Η ιστοριογνωσία δεν αποτελεί επιστημονική εξειδίκευση, ούτε γνωστική πολυτέλεια, ούτε βέβαια εξεταζόμενο σχολικό μάθημα. Είναι εργαλείο και υποχρέωση κάθε ενεργού πολίτη, που έχει συναίσθηση του ρόλου του. Γιατί κάθε λαός που δεν μαθαίνει την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την επαναλάβει. Όσον αφορά στους Έλληνες – το λαό με τη μεγαλύτερη ιστορία αλλά με την πιο σύντομη μνήμη – είμαστε οι μόνοι που πρέπει να έχουμε στραμμένο το βλέμμα στο παρελθόν για να μπορέσουμε να κρατήσουμε σταθερό βηματισμό προς το μέλλον. Με αφορμή τη σημερινή ημέρα εθνικής επετείου και συλλογικής μνήμης, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της πρόσφατης πολεμικής σύρραξης, σε μια κρίσιμη καμπή για το παγκόσμιο γίγνεσθαι, ο αναστοχασμός του παρελθόντος θα μας οδηγήσει στην ακραία αποστροφή του πολέμου, στην εκπλήρωση του ρόλου μας στον πολιτιστικό και πολιτικό τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, στον επαναπροσδιορισμό των αξιών και την επικράτηση της ειρήνης.

Οι εθνικές επέτειοι, οι παρελάσεις, οι εορτασμοί στα ιστορικά μνημεία και η επίσκεψη στα μουσεία αποτελούν βιωματικούς μηχανισμούς με τους οποίους σχηματοποιείται, ορθολογίζεται το παρελθόν και αποκρυσταλλώνεται στη συλλογική μνήμη. Οι εκδηλώσεις αυτές νοηματοδοτούν τα ιστορικά γεγονότα και επιτρέπουν στον σύγχρονο πολίτη να συμμετέχει σε αυτά. Έτσι η επέτειος μνήμης του 1821, μάς θυμίζει την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση των προγόνων μας, η οποία είχε ταυτόχρονα μια βαθύτατα κοινωνική διάσταση και αποδεικνύει την ιστορική συνέχεια του έθνους. Ωστόσο η συλλογική μνήμη έχει ηθική και κανονιστική βάση, δεν απεικονίζει ρεαλιστικά και κυριολεκτικά αυτό που συνέβη, αλλά αποτελεί συνεκτικό δεσμό της εθνικής ομάδας στο παρόν και ανταποκρίνεται στις δεδομένες συνθήκες.

Η γνώση του παρελθόντος μέσα από την ιστορία αποτελεί το έναυσμα για αυτοκριτική και αυτογνωσία, πηγή φρονηματισμού και άντλησης προτύπων, αφετηρία για δημιουργικές πρωτοβουλίες. Έτσι μεταγγίζονται ιδέες, αντιλήψεις, ιδανικά, αντλούνται ηθικές δυνάμεις, εδραιώνεται η δημοκρατία, εκτιμάται η αξία του διαλόγου, αποφεύγεται ο ευνουχισμός της πολιτικής σκέψης και γίνεται αντιληπτός ο κίνδυνος επικράτησης λαϊκισμού και δημαγωγίας. Το παρελθόν αποτελεί κάτι τιμαλφές στο εθνικό μας θησαυροφυλάκιο, είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά, μάς θωρακίζει με υψηλό αγωνιστικό ήθος μπροστά στην φυλετική και εθνική διάβρωση. Η γόνιμη επαφή με το πολυσχιδές ελληνικό παρελθόν συντελεί στην ιστορική ενσυναίσθηση, την κατανόηση των βαθύτερων αιτίων που οδήγησαν σε κάποια δράση, του τρόπου με τον οποίο τα συναισθήματα ή οι κοινωνικές συνθήκες επηρέασαν πολιτικές αποφάσεις.

Η ιστορική ανάλυση τόσο μικρών κοινωνιών ή επιμέρους φαινομένων (μικροϊστορία) όσο και η σφαιρική παρουσίαση γεγονότων και καταστάσεων (μακροϊστορία) αποτελεί τρόπο να συνειδητοποιούμε τα λάθη, τις παραλείψεις, την παθογένεια του παρελθόντος, συμβάλλοντας στον εντοπισμό σύγχρονων προβλημάτων και υποδεικνύοντας τρόπους επίλυσής τους. Ως Έλληνες έπρεπε να έχουμε διδαχθεί από τους εμφυλίους πολέμους του 1823-1824 για να μην επαναλάβουμε το διχασμό του 1915 – 1917 και τον εμφύλιο του 1946-1949 και θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ελλάδα, εξαρτημένη από τον ιστό της κοσμοοικονομίας, θρέφεται από αυτόν και οδηγείται σε κρίσεις και χρεοκοπίες για τους ίδιους περίπου λόγους το 1893 με τον Τρικούπη, το 1932 και το 2009. Ως ανθρώπινο γένος έπρεπε από τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να έχουμε διδαχθεί ότι ο πόλεμος είναι ατελέσφορο και καταστροφικό μέσο διευθέτησης των διαφορών μεταξύ των κρατών ώστε να μην οδηγηθούμε στον Τρίτο, με αναμενόμενο αποτέλεσμα «να μην υπάρξουν χέρια για να χειροκροτήσουν τον νικητή» όπως είχε προβλέψει ο Αϊνστάιν. Τα ενδεικτικά αυτά παραδείγματα επιβεβαιώνουν απλώς τον αφορισμό του Hegel ότι «το μόνο πραγματικό δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι κανείς δεν μαθαίνει ποτέ τίποτα από αυτήν» και όσο οι κοινωνίες δεν κατανοούν τα λάθη τους, τι οδήγησε εκεί, τι συνέπειες είχαν, τόσο θα παραμένουν σε αυτά και «η ιστορία θα επαναλαμβάνεται».

Στο πεδίο εξάλλου όπου αλληλοεξοντώνονται ο εθνικισμός με τον κοσμοπολιτισμό, βρήκε πρόσφορο έδαφος η ημιμάθεια και η προπαγάνδα να φυτέψουν τις νάρκες του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας, προκαλώντας την απαξίωση των παραδόσεων και την υποτίμηση του παρελθόντος. Η Ιστορία ως αγγελιαφόρος του παρελθόντος γίνεται έρμαιο μιας φτιασιδωμένης δήθεν διεθνιστικής ιδεολογίας, των αρνητών της παράδοσης και στο βωμό ενός κοσμοπολιτισμού θυσιάζεται η «εθνική μυθολογία» με στόχο την αποδόμηση της εθνικής συνείδησης. Το στόχο αυτό υπηρετεί εντέχνως και ο φετιχισμός των γεγονότων που προωθείται από τα σχολικά εγχειρίδια, η επικέντρωση δηλαδή με λεπτομέρειες στην περιγραφή του «μοναδικού» γεγονότος, η προνομιακή προβολή «σπουδαίων» προσωπικοτήτων, η αγνόηση των «αφανώς πεσόντων» συνανθρώπων μας, της τέχνης και των ειρηνικών δραστηριοτήτων, που συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην ιστορική πορεία του έθνους. Σε όλα αυτά έρχεται να συνεισφέρει και η άκριτη απομνημόνευση με μαθητές να ναυαγούν σε μια θάλασσα πληροφορίων με μοναδικό προορισμό τις εξετάσεις. Η Ιστορία παραμένει έτσι terra incognita (άγνωστη γη) για το μέσο πολίτη, οποίος αδυνατεί να προβεί στο διαχωρισμό του αιτίου από το αιτιατό, στη λογική εξήγηση των γεγονότων και στην ένταξή τους στο χρόνο, μένοντας έτσι χωρίς ιστορική συνείδηση.

Από την άλλη πλευρά όμως, η στείρα προγονοπληξία αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος, εξίσου βλαπτική και δυσώδης. Αυτή η στάση υποθάλπει την παθητικότητα, την επανάπαυση και την οκνηρία. Άλλωστε η εξιδανίκευση του παρελθόντος αποτελεί πολλές φορές το αποτέλεσμα του φτωχού παρόντος και είναι αυτονόητο και κοντόφθαλμο να υιοθετείται, αφού πυροδοτεί αχαλίνωτο ρομαντισμό που οδηγεί σε ακρότητες. Όσοι κοιτούν πίσω σαν υπόδουλοι, μιμούνται παθητικά και μετατρέπονται σε στήλη άλατος. Μετατρέπονται σε εθνικόφρονες σκληροπυρηνικούς οι οποίοι στοχεύουν στην ειρήνη, όχι ως πανανθρώπινη αξία, αλλά ως εθνική ασφάλεια, ενδοκρατική τάξη και εξυπηρέτηση μεμονωμένων συμφερόντων, που απειλούνται από τον εθνικά «Άλλο» ο οποίος αντιμετωπίζεται de facto ως εχθρός. Έτσι καταλήγουμε στη διαμόρφωση κλίματος σοβινισμού σε ένα εθνικιστικό παραλήρημα.

Χωρίς την πυξίδα του παρελθόντος οι άνθρωποι χάνουν το δρόμο τους, μένουν μετέωροι, χωρίς αυτοσυνείδηση και προορισμό. Οδηγούνται νομοτελειακά στην περιφρόνηση των άλλων ταυτοτήτων και πατρίδων, στην υποτίμηση των οικουμενικών αξιών και του ανθρωπισμού. Δεν αποκτούν τα απαραίτητα γνωστικά αντισώματα για να αμυνθούν στη δίνη του μιλιταρισμού και του ψυχροπολεμικού κλίματος. Η σημερινή επέτειος συλλογικής μνήμης ας εορτασθεί με σεμνότητα, αποδίδοντας φόρο τιμής στους αγνώστους πεσόντες, που η θυσία τους αποτελεί «κτήμα ες αεί» και ας διδαχθούμε από αυτούς ότι η πίστη σε ένα μεγάλο ιδανικό μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Σοφία Μαργαρίτη, φιλόλογος – συγγραφέας εκδόσεων Ζήτη