Οταν η Aνγκελα Μέρκελ αποχώρησε από την καγκελαρία πριν από τέσσερις μήνες, οι αποτιμήσεις για τις τέσσερις θητείες της στην εξουσία επικεντρώθηκαν στο πώς είχε αντιμετωπίσει τις δύο μεγάλες ευρωπαϊκές κρίσεις, την οικονομική και την προσφυγική. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η αποτίμηση της «εποχής Μέρκελ» αναθεωρείται και επικεντρώνεται στο πώς αντιμετώπισε η πρώην καγκελάριος τη Ρωσία και αν η πολιτική της «ενθάρρυνε» τον Βλαντίμιρ Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία.

Η Μέρκελ επικρίνεται κυρίως για την εμμονή της να προχωρήσει τον αγωγό Nord Stream 2, που θα μετέφερε ρωσικό αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία μέσω της Θάλασσας της Βαλτικής παρακάμπτοντας την Ουκρανία. Το Βερολίνο επέμενε ότι ο αγωγός ήταν μόνο οικονομικό ζήτημα, παρά τις προειδοποιήσεις ότι ήταν και πολιτικό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση λόγω της εξάρτησης της Ευρώπης, και ιδίως της Γερμανίας, από το ρωσικό αέριο θεωρούνται επιπτώσεις του Nord Stream 2, τον οποίο «πάγωσε» το Βερολίνο μόνο όταν το Κρεμλίνο αναγνώρισε την ανεξαρτησία των Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, στην Ανατολική Ουκρανία, λίγες ημέρες πριν από την εισβολή στη χώρα.

Παράλληλα, η Γερμανία βιώνει το τέλος της περίφημης Οστπολιτίκ, της πολιτικής δηλαδή του Βίλι Μπραντ απέναντι στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η Οστπολιτίκ ήταν για πολλούς «ιερή αγελάδα» επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Και όχι άδικα: επί δεκαετίες αποδείχτηκε ένα success story.

Οι σχέσεις με τη Ρωσία

Σύμφωνα με τη «νέα Πολιτική για την Ανατολή» που εισήγαγε ο Σοσιαλδημοκράτης (SPD) Μπραντ στη δεκαετία του ’70 η αλλαγή θα επερχόταν μέσω της προσέγγισης και της οικονομικής αλληλεξάρτησης. Χάρη στην Οστπολιτίκ, η οποία συνεχίστηκε ανελλιπώς έκτοτε απ’ όλα τα κόμματα που βρέθηκαν στην εξουσία στη Γερμανία, ξεκίνησαν οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία, έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, εξασφαλίστηκε η ομαλή επανένωση των δύο Γερμανιών και δεν κλυδωνίστηκε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης το 1991.

Στη συνέχεια το Βερολίνο μετέφερε την Οστπολιτίκ στις σχέσεις με τη σύγχρονη Ρωσία. Συνέχισε να υποστηρίζει τη Μόσχα, κάνοντας για παράδειγμα λόμπινγκ για την ένταξή της στο G7 το 1997 το οποίο έγινε G8 – για να ξαναγίνει G7 το 2014 λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία.

Οι επικρίσεις μετά το 2014

Οι επικρίσεις για την «κατευναστική» πολιτική της Γερμανίας προς τη Μόσχα ξεκίνησαν μετά το 2014, τον πόλεμο στο Ντονμπάς της Ουκρανίας και την εισβολή στην Κριμαία. Σήμερα οι επικρίσεις αυτές έχουν κορυφωθεί και πολλοί τονίζουν, απευθυνόμενοι προς τη Μέρκελ, ότι τα σχέδια για τον αγωγό Nord Stream 2 μπήκαν στα σκαριά λίγο μετά τα γεγονότα του 2014 στην Ουκρανία.

Η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, από το κόμμα των Πρασίνων, είναι σκληρότερη προς τη Μόσχα από τους προκατόχους της και, παρά την ειρηνιστική παράδοση του κόμματός της, πολλοί θεωρούν ότι η στάση της υπέρ της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία είναι ακόμη πιο ευθεία και ξεκάθαρη από εκείνη του Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Ολαφ Σολτς – του οποίου η στάση ήδη έχει ερμηνευτεί ως «στροφή 180 μοιρών» στη γερμανική εξωτερική πολιτική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι σχέσεις του «Gas-Gerd»

Ενδεικτικό της στροφής στη Γερμανία είναι ότι το προσωπικό του γραφείου του Γκέρχαρντ Σρέντερ παραιτήθηκε σύσσωμο ως διαμαρτυρία για το ότι ο πρώην καγκελάριος (1998-2005) αρνείται να αποκηρύξει τον Πούτιν μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Ο «Gas-Gerd», που παρέμεινε στενός φίλος του ρώσου προέδρου αφότου αποχώρησε από την καγκελαρία, πληρώνεται σύμφωνα με τους «Financial Times», από τη ρωσική Rosneft με 600.000 ευρώ τον χρόνο, ο μισθός του ως προέδρου της εταιρείας Nord Stream είναι άλλα 250.000 ευρώ ετησίως, ενώ λαμβάνει και μηνιαία σύνταξη 8.000 ευρώ από το γερμανικό κράτος. Το φθινόπωρο αναμένει την επικύρωση του διορισμού του και στην Gazprom.

Κριτική και στο SPD

Οι σημερινές επικρίσεις στη Γερμανία για την πολιτική του Βερολίνου προς το Κρεμλίνο δεν απευθύνονται μόνο στη Μέρκελ αλλά και στο SPD. Οι Σοσιαλδημοκράτες, άλλωστε, συγκυβερνούσαν με τους Χριστιανοδημοκράτες τα 12 από τα 16 χρόνια της Μέρκελ στην καγκελαρία και οι τρεις από τους πέντε υπουργούς της των Εξωτερικών προέρχονταν από το SPD.

Σύμφωνα με την «Deutsche Welle», «το μοντέλο της Οστπολιτίκ θεωρείται όλο και περισσότερο ως ένα απομεινάρι του 20ού εικόνα». Πολλοί από το SPD όμως δεν επιθυμούν να απορρίψουν την Οστπολιτίκ. Τονίζουν ότι ο Μπραντ και ο στενός συνεργάτης του Εγκον Μπαρ, ο «εγκέφαλος» της Οστπολιτίκ, ήταν πολύ διορατικοί για την εποχή τους. Και όπως σημειώνουν στελέχη του SPD σήμερα, την εποχή του Βίλι Μπραντ καταλάβαιναν ότι η προσέγγιση πρέπει να συνοδεύεται από ισχύ, γι’ αυτό ο αμυντικός προϋπολογισμός τότε ξεπερνούσε το 3% του ΑΕΠ – πριν από λίγες εβδομάδες θεωρήθηκε νέα εποχή στη γερμανική πολιτική η αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού στο 2% και η δαπάνη 100 δισ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων.

«Η μαλακή στάση της Γερμανίας ενθάρρυνε τον ρώσο πρόεδρο»

«Το Βήμα» έθεσε στον Μάικλ Μπερνμπάουμ, δημοσιογράφο της «Washington Post» και πρώην επικεφαλής του γραφείου της εφημερίδας στη Μόσχα, το ερώτημα αν ο Nord Stream 2 συνέβαλε στην αποθράσυνση του προέδρου Πούτιν. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μαλακή στάση της Γερμανίας προς τη Ρωσία ενθάρρυνε τον ρώσο πρόεδρο. Και η γερμανική πολιτική κουλτούρα ξεκίνησε, ως αποτέλεσμα, μια διαδικασία επαναξιολόγησης της υστεροφημίας της πρώην καγκελαρίου Μέρκελ. Ηγέτες απ’ όλο το πολιτικό φάσμα υποστήριζαν επί μακρόν ότι αν η Γερμανία και η Ρωσία εμβάθυναν τους οικονομικούς δεσμούς τους, αυτός θα ήταν ένας τρόπος για να αποθαρρυνθεί το Κρεμλίνο από τον στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό και να στραφεί προς τη Δύση. Οι επικριτές έλεγαν ότι απλώς θα αποθράσυνε τον Πούτιν και θα δυσκόλευε τη Γερμανία και την ΕΕ στο να αναλάβουν αποτελεσματική δράση εναντίον του αν ποτέ υπήρχε η ανάγκη».
«Οι επικριτές δικαιώθηκαν: η Γερμανία είναι βαθιά εξαρτημένη από τη Ρωσία για φυσικό αέριο και πετρέλαιο και, συνεπώς, συνεχίζει να αγοράσει ορυκτά καύσιμα από το Κρεμλίνο, παρ’ όλο που του έχουν επιβληθεί άλλες ευρείες κυρώσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα ενεργειακά έσοδα αποτελούν κρίσιμη πηγή εισοδήματος για τη Ρωσία σε μια περίοδο που το υπόλοιπο εμπόριο με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ έχει εν πολλοίς διακοπεί» απάντησε ο κ. Μπερνμπάουμ.