Η εκρηκτική άνοδος στις τιμές όλων των κατηγοριών εξόδων που βιώνουν οι έλληνες καταναλωτές τους τελευταίους μήνες συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς και όπως όλα δείχνουν το 2022 θα είναι η χρονιά που θα γονατίσει οικονομικά πολλά ελληνικά νοικοκυριά. Τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη Πέμπτη η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και σύμφωνα με τα οποία ο Γενικός Δείκτης Καταναλωτή τον Δεκέμβριο του 2021 σημείωσε αύξηση 5,1% σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2020 είναι απλώς μια επιβεβαίωση αυτού που βιώνουμε όλοι καθημερινά: ότι η ζωή μας έχει ακριβύνει σε όλα τα επίπεδα, χωρίς τίποτα να φαίνεται ικανό να ανακόψει αυτή την άνοδο.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, τον Δεκέμβριο του 2021 (σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020) σημειώθηκε αύξηση κατά 4,3% των δεικτών της κατηγορίας «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» (λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε πολλά είδη, όπως ψωμί, ζυμαρικά, μοσχάρι, αρνί, κατσίκι, πουλερικά, λαχανικά, πατάτες κ.λπ.), κατά 3% στην κατηγορία «Ενδυση και υπόδηση», κατά 18% στην κατηγορία «Στέγαση» (λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε ενοίκια κατοικιών, ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο και πετρέλαιο θέρμανσης), κατά 2,3% στην ομάδα «Διαρκή αγαθά – είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες» (λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε έπιπλα, σκεύη οικιακής χρήσης, οικιακές υπηρεσίες κ.λπ.), κατά 10,9% στην ομάδα «Μεταφορές» (λόγω αύξησης των τιμών σε καινούργια και μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, καύσιμα και λιπαντικά, εισιτήρια μεταφοράς επιβατών με αεροπλάνο), κατά 0,9% στην κατηγορία «Εκπαίδευση» και κατά 1,2% στην ομάδα «Ξενοδοχεία – καφέ – εστιατόρια».

Μείωση σημειώθηκε σε μόνο τέσσερις κατηγορίες: στην «Υγεία», στις «Επικοινωνίες», στην ομάδα «Αναψυχή – Πολιτιστικές Δραστηριότητες» και «Αλλα αγαθά και υπηρεσίες». Εκτός από τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, για την αύξηση στα τρόφιμα υπάρχει και η έρευνα του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Σύμφωνα με αυτήν, η μέση τιμή του εφέτος σημείωσε αύξηση κατά 5% σε σχέση με πέρυσι. Και τα στοιχεία αυτά είναι μόνο η αρχή. Η όποια συγκράτηση των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης φαίνεται ότι θα εξαφανιστεί με την αυγή του νέου χρόνου. Ηδη παραγωγοί ζητούν από τα σουπερμάρκετ αυξήσεις για τα προϊόντα τους και τα ακόμα πιο δύσκολα για την τσέπη μας είναι μπροστά…

Η ανοδική πορεία συνεχίζεται

Τη συνέχιση της ανόδου των τιμών και τον καινούργιο χρόνο, κάτι που προέκυψε και από τις συζητήσεις μας με καταναλωτές, μας επιβεβαίωσε και ο πρόεδρος του ΙΝΚΑ κ. Γιώργος Λεχουρίτης: «Από την πρώτη εργάσιμη ημέρα του 2022, τη Δευτέρα 3 Ιανουαρίου, φάνηκαν και οι πρώτες αυξήσεις» μας είπε. «Τη μια μέρα ήταν αύξηση 10 λεπτά στο πακέτο μακαρόνια του μισού κιλού, την επομένη 10 λεπτά στο μισό κιλό φασόλια, 5 λεπτά στο μισό κιλό ρύζι, στα βούτυρα, στα γαλακτοκομικά, στα είδη καθαριότητας. Αντιλαμβάνεστε ότι τώρα αρχίζει σιγά-σιγά να εμφανίζεται η ακρίβεια που μεταφέρει η βιοτεχνία και η βιομηχανία προϊόντων λόγω του ενεργειακού κόστους και του κόστους μεταφοράς. Και αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά είναι διεθνές φαινόμενο». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, ο μέσος όρος αύξησης ανάμεσα στο 2020 και στο 2021 ήταν 30%, δηλαδή ένα νοικοκυριό που ξόδευε 100 ευρώ το 2020, ξόδεψε 130 το 2021, ενώ οι προβλέψεις του για το 2022 είναι μια επιπλέον αύξηση 30%-40%.

Το «αμορτισέρ» της λιανικής πώλησης

Σχετικά με τις αιτίες των συνεχών ανατιμήσεων ο κ. Αντώνιος Μακρής, πρόεδρος του ΣΕΛΠΕ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Λιανικής Πώλησης Ελλάδος), επισημαίνει: «Το 73%-74% των προϊόντων που πουλάμε στη χώρα είναι εισαγωγής. Αυτό σημαίνει πως ό,τι συμβαίνει στο εξωτερικό επηρεάζει και την Ελλάδα. Πρώτα να μιλήσουμε για τα τρόφιμα: Ενα μεγάλο μέρος είναι εισαγωγής, αλλά ακόμα και αυτά που φαίνεται ότι είναι ελληνικά, στην πραγματικότητα είναι εισαγωγής. Οι σπόροι είναι εισαγωγής, δεν έχουμε ντόπιους παρά μόνο σε μικροκαλλιέργειες, τα λιπάσματα είναι εισαγωγής, τα ζώα, μπορεί να τα μεγαλώνουμε εμείς αλλά είναι υβρίδια. Ανέβηκαν οι τιμές στους σπόρους, στην ενέργεια, στα λιπάσματα, στα φάρμακα».

Οπως εξηγεί ο κ. Μακρής, «ο αγρότης θα ανεβάσει τις τιμές για να μπορέσει να ζήσει. Κι εμείς, αγοράζουμε ακριβά, πουλάμε ακριβά, αγοράζουμε φθηνά, πουλάμε φθηνά. Η λιανική πώληση είναι «αμορτισέρ» μεταξύ της χονδρικής πώλησης και της παραγωγικής διαδικασίας και του καταναλωτή. Οσο για τα εισαγόμενα (και όχι μόνο τα τρόφιμα), υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες που ανεβάζουν τις τιμές: από το πρόβλημα της μεταφοράς και το θέμα των γεωπολιτικών στρατηγικών, μέχρι την αύξηση των τιμών της ενέργειας και το θέμα της προσφοράς και της ζήτησης».

Ο κ. Μακρής ανέφερε χαρακτηριστικά το παράδειγμα δύο ειδών διατροφής των οποίων η τιμή παρουσιάζει μεγάλη αύξηση. «Στα αμνοερίφια, για παράδειγμα, λόγω Brexit (και όχι μόνο), η παραγωγή είναι μικρή και παγκοσμίως παρουσιάζεται έλλειψη. Οι δικοί μας παραγωγοί, λοιπόν, προτιμούν να τα εξάγουν, αφού μπορούν να πετύχουν καλές τιμές. Από την άλλη, στο ελαιόλαδο η φετινή παραγωγή δεν ήταν μεγάλη, άρα η τιμή αναμένεται να αυξηθεί».

Το κόστος στέγης

Η στέγη και η μετακίνηση είναι οι κατ’ εξοχήν τομείς που επηρεάζονται άμεσα από την κατακόρυφη αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, της ενέργειας και του πετρελαίου θέρμανσης. Ο κ. Λεχουρίτης μάς μίλησε για μια καταγγελία καταναλωτή κατοίκου διαμερίσματος 80 τ.μ., ο οποίος έλαβε λογαριασμό για 25 ημέρες χρήσης φυσικού αερίου 247,5 ευρώ, κάτι που μεταφράζεται σε ημερήσιο κόστος 10,69 ευρώ (σε μια εποχή που δεν είχαμε ακόμη μεγάλο ψύχος). Σε μια μικρή πολυκατοικία 6 διαμερισμάτων στο Κουκάκι ο συνήθης λογαριασμός φυσικού αερίου των 250 ευρώ έφτασε τα 600 ευρώ.

Αντίστοιχες αυξήσεις διαπιστώνουν και όσοι έχουν παραλάβει λογαριασμούς ενέργειας – για παράδειγμα, σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Κυψέλη όπου κατοικούν δύο ηλικιωμένοι οι οποίοι χρησιμοποιούν το ρεύμα μόνο για φωτισμό, λίγη τηλεόραση και μαγείρεμα μία φορά την ημέρα καλούνται να πληρώσουν 650 ευρώ αντί για τα 200 που πλήρωναν συνήθως. Οσον αφορά τα ενοίκια, σύμφωνα με τον κ. Αγγελο Σκιαδά, δικηγόρο του Πανελληνίου Συλλόγου Προστασίας Καταναλωτών, από πληροφορίες των μελών τους διαπιστώνουν ότι οι ιδιοκτήτες ζητούν αυξήσεις περίπου 30% σε σχέση με τα ισχύοντα μισθώματα κατοικιών, ενώ στην επαγγελματική στέγη οι αυξήσεις κατά μέσο όρο φθάνουν το 20%.

Οι επιπτώσεις της πανδημίας

Τόσο ο κ. Λεχουρίτης από το ΙΝΚΑ όσο και μεμονωμένοι καταναλωτές με τους οποίους μιλήσαμε αναφέρθηκαν και σε ένα έκτακτο κόστος που δεν ήταν προγραμματισμένο στον οικογενειακό προϋπολογισμό: τα τεστ (PCR, self και rapid), απολυμαντικά και μάσκες. Το κόστος της πανδημίας προστίθεται σε έναν ήδη ασφυκτικό οικονομικό προϋπολογισμό, επιβαρυμένο από την αύξηση των τροφίμων, της κίνησης, της διαμονής κ.λπ. Αρκεί να σκεφθεί κανείς πόσα ξοδεύει, για παράδειγμα, μια τετραμελής οικογένεια μόνο για τις μάσκες KN95, οι οποίες είναι μιας χρήσης και κοστίζουν περίπου 1 ευρώ η καθεμία…

 

Το κόστος της επικοινωνίας

Μιλήσαμε για τα βασικά, τα οποία όμως δεν είναι και μοναδικά. Μελετώντας την Ερευνα Καταναλωτών που έκανε τον Δεκέμβριο του 2021 ο ΣΕΛΠΕ, το 26% του μηνιαίου εισοδήματος καταναλώνεται σε αγορές προϊόντων, το 30% σε λογαριασμούς, το 15% σε ενοίκια, το 20% σε φόρους, το 14% σε εισιτήρια, εστίαση κ.λπ. Μιλώντας για λογαριασμούς: μελετώντας κανείς τα στοιχεία της Eurostat διαπιστώνει ότι η χώρα μας έχει τον δεύτερο υψηλότερο δείκτη στις επικοινωνίες στην Ευρώπη (173,4), αμέσως μετά τη Νορβηγία (175,8).

Πληρωμές λογαριασμών εκ περιτροπής και κυνήγι προσφορών

Μέσα σε ένα τόσο ζοφερό οικονομικό περιβάλλον, το ερώτημα είναι πώς μπορεί να ανταποκριθεί ο καταναλωτής. Με το δεδομένο ότι οι μισθοί και οι συντάξεις παραμένουν στα ίδια επίπεδα, όταν δεν μειώνονται, αλλά οι υποχρεώσεις έχουν πάρει την ανηφόρα, η κατάρτιση του οικογενειακού προϋπολογισμού αποτελεί σπαζοκεφαλιά. «Δεν υπάρχει κάτι με σταθερή τιμή» λέει στο «Βήμα» η Κ.Μ., συνταξιούχος που ζει με τον επίσης συνταξιούχο σύζυγό της. «Το διαπιστώνω κάθε φορά που πηγαίνω για ψώνια στο σουπερμάρκετ. Τώρα περιμένω με τρόμο τον λογαριασμό της ΔΕΗ, γιατί εδώ και δύο χρόνια χρησιμοποιούμε κλιματιστικό για θέρμανση, καθώς δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στην πολυκατοικία για να αγοράσουμε πετρέλαιο». Το απόθεμα για μια ώρα ανάγκης που είχαν κάνει με τον σύζυγό της όταν δούλευαν έχει πια εξαϋλωθεί προ πολλού και ούτε λόγος για τη δημιουργία νέου. Η ίδια αγοράζει μόνο τα απολύτως απαραίτητα ύστερα από ενδελεχή έρευνα αγοράς. «Κάποτε ψωνίζαμε και κάποια παραπάνω, αν βρίσκαμε προσφορές. Αυτό πια είναι παρελθόν. Τώρα ψωνίζουμε τόσα όσο να μην πετάμε τίποτα» λέει.

Το ίδιο κάνει και η κόρη της που ζει με τον σύζυγο και τον τετράχρονο γιο τους στην Περιφέρεια. «Ψάχνει και όπου βρει σε προσφορά το γάλα του μικρού αγοράζει μεγάλες ποσότητες. Εχει ανακαλύψει και μια ιστοσελίδα που κάνει σύγκριση στις τιμές και τη συμβουλεύεται». Είναι και κάτι ακόμα που τη στενοχωρεί ιδιαίτερα. Το γεγονός ότι δεν μπορεί πλέον να είναι συνεπής στις οικονομικές της υποχρεώσεις. «Ενώ κάποτε πληρώναμε τακτικά τα κοινόχρηστα και τους λογαριασμούς μας, τώρα αφήνουμε έναν μήνα τα κοινόχρηστα και τα πληρώνουμε τον επόμενο που δεν θα έχουμε λογαριασμό νερού, για παράδειγμα. Τον άλλο μήνα θα αφήσουμε απλήρωτο το τηλέφωνο ή θα κάνουμε δόσεις στο ρεύμα. Δεν γίνεται όμως διαφορετικά, δεν βγαίνουμε. Οι περισσότεροι στον κύκλο μου έτσι τα βγάζουμε πέρα» λέει.

Στη λύση της εκ περιτροπής πληρωμής λογαριασμών έχει καταφύγει και ο Κ.Ζ. Χαμηλόμισθος ο ίδιος αλλά και η σύζυγός του προσπαθούν να μη λείψει κάτι από τη μικρή τους κόρη. Δεν μπορούν να κάνουν οικονομία στο νερό ή στο ρεύμα. Αναγκαστικά λοιπόν πληρώνουν άλλοτε τον έναν λογαριασμό και άλλοτε τον άλλον.

Η Ε.Φ., συνταξιούχος που ζει με τον σύζυγό της, έχει την έγνοια και του νοικοκυριού του γιου της που είναι χαμηλόμισθος. «Τα ψώνια έχουν καταντήσει μια πολύπλοκη διαδικασία, που απαιτεί μεγάλη εγκεφαλική λειτουργία, το έχω αναγάγει σε επιστήμη» επισημαίνει γελώντας. Ψάχνει και βρίσκει τις προσφορές. Οταν βρει κάποια καλή, ψωνίζει και στρώνεται στην κουζίνα. «Ολη μέρα μαγειρεύω» λέει. «Τις προάλλες βρήκα προσφορά στα κοτόπουλα. Σκέφτηκα, προβληματίστηκα και αγόρασα αρκετά για να κάνω κοτόπιτες – να πάρει ο γιος μου για σνακ στη δουλειά, η εγγονή μου στο σχολείο –, να ετοιμάσω για εμάς κοτόπουλο βραστό, για λόγους υγείας. Ολη τη μέρα καταστρώνω σχέδια για να καλύψω τις οικογενειακές μας ανάγκες, να αντικαταστήσω ό,τι έχει τελειώσει όσο πιο οικονομικά μπορώ, να σκεφτώ τι συνδυασμούς θα κάνω. Το αισθάνομαι σαν μια προσφορά στην οικογένειά μου, η οποία όμως απαιτεί όλο μου τον χρόνο και τη σκέψη».