Φοβηθήκατε, αλήθεια, μήπως δεν πραγματοποιηθεί ούτε εφέτος το Φεστιβάλ;

«Βεβαίως. Ως την τελευταία στιγμή δεν γνωρίζαμε τι θα γίνει με τις κλειστές αίθουσες, άρα με την Πειραιώς 260, όπου παρουσιάζεται πάνω από το 50% των παραγωγών μας. Δεν είχαμε πρωτόκολλα έως τον Απρίλιο-Μάιο ίσως. Δεν μπορούσαμε να ανακοινώσουμε χωρίς να είμαστε σίγουροι. Υπήρχε τεράστια ανασφάλεια και για τα ξένα σχήματα, ξεκινώντας από τις οδηγίες για τις πτήσεις, που άλλαζαν συνεχώς – είχαμε πάνω από 1.000 ανθρώπους από το εξωτερικό.

Ολη η ομάδα προγραμματισμού, Διοίκησης, οργάνωσης, εκτέλεσης παραγωγής είχε να αντιμετωπίσει ένα σισύφειο έργο. Εκεί που είχες σπρώξει ως την κορυφή τον βράχο, κατρακυλούσε πάλι. Το υπουργείο Πολιτισμού υποστήριξε τις τελικές αποφάσεις μας και την υλοποίηση ενός ανεπανάληπτου εγχειρήματος. Είμαι πολύ ευγνώμων σε όλη την ομάδα του Φεστιβάλ. Από το στάδιο σχεδιασμού έως την ταξιθεσία δούλεψαν όλοι ακάματα, με την πίστη ότι θα τα καταφέρουμε, παρά τη μεγάλη ανασφάλεια».

Πώς αντιμετωπίστηκε αυτή η ανασφάλεια;

«Σε αυτές τις θέσεις πρέπει κανείς να παίρνει συχνά σημαντικές αποφάσεις υπό μεγάλη πίεση, χωρίς να φοβάται να είναι δημιουργικός. Εδώ, μετά από συσκέψεις με τη Διοίκηση, με την οποία έχουμε μια καταπληκτική συνεργασία, και την εξαιρετική Τεχνική Διεύθυνση του Φεστιβάλ, το ζήτημα λύθηκε πρώτα-πρώτα με την απόφαση της μετατροπής των θεάτρων της Πειραιώς σε θερινά. Μετά, με τη μετάθεση του ξένου προγράμματος το φθινόπωρο, για να εξασφαλίσουμε καλύτερες συνθήκες (πτήσεις, φιλοξενίες). Ολα αυτά τώρα ακούγονται ίσως απλά, αλλά κρύβουν τον μόχθο όλων των εργαζομένων από πίσω. Επιπλέον, έχω τεράστια στήριξη από τον πρόεδρο Δημήτρη Πασσά και όλο το ΔΣ, καθώς και από τον γενικό διευθυντή, κ. Καπλάνη».

Πήρατε ωστόσο ένα ρίσκο;

«Ναι, και πολύ μεγάλο. Γιατί δεν ξέραμε αν μετά το καλοκαίρι θα ήταν τελικά χειρότερα τα πράγματα. Θυμίζω ότι πέρυσι 20 Σεπτεμβρίου σταμάτησαν όλες οι εκδηλώσεις. Πήραμε το ρίσκο και ευτυχώς μας βγήκε, με δυσκολίες φυσικά. Είχαμε υποσχεθεί στους καλλιτέχνες ότι οι παραγωγές που ακυρώθηκαν πέρυσι, εφέτος θα πραγματοποιηθούν. Θέλαμε να τους στηρίξουμε, έστω και με δυσμενείς οικονομικούς όρους για το Φεστιβάλ.

Ετσι κι αλλιώς είχαμε να παλέψουμε με τη μειωμένη χωρητικότητα. Εκ των πραγμάτων, όμως, ήταν μια καλή απόφαση. Παρουσιάσαμε 72 από τις 80 προγραμματισμένες παραγωγές. Ομως για δεύτερη χρονιά είχαμε ένα Φεστιβάλ με περιορισμούς, ειδικές οδηγίες για τους καλλιτέχνες επί σκηνής και το κοινό να προσέρχεται με κάποιον φόβο. Δώσαμε όμως ένα στίγμα, όπως και πέρυσι, ότι με καλή οργάνωση, σωστή διαχείριση, όλοι παραμένουν ασφαλείς. Ενα στίγμα που νομίζω ότι έδωσε ώθηση και σε άλλες διοργανώσεις».

Ηταν και μεγάλης διάρκειας…

«Το τόσο εκτενές του Φεστιβάλ δεν ήταν, ούτε είναι στα σχέδιά μας, δεν σκοπεύουμε να το επαναλάβουμε. Αλλά αποφασίσαμε ότι στη ζυγαριά βαραίνει η στήριξη του καλλιτεχνικού κόσμου που χειμάζεται. Οταν ανέλαβα το Φεστιβάλ, ήθελα να είναι πιο σύντομο και πυκνότερο – αυτή είναι η προσδοκία μας. Ελπίζω του χρόνου που είναι η τρίτη χρονιά να μπορέσω να κάνω, για πρώτη φορά, ένα πρόγραμμα ακριβώς όπως το θέλω».

Ο μεγάλος αριθμός παραγωγών λειτούργησε αρνητικά για το κοινό;

«Δεν νομίζω ότι ο αριθμός αποθάρρυνε τον κόσμο στην Πειραιώς. Ολοι ήταν πολύ διψασμένοι να ξαναδούν ζωντανό θέαμα. Λάβαμε εξαιρετικά θερμή ανταπόκριση – τολμηρές πρωτοβουλίες, όπως ο αντισυμβατικός «Κύκλος 1821″, αγκαλιάστηκαν από κοινό και ειδικούς.

Για την Επίδαυρο πρώτα-πρώτα να πω ότι κατ’ εξαίρεση επετράπη αυτός ο αριθμός παραγωγών. Το ΚΑΣ ορίζει ως μέγιστο τις οκτώ. Πράγματι, όμως, η τόσο μεγάλη έκταση επηρέασε αρνητικά – ήταν και τριήμερα, σκόρπισε ο κόσμος. Για να πούμε την αλήθεια, η Επίδαυρος κοστίζει. Βοήθησαν όμως πολύ τα πούλμαν που βάλαμε από την Αθήνα. Η Επίδαυρος χρειάζεται έμπρακτη στήριξη και από τους τοπικούς φορείς. Για το μέλλον εγώ θα προέκρινα έναν διάλογο με τον Δήμο Επιδαύρου.
Ο κόσμος τίμησε με ενθουσιασμό και τις εκδηλώσεις στη μικρή Επίδαυρο.

Η Επίδαυρος πιστεύω ότι πρέπει να διαθέτει μια ενδιαφέρουσα μείξη καλλιτεχνικών ρευμάτων και γλωσσών, και το Φεστιβάλ οφείλει να παίρνει αποφάσεις, πρωτίστως καλλιτεχνικές. Για εμάς παραμένει πολύ σημαντικό να μην κάνουμε παραστάσεις μόνο με γνώμονα την εμπορική τους απήχηση. Αλλιώς δεν θα ήμασταν Φεστιβάλ. Ενας ιδιώτης παραγωγός στοχεύει και στις εισπράξεις από την περιοδεία και πολύ καλά κάνει – άλλωστε τους οφείλουμε πολλά, ιδιαιτέρως εφέτος, γιατί πήραν μεγάλο ρίσκο. Εμείς είμαστε ένας κρατικός φορέας, επιδοτούμενος για την καλλιτεχνική ανάπτυξη».

«Εμπορικά» οι τρεις ενδιαφέρουσες παραγωγές σας στην Επίδαυρο δεν πήγαν καλά…

«Σίγουρα αυτού του είδους τα ανοίγματα χρειάζονται χρόνο για να «δείξουν». Είμαι πολύ ικανοποιημένη από την απήχηση. Πιστεύω ότι είναι μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Εισπράξαμε μεγάλο ενθουσιασμό. Είχαν έναν προσανατολισμό διαφορετικό: του Μιχαήλ Μαρμαρινού μεταξύ άλλων πρότεινε ένα άγνωστο έργο του Σοφοκλή, τους «Ιχνευτές», της Αργυρώς Χιώτη οι «Βάτραχοι» ήταν μία νέα σκηνοθετική φωνή για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, του Οστερμαϊερ ο «Οιδίπους», ένα εντελώς νέο έργο, ενταγμένο στον κύκλο «Contemporary Ancients», στη σύγχρονη, δηλαδή, δραματουργική αντιμετώπιση και μεταγραφή των αρχαίων έργων».

Οικονομικά, πώς κινήθηκε το Φεστιβάλ;

«Είναι μια πολύ ιδιαίτερη χρονιά, τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα με καμία άλλη. Θα πρέπει να περιμένουμε τον επίσημο απολογισμό. Πιστεύω όμως ότι σε ένα πολύ δύσκολο έτος για κάθε πολιτιστική δραστηριότητα, θα είναι σχετικά ισορροπημένος. Είχαμε εκτεταμένες δαπάνες λόγω COVID-19, ενώ μοιραία η χρονική επιμήκυνση επιβάρυνε και το κόστος. Από την άλλη, οι παραστάσεις έπαιζαν με το επιτρεπόμενο 60-65% χωρητικότητας μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ανασφάλειας και φόβου».

Το καλοκαίρι είχατε επίσης φωτιές, ακυρώσεις, βροχές. Πώς αντιδράσατε;

«Με γρήγορα αντανακλαστικά, ψυχραιμία – κάτι που χαρακτηρίζει όλη την ομάδα, καλή συνεννόηση με όλα τα μέρη και τέλος με την αποδοχή ότι κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα ελέγξεις.

Η αλήθεια είναι ότι στα δύο χρόνια που βρίσκομαι σε αυτή τη θέση έχω να αντιμετωπίσω, εννέα στα δέκα, εξαιρέσεις, περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης. Κάνοντας χιούμορ λέω ότι έχω πλέον ειδίκευση στο crisis management. Είναι σημαντικό όμως ότι η βασική ομάδα του Φεστιβάλ είναι πεπειραμένη. Απαρτίζεται από ανθρώπους που, οι περισσότεροι, είναι πολλά χρόνια στον θεσμό. Κι ας είμαστε εμείς μια νέα Διοίκηση, η συνεργασία πήγε πολύ καλά».

Σας έχει πιστωθεί αυτό;

«Για να είμαι ειλικρινής, όχι».

Τι σας οδηγεί σε αυτό το «όχι»;

«Δεν θα ήθελα να το προσδιορίσω τόσο στενά, αν πρόκειται δηλαδή για μία μερίδα του Τύπου. Είναι μια προσωπική αίσθηση που βγαίνει και από όλες αυτές τις δυσκολίες που περάσαμε για να τα καταφέρουμε – πράγματα που φαίνονται αυτονόητα, δεν είναι. Μιλάμε για εγχείρημα μιας κλίμακας που όμοιά της δεν διαθέτει η χώρα. Η περιπλοκότητα αυτή, μαζί με την CΟVID-19, έχει πολλά πλοκάμια. Ταυτόχρονα, το Φεστιβάλ τόλμησε να κάνει διάφορες τομές, καλλιτεχνικές, σχεδιασμού, ακόμα και εσωτερικές, διοικητικές. Πιστεύω ότι θα φανεί πως είναι για καλό του Οργανισμού – να περάσει σε μια νέα εποχή. Για παράδειγμα, καταρτίστηκε για πρώτη φορά ένα οργανόγραμμα, μετά από περίπου 25 χρόνια που έχει αποσπαστεί το Φεστιβάλ από τον ΕΟΤ. Ηρθαμε σε ένα πολύ σύγχρονο κτίριο. Υπάρχει μια αναδιάρθρωση που στοχεύει στην ανταπόκριση των προκλήσεων, των απαιτήσεων και των δυσκολιών ενός δημόσιου φορέα με διεθνή όμως αποστολή».

Νιώθετε μια επιφυλακτικότητα στο πρόσωπό σας; Μια νέα γυναίκα, αρκετά σκληρή, που αντεπεξέρχεται…

«Οχι, δεν νομίζω. Το ποια είμαι, το ήθος μου, την καλλιτεχνική μου ταυτότητα, τα γνωρίζουν όλοι όσοι βρίσκονται στον χώρο, κι ας μην είχα θεσμική θέση έως τώρα. Ηταν γνωστές η προσωπικότητα, οι επιλογές μου, η προσήλωσή μου στο θέατρο, το πάθος με το οποίο δουλεύω, ο σεβασμός προς τους συνεργάτες μου, με τους οποίους είναι γνωστό ότι διατηρώ μακροχρόνιες, ουσιαστικές συνεργασίες. Αλλά, όπως συνηθίζω να λέω, συχνά, γνωρίσματα που θεωρούνται προτερήματα για έναν άνδρα σε ηγετική θέση, για μια γυναίκα θεωρούνται αφύσικα μειονεκτήματα.

Με είπατε σκληρή, εγώ θα έλεγα ότι είμαι ανθεκτική κι έχω ένα πείσμα. Είμαι όμως πάντοτε ευγενής. Λειτουργώ με εντιμότητα. Μια πολύ τιμητική αποστολή που μου έχει ανατεθεί, επιθυμώ να τη φέρω εις πέρας με τον καλύτερο τρόπο. Επιπλέον, ως χαρακτήρας δεν κάμπτομαι εύκολα από τις δυσκολίες. Η ζωή με έχει μάθει να προχωρώ παρά τα δραματικά μου βιώματα. Προσήλθα σε αυτή τη θέση με μεγάλη λαχτάρα να προσφέρω κάτι νέο στην ιστορία του Φεστιβάλ, να συνομιλήσω με την καλλιτεχνική κοινότητα εντός και εκτός Ελλάδας».

Τότε;

«Τα πράγματα θέλουν τον χρόνο τους. Η αλήθεια είναι ότι και η πανδημία δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις. Δεν θα ήταν άστοχο να πούμε ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος βρίσκεται σε μια θέση ευθύνης αυτομάτως θεωρείται ότι ανήκει στο αντίθετο στρατόπεδο. Δεν γνωρίζω και κανέναν καλλιτεχνικό διευθυντή που να μην έχει περάσει και περιόδους αμφισβήτησης, συγκρούσεων. Είναι θέσεις που τραβάνε τη σύγκρουση – αποδεικνύεται και ιστορικά. Βεβαίως και η κριτική είναι ευπρόσδεκτη, αλλά μην ξεχνάμε ότι ουσιαστικά εφέτος ήταν η πρώτη μας χρονιά. Πολλές φορές η αυστηρότητα εξαντλείται στην κριτική.

Ξέρω ότι ορισμένοι είναι επιφυλακτικοί επειδή είμαι γυναίκα, επειδή είμαι νέα (η νεότερη που ανέλαβε ποτέ το Φεστιβάλ), επειδή είμαι Ευαγγελάτου, επειδή δεν είμαι κομματικοποιημένη. Συχνά ο κόσμος, όταν δεν μπορεί να σε κατατάξει, ενοχλείται. Τι τρέλα!

Αυτή ήταν πάντα η πορεία μου, το διατηρώ, είναι η ταυτότητά μου. Εχω τη χαρά και την τιμή να έχω συνομιλήσει για θέσεις ευθύνης και με αυτή και με την προηγούμενη κυβέρνηση. Εγώ ήρθα εδώ να κάνω μια δουλειά όσο καλύτερα μπορώ – αυτό νομίζω ότι κάνω. Αντιλαμβάνομαι ότι η θέση μου επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ελληνική καλλιτεχνική κοινότητα και για αυτό παραμένω ανοιχτή στον διάλογο. Εξάλλου είμαι και εγώ ενεργό μέλος αυτής της κοινότητας. Ηταν μια πρώτη, δύσκολη χρονιά, με μεγάλη πίεση, ένταση, διαρκή αβεβαιότητα».

Προετοιμάζεστε για του χρόνου;

«Βεβαίως. Ο προγραμματισμός ενός διεθνούς Φεστιβάλ γίνεται το αργότερο ενάμιση-δύο χρόνια πριν. Εχουμε ξεκινήσει από πέρυσι. Αν μιλάμε για κανονικές συνθήκες, η επιδίωξη είναι ένα Φεστιβάλ συμπυκνωμένο, δυναμικό. Οπως το ήθελα από την αρχή».

Μιλήστε μου για την εκδοτική πρωτοβουλία.

«Εφέτος, για πρώτη φορά το Φεστιβάλ προσκλήθηκε στη Διεθνή Εκθεση της Φρανκφούρτης και παρουσίασε τις εκδόσεις του. Μεγάλη χαρά. Αγαπώ πολύ το βιβλίο και ως αντικείμενο.
Η σχέση μου με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία είναι μεγάλης αγάπης από τα παιδικά μου χρόνια.

Είχαμε μια πολύ ωραία συνεργασία με το εκδοτικό τμήμα του Φεστιβάλ, τις εκδόσεις Νεφέλη, τον Δημήτρη Παπάζογλου που σχεδίασε τη νέα εταιρική ταυτότητα και επιμελήθηκε τις εκδόσεις στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Το εκδοτικό κομμάτι μάς ενδιαφέρει πολύ – περιλαμβάνεται άλλωστε στους ιδρυτικούς σκοπούς του Φεστιβάλ.

Θα συνεχιστεί και του χρόνου, όπως και ο κύκλος «Contemporary Ancients» στη μικρή Επίδαυρο, με νέες αναθέσεις έργων, εκδόσεις – είχε μεγάλη απήχηση. Αλλη μια τομή που αντιμετωπίστηκε αρχικά με επιφύλαξη αλλά τελικώς, κατά κοινή ομολογία, ήταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Τώρα, με χαρά προχωράμε στο 2022».