, οι μεταφράσεις βιβλίων στην αλβανική γλώσσα, η ίδρυση τυπογραφείου, η έκδοση μηνιαίας εφημερίδας, οι πρωτοβουλίες για την εκκλησιαστική εκπαίδευση και την παιδεία γενικότερα όλων των βαθμίδων. Μαθαίνει την αλβανική γλώσσα για την άμεση επικοινωνία, κυρίως όμως πλησιάζει τους ανθρώπους με τη γλώσσα της αγάπης, που είναι κατανοητή από όλους και πραγματώνεται με το ειλικρινές ενδιαφέρον, την ευγενική στοργή και τη συνεπή και βαθιά κατανόηση.
Η πνευματική πρότασή του για την αντιμετώπιση της πανδημίας
Αξίζει να σταθούμε στην πνευματική πρότασή του για την αντιμετώπιση της πρόσφατης πανδημίας του Covid-19, που είναι πράγματι εντυπωσιακή: στην οδηγία «κρατάτε αποστάσεις» αντιτάσσει την παρότρυνση «πλησιάστε ο ένας τον άλλο πνευματικά με ταπείνωση, αγάπη και ελπίδα». Στην οδηγία «φοράτε τη μάσκα για την προστασία της υγείας» προτρέπει να αποφεύγουμε επίμονα τις μάσκες κάθε μορφής υποκρισίας, η οποία μολύνει επικίνδυνα τις ανθρώπινες σχέσεις. Στις συγκρούσεις που βιώνει σήμερα η ανθρωπότητα, παρά τις εκπληκτικές τεχνολογικές εξελίξεις και τη μεγάλη πρόοδο, το πνευματικό αντίδοτο που προτείνει ο Αναστάσιος είναι η αγάπη, γιατί μόνο η εξουσία της αγάπης μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία που δηλητηριάζει ανέκαθεν τις ανθρώπινες κοινωνίες.
Σήμερα, ατενίζοντας την εικόνα της μακράς και περίπλοκης πορείας του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου σε δύσβατες ατραπούς και ανηφορικά πνευματικά μονοπάτια, αυτό που μένει στα μάτια μας είναι η φωτεινή μορφή ενός οικουμενικού Ορθοδόξου Αρχιεπισκόπου, που ενσαρκώνει την εντολή του Ιησού «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη», με διακονία σε συνθήκες σκληρές, με οδηγό το φως της ανάστασης και της ελπίδας, με αγάπη ζυμωμένη με ταπεινοφροσύνη για τον Θεό και για όλους τους ανθρώπους, και ιδιαίτερα τους αδικημένους.
1. Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος πορευόμενος. Συνομιλίες με τη Νατάσα Μπαστέα και τον Μάκη Προβατά, Αθήνα 2021, εκδ. Πατάκη, σσ. 310.
Η Άννα Κόλτσιου-Νικήτα είναι Ομότιμη Καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.