Θα μπορούσαν οι παλινωδίες, οι αντεγκλήσεις, το άγριο παρασκήνιο για το «μπλόκο» στο νεοναζιστικό κόμμα Κασιδιάρη να είχαν αποφευχθεί μια και καλή, και η «πληγή» να είχε «κλείσει» δια παντός, αν η Ελλάδα είχε ακολουθήσει το συνταγματικό -και όχι μόνο- παράδειγμα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, στην προσπάθειά της να θωρακιστεί από νεοναζιστικά κόμματα– μελλοντική απειλή, μετά το πικρό παρελθόν του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος;

Με άλλα λόγια, το γερμανικό παράδειγμα για τον αποκλεισμό κομμάτων- ακραίων πολιτικά μορφωμάτων θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση για την ελληνική περίπτωση, όπου ακόμη και η σχετική ειδική νομοθετική ρύθμιση για νεοναζιστικά κόμματα έπρεπε να συμπληρωθεί από τροπολογία -και πάλι με αντιρρήσεις κι αμφισβητήσεις ως προς την αποτελεσματικότητά της; Οι απαντήσεις που μας έδωσε ο Αχιλλέας Σκόρδας, Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Πανεπιστημίου Bristol, κύριος ερευνητής στο Ινστιτούτο Max Planck της Χαϊδελβέργης για το Διεθνές και το Συγκριτικό Δημόσιο Δίκαιο, δεν ήταν οι αναμενόμενες. Παρόλο το εξαιρετικά μελανό παρελθόν και τις σκιές του, «η δημοκρατική λογική της Γερμανίας είναι σχεδόν απαγορευτική στην απαγόρευση κομμάτων».

Ο Αχιλλέας Σκόρδας, Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Πανεπιστημίου Bristol, κύριος ερευνητής στο Ινστιτούτο Max Planck της Χαϊδελβέργης για το Διεθνές και το Συγκριτικό Δημόσιο.Δίκαιο

«Το γερμανικό σύστημα είναι πολύ διαφορετικό από το ελληνικό. Το γερμανικό μοντέλο λειτουργεί αποτελεσματικά στην Γερμανία, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για την ελληνική έννομη τάξη, δεδομένου ότι και τα συντάγματα των δύο κρατών διαφέρουν ριζικά και οι κοινωνίες έχουν διαφορετικές ανοχές και αντοχές», υποστηρίζει ο ερευνητής και ομότιμος καθηγητής στο ΒΗΜΑ. Στη Γερμανία το Σύνταγμα, όπως ισχύει από το 1949, προβλέπει την δυνατότητα απαγόρευσης Πολιτικού Κόμματος, και συγκεκριμένα «προβλέπεται η δυνατότητα να απαγορευτούν πολιτικά κόμματα, τα οποία επιδιώκουν την κατάργηση της φιλελεύθερης δημοκρατικής έννομης τάξης ή την κατάλυση της κρατικής υπόστασης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας». Είναι επίσης δυνατόν, «αντί της απαγόρευσης, τα κόμματα να αποκλειστούν από την κρατική χρηματοδότηση. Και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων λαμβάνονται από το Συνταγματικό Δικαστήριο».

Την δεκαετία του ΄50 απαγορεύτηκαν πράγματι δύο πολιτικά κόμματα. Το 1952, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ράιχ (SRP), και, το 1956, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) (Το 1968 δημιουργήθηκε το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (DKP), το οποίο συνεχίζει να επιζεί μέχρι σήμερα, με ένα πολύ μικρό ποσοστό, της τάξης του 0,1%) .

Μεταγενέστερα, το 2003 και το 2017, έλαβαν χώρα δύο προσπάθειες απαγόρευσης του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος (NDP), το οποίο «είναι εξτρεμιστικό και εν μέρει νεοναζιστικό κόμμα». Και στις δυο περιπτώσεις όμως το Συνταγματικό Δικαστήριο «απέρριψε τις αιτήσεις απαγόρευσης», διευκρινίζει ο κύριος Αχιλλέας Σκόρδας. «Στη μια περίπτωση οι λόγοι ήταν και διαδικαστικοί, αλλά και ουσιαστικοί, διότι η ηγεσία του κόμματος βρισκόταν ουσιαστικά κάτω από το έλεγχο των αρχών ασφαλείας, οι οποίες είχαν διεισδύσει στα όργανά του. Στη δεύτερη περίπτωση, το 2017, απερρίφθη επίσης το αίτημα διάλυσης του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος, διότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι υπάρχουν στοιχεία ότι η δράση του κόμματος πραγματικά απειλεί την έννομη τάξη».

Με άλλα λόγια, «το Συνταγματικό Δικαστήριο, δεν φαίνεται διατεθειμένο πλέον να απαγορεύσει πολιτικά κόμματα, παρά μόνο σε πάρα πολύ ακραίες περιστάσεις, οι οποίες δεν φαίνεται να υφίστανται. Η δημοκρατική λογική της Γερμανίας είναι σχεδόν απαγορευτική στην απαγόρευση κομμάτων», συνοψίζει ο κύριος Σκόδρας

Στη Γερμανία, σημειώνει ο ομότιμος καθηγητής, δεν υφίσταται, όπως λανθασμένα διακινείται, ρητώς συγκεκριμένα αντιναζιστικός νόμος. «Οι ρυθμίσεις του Συντάγματος εφαρμόζονται και προς τα Δεξιά και προς τα Αριστερά». Ενώ αντί των απαγορεύσεων, η Ομοσπονδιακή Γερμανία έχει προκρίνει άλλης μορφής προληπτική «θεραπεία»: τις «στενές παρακολουθήσεις» οργανώσεων ή κομμάτων από την Ομοσπονδιακή Αρχή Προστασίας του Συντάγματος και της Συνταγματικής Έννομης Τάξης (Bundesamt für Verfassungsschutz), στις περιπτώσεις όπου είναι «ύποπτες για αντισυνταγματική δράση», προσθέτει ο ομότιμος καθηγητής.

Φωτ.: EPA/DANIEL KOPATSCH

Η περίπτωση της ΑfD- Παρακολούθηση αντί για απαγόρευση

Οι παρακολουθήσεις σήμερα, οι οποίες «έχουν υποκαταστήσει στην πράξη τη θεσμική, συνταγματική προληπτική απαγόρευση ενός κόμματος» αφορούν μία εξαιρετικά ακραία πολιτική πτέρυγα στην ΑfD στο κρατίδιο της Θουριγγίας, καθώς έχει χαρακτηρισθεί «εξτρεμιστική οργάνωση».

«To 2022, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η παρακολούθηση της AfD δεν θα αντέβαινε στις αρχές του κράτους δικαίου. Ο ηγέτης του κόμματος σε αυτό το κρατίδιο, Björn Höcke, έχει υιοθετήσει επανειλημμένα νεοναζιστικές θέσεις, αλλά και πάλι δεν υπάρχουν σκέψεις για την απαγόρευση του κόμματος. Αυτό οφείλεται στο δημοκρατικό ήθος της χώρας», επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής. Αναλόγως, έχει εγκριθεί να παρακολουθούνται κομμουνιστικές ομάδες ή οργανώσεις της άκρας Αριστεράς, που είναι ενσωματωμένες στο κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), καθώς και ομάδες ύποπτες για τρομοκρατική δράση.

Η συζήτηση για την ανάγκη συνταγματικής συμπληρωματικής θωράκισης των δημοκρατικών θεσμών από κόμματα που φλερτάρουν με τον νεοναζισμό, δεν ανακινήθηκε στη Γερμανία ούτε όταν η ΑfD εισήλθε στο Μπούντεσταγκ (Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας), το 2017 (στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017 συγκέντρωσε το 12,6% και το 2021 10,3% των ψήφων και εξέλεξε 88 και 78 βουλευτές, αντίστοιχα. Πλέον εκπροσωπείται στην τοπική Βουλή σε 15 από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας). «Διότι μπήκε καταρχάς στη Βουλή ως ένα κόμμα ευρωσκεπτιστικό, δεξιότερο του CDU, αλλά όχι ακροδεξιό. Κάτι ανάλογο δηλαδή με το συντηρητικό Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP), το οποίο ήταν ευρωσκεπτιστικό, αλλά όχι ακροδεξιό ή νεοναζιστικό. Το χαρακτηριστικό όμως με την AfD είναι ότι βήμα-βήμα άρχισε να ριζοσπαστικοποιείται με την διαρκή ανατροπή των παλαιότερων ηγεσιών από νεότερες, οι οποίες στρεφόντουσαν ολοένα περισσότερο προς την άκρα δεξιά», υπογραμμίζει ο ερευνητής του Ινστιτούτου Max Planck.

Και στη Γαλλία, αναφέρει ο κύριος Σκόρδας, «δεν ετέθη θέμα απαγόρευσης του κόμματος της Μαρίν Λεπέν» και οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις στην Σουηδία ή στην Φινλανδία δεν έχουν σχέση με νεοναζιστικά μορφώματα, ενώ στην Ιταλία η πρωθυπουργός της Δεξιάς «δεν έχει σχέση με το ναζισμό ή τον φασισμό, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται κατά καιρούς». «Πρέπει επομένως να διαφοροποιούμε την δεξιά από την άκρα δεξιά .Εξτρεμιστική πολιτική έχει η ΑfD στη Θουριγγία. Δεν είναι τυχαίο -επισημαίνει ο ερευνητής- ότι στο κρατίδιο αυτό έχουμε μια κυβέρνηση μειοψηφίας της Αριστεράς, των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων με την έμμεση ανοχή του CDU και των Φιλευθέρων, ακριβώς γιατί στη Θουριγγία η ΑfD είναι πολύ ισχυρή και έλαβε στις τελευταίες τοπικές εκλογές του 2019 23,4% των ψήφων. Δηλαδή, αυτό που καθίσταται αντιληπτό είναι πως υπάρχουν δημοκρατικές λύσεις και το σύστημα είναι αρκετά ευέλικτο και πολυεπίπεδο στα 16 κρατίδια στο ομοσπονδιακό σύστημα, με τρόπο ώστε να μην υπάρχει κεντρική απειλή».

Η ελληνική περίπτωση-«Καλώς παραιτήθηκε ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου»

Πέραν όλων αυτών, σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή, «δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ΑfD συνολικά -με την εξαίρεση της Θουριγγίας- ως νεοναζιστικό κόμμα. Είναι ένα κόμμα της άκρας Δεξιάς, σαν το ΛΑΟΣ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες ή την Ελληνική Λύση».

Η Χρυσή Αυγή είναι στον ευρωπαϊκό χώρο, τονίζει ο ερευνητής «μια μοναδική περίπτωση. Δεν υπάρχει ανάλογο κόμμα, που να έχει επιρροή φτάνοντας στο 7%. Πρέπει να αντιμετωπιστεί με μοναδικό τρόπο, γιατί πρόκειται περί συμμορίας. Η δημόσια συμπεριφορά του Κασιδιάρη, εντός και εκτός Βουλής, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από την έννομη τάξη».

Στην ελληνική περίπτωση, η υπόθεση του νεοναζιστικού πολιτικού μορφώματος Κασιδιάρη «παραμένει πολύ ασαφής», επισημαίνει ο κύριος Σκόρδας, του οποίου δεν αποτελεί, ξεκαθαρίζει, αντικείμενο κρίσης το κατά πόσο «η απαγόρευση και η νομοθεσία που έχουν εισαχθεί είναι οι καλύτερες δυνατές ή όχι» ή αν «υπάρχει κενό στο νόμο, όταν κόμμα με στελέχη καταδικασμένα ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης μπορεί να κατέλθει στις εκλογές». «Δεν γνωρίζω αν έχουν γίνει σφάλματα ως προς την διατύπωση του νομοσχεδίου, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι δυνατόν να υπάρξουν σοβαρά νομικά ερωτήματα», τονίζει.

Πάρα ταύτα, «εάν μπούμε στη λογική περιορισμού δραστηριότητας κομμάτων, θα πρέπει να επεκτείνεται αδιαφόρως αν πρόκειται περί άκρας Δεξιάς ή άκρας Αριστεράς», επισημαίνει ο ερευνητής. «Η ουσία είναι μία: κατά πόσο ένα κόμμα συνιστά εγκληματική οργάνωση ή κατά πόσο ένα κόμμα με πραγματικούς όρους απειλεί το δημοκρατικό πολίτευμα».

Στην περίπτωση προσφυγής στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το Κόμμα του Κασιδιάρη έχει ελπίδες; «Δεν νομίζω ότι έχει πιθανότητα να δικαιωθεί», είναι η πρόβλεψη του ομότιμου καθηγητή. «Υπάρχει διάταξη του άρθρου 17 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που απαγορεύει την επίκληση δικαιωμάτων για καταχρηστικούς λόγους και για την καταστροφή των θεμελιωδών ελευθεριών. Με βάση αυτή τη ρήτρα, είναι πολύ πιθανόν να απορριφθούν οι εν δυνάμει προσφυγές. Η ύπαρξη της Χρυσής Αυγής και των παραφυάδων της δυστυχώς έχει θέσει σε αμφιβολία μια πολιτική ομαλότητα που είχαμε εδώ και μισό αιώνα. Θεωρώ ότι καλώς παραιτήθηκε ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου. Κι ελπίζω να προχωρήσει η υπόθεση ομαλά στα δικαστήρια και να δοθεί λύση, η οποία ευνοεί τις δημοκρατικές αρχές, διότι πρέπει να ξέρουμε ότι η δημοκρατική αρχή είναι ένα κεντρικό σημείο του Συντάγματος. Η απαγόρευση Κασιδιάρη μπορεί να προκαλέσει ενδεχομένως κάποιες αντιδράσεις και τριγμούς, αλλά αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που πρέπει να σπάσει εγκαίρως το αυγό του φιδιού».