Γράφει ο Γιώργος Παππάς
Εναν μήνα πριν από τις εκλογές στις 26 Σεπτεμβρίου, η ρευστότητα και οι ανατροπές είναι το κύριο χαρακτηριστικό του προεκλογικού τοπίου στη Γερμανία, είναι το προανάκρουσμα της αποχώρησης της Ανγκελα Μέρκελ έπειτα από 16 χρόνια στην καγκελαρία της Γερμανίας.
Η τελευταία, μεγάλη ανατροπή έφερε πρώτο κόμμα τους Σοσιαλδημοκράτες. Για πρώτη φορά έπειτα από 15 χρόνια το SPD είναι στις δημοσκοπήσεις μπροστά από τη δεξιά Χριστιανική Ενωση (CDU-CSU). Στις μετρήσεις που δημοσιεύονται από το περασμένο Σάββατο, το SPD του Ολαφ Σολτς σκαρφάλωσε στο 23%, η Χριστιανική Ενωση (CDU-CSU) του Αρμιν Λάσετ έπεσε στο 22%-23%, ενώ οι Πράσινοι με την Αναλένα Μπέρμποκ υποχώρησαν στο 17%-18%. Από τα υπόλοιπα κόμματα, οι Φιλελεύθεροι (FDP) κινούνται στο 12%-13%, το ακροδεξιό AfD στο 10%-11%, H Αριστερά (Die Linke) ουραγός με 6%-7%. Στην προσωπική σύγκριση των υποψηφίων προηγείται με μεγάλη απόσταση των άλλων δύο συνυποψηφίων του Αρμιν Λάσετ και Αναλένα Μπέρμποκ.
«Ο Σολτς επωφελείται από τις αδυναμίες των αντιπάλων του», εξηγεί στους ξένους ανταποκριτές της ένωσης VAP ο Μάνφρεντ Γκίλνερ, διευθυντής του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Forsa, το οποίο κατέγραψε πρώτο την πρωτιά του SPD. Η δημοσκοπική εκτίναξη της υποψήφιας καγκελαρίου Μπέρμποκ ξεφούσκωσε γρήγορα με τα λάθη της, συμπαρασύροντας και τους Πράσινους που ξεπερνούσαν κατά πολύ το SPD, είχαν περάσει μπροστά και από τη δεξιά Χριστιανική Ενωση. Εκτός των προσωπικών λαθών, η Μπέρμποκ και οι Πράσινοι δεν κατάφεραν να κεφαλαιοποιήσουν τη σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με τις καταστροφικές πλημμύρες του Ιουλίου στη Δυτική Γερμανία. «Η Μπέρμποκ δεν έχει καμία πιθανότητα πλέον να ξαναπιάσει τα ποσοστά των προηγούμενων μηνών», πιστεύει ο Γκίλνερ.
Υπέρ του Σοσιαλδημοκράτη Σολτς λειτουργεί επίσης το γεγονός ότι ο Χριστιανοδημοκράτης αντίπαλός του Αρμιν Λάσετ δεν έχει την υποστήριξη ούτε καν του δικού του στρατοπέδου. Βγήκε τραυματισμένος από τη μάχη της ηγεσίας του CDU, κερδίζοντας οριακά την προεδρία του κόμματος. Ακολούθησε η «φάση εθισμού» με τον Λάσετ, λέει ο Γκίλνερ, που σταθεροποίησε τα ποσοστά του CDU-CSU οδηγώντας στον επαναπατρισμό δεξιών ψηφοφόρων που είχαν κινηθεί προς τους Πράσινους. Αλλά η κακή διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού και οι ατυχείς εμφανίσεις του στις πλημμύρες του καλοκαιριού επανέφεραν την εικόνα του Λάσετ ως άβουλου πολιτικού που δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Τώρα, εξηγεί ο Γκίλνερ, καταγράφεται μετακίνηση ψηφοφόρων της Δεξιάς όχι μόνο στους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, αλλά και προς το SPD. «Αυτό είναι το μυστικό των ημερών», λέει ο διευθυντής του Forsa: ψηφοφόροι του Κέντρου που ψήφιζαν CDU προτιμούν τώρα καγκελάριο τον Σολτς ακόμη και αν πρόκειται να ψηφίσουν SPD. O Σολτς καταφέρνει να είναι ο υποψήφιος που έχει και αξιοποιεί με επιτυχία το «μπόνους» του αντικαγκελάριου. Αυτός εμφανίζεται ως πραγματικός πολιτικός κληρονόμος της Μέρκελ και όχι ο υποψήφιος του κόμματός της Αρμιν Λάσετ. Στα μάτια της πλειοψηφίας των Γερμανών, ο Σολτς είναι εκείνος που μπορεί να συνεχίσει τη μετριοπαθή πολιτική γραμμή της Μέρκελ.
Στον Αρμιν Λάσετ και την Αναλένα Μπέρμποκ μένει λιγότερο από ένας μήνας για να αναστρέψουν το κλίμα. Στους μήνες που προηγήθηκαν υπήρξαν πολλές ανατροπές. Ο Αρμιν Λάσετ έχει δείξει ότι μπορεί να μάχεται μέχρι την τελευταία στιγμή κόντρα στο ρεύμα και στο τέλος να κερδίζει, όπως συνέβη στις τελευταίες εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, το 2017. Ωστόσο, τότε είχε απέναντί του τον πολιτικό αντίπαλο της Χριστιανοδημοκρατίας, το SPD, και την τοπική πρωθυπουργό Χανελόρα Κραφτ. Σήμερα η αμφισβήτηση προέρχεται από το ίδιο του το κόμμα. Μόνο το 22% των Γερμανών πιστεύει ότι μπορεί να αναστρέψει το κλίμα. Ακόμα και στον δικό του πολιτικό χώρο η πλειονότητα, το 57% των οπαδών του CDU και το 65% των οπαδών του CSU, δεν πιστεύει στην αλλαγή του πολιτικού κλίματος.
Η κακή εικόνα των δημοσκοπήσεων τροφοδοτεί εκ νέου την υποφώσκουσα εσωτερική αμφισβήτηση του Λάσετ και αναθερμαίνει τη σεναριολογία για αλλαγή του υποψήφιου καγκελαρίου της Χριστιανικής Ενωσης ακόμη και στην τελική ευθεία για τις εκλογές, με αντικατάσταση του Λάσετ από τον δημοφιλή, πρωθυπουργό της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ. «Οχι, ο κύβος ερρίφθη», δήλωσε ο γραμματέας του CSU Μάρκους Μπλούμε στην εφημερίδα «Μπιλντ», ωστόσο στη Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU) της Βαυαρίας πολλοί είναι εκείνοι που ελπίζουν ακόμα για τον Μάρκους Ζέντερ.
Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας θεωρούσε έτσι κι αλλιώς ότι ο ίδιος θα ήταν ο καλύτερος υποψήφιος καγκελάριος της Χριστιανικής Ενωσης, αλλά υποχρεώθηκε να αποδεχτεί την πρωτοκαθεδρία του προέδρου του μεγαλύτερου αδελφού κόμματος CDU. Τώρα τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου Givey δείχνει ότι 70% των οπαδών της δεξιάς Χριστιανικής Ενωσης θέλουν την αντικατάσταση του Αρμιν Λάσετ από τον Μάρκους Ζέντερ.
Ο Ολαφ Σολτς είναι ο μόνος που χαίρεται αυτό το διάστημα με τις δημοσκοπήσεις. «Είναι καλό που υπάρχει τόσο μεγάλη ενίσχυση για το SPD. Με συγκινεί ιδιαίτερα πόσο πολλοί με εμπιστεύονται να ηγηθώ της επόμενης κυβέρνησης», σχολίασε ο Σολτς τα δημοσκοπικά ευρήματα.
Για να φράσει εδώ πέρασε από σαράντα κύματα. Υπέμεινε με στωικότητα την ήττα του στη μάχη για την προεδρία του SPD και τα δηκτικά σχόλια όταν το κόμμα του δεν τον θεωρεί ικανό για πρόεδρό του αλλά ικανό για καγκελάριο της χώρας. Οταν ξεκίνησε την πορεία προς την καγκελαρία, αντιμετωπιζόταν με οίκτο, η επίμονη δήλωσή του ότι θα γίνει καγκελάριος της Γερμανίας προκαλούσε θυμηδία. Τώρα εμφανίζεται να είναι το φαβορί για την καγκελαρία.
Ο Σολτς σχεδίασε και κάνει έναν προεκλογικό αγώνα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Πέρασε φίμωτρο στο αριστερόστροφο δίδυμο της ηγεσίας του SPD, Μπόργιανς και Σάσκια Εσκεν. Είναι ο «φοίνικας που αναγεννάται από τις στάχτες του» έγραψε γερμανός σχολιαστής, στην πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και αυστηρής στοχοπροσήλωσης. Από το 2018 που αποφάσισε να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία στο Αμβούργο και να επιστρέψει στην κεντρική ομοσπονδιακή πολιτική σκηνή έθεσε έναν στόχο, τον οποίο ακολουθεί αταλάντευτα: το χρίσμα του υποψήφιου καγκελάριου του SPD και μετά την καγκελαρία. Προετοίμασε το έδαφος αμέσως μετά την ήττα του Μάρτιν Σουλτς στις προηγούμενες εκλογές. Το πρώτο βήμα ήταν η απόφαση να παραμείνει το SPD στην κυβέρνηση. Ο Σολτς ήταν η εγγύηση για το κυβερνητικό έργο, η πρόεδρος του SPD Αντρέα Νάλες φρόντισε για την ηρεμία στο κόμμα. Τη θέση του πολυπράγμονα Ζίγκμαρ Γκάμπριελ στο υπουργείο Εξωτερικών πήρε ο σχετικά αφανής Χάικο Μάας, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στον αντικαγκελάριο, υπουργό Οικονομικών Ολαφ Σολτς.
Προσηλωμένος στον στόχο της καγκελαρίας
Δεν έχασε από τα μάτια του τον στόχο της καγκελαρίας ακόμα και μετά την ήττα στην εσωκομματική μάχη για την προεδρία του SPD. Περίπου 85% των μελών του SPD καταψήφισαν τον Σολτς, έδωσαν την προεδρία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο άγνωστο αριστερό δίδυμο του κυνηγού φοροφυγάδων Νόρμπερτ Βάλτερ Μπόργιανς και της Σάσκια Εσκεν, η πολιτική εμπειρία της οποίας δεν είχε ξεπεράσει την αντιπροεδρία των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων Βάδης – Βυρτεμβέργης. O Βάλτερ Μπόργιανς θεωρούσε ότι το SPD δεν χρειάζεται καν υποψήφιο καγκελάριο στις εκλογές. Και η Σάσκια Εσκεν δεν τον θεωρούσε αρκετά Σοσιαλδημοκράτη, ονειρευόταν συγκυβέρνηση με Πράσινο καγκελάριο.
Ο Σολτς όμως έμεινε σταθερός στον στόχο της καγκελαρίας, ακόμα και όταν τα ποσοστά του SPD έμεναν βαλτωμένα στο 14%. Ο ίδιος είχε πάντα καλύτερη εικόνα από το κόμμα του. «Πρέπει τα ποσοστά του κόμματος να πλησιάσουν εκείνα του υποψήφιου καγκελάριου» απαντούσε σε όσους επέμεναν στην κακή εικόνα των δημοσκοπήσεων. Στον προεκλογικό αγώνα απέφυγε τα λάθη των αντιπάλων του, αλλά και των προκατόχων του.
Ο Ολαφ Σολτς είναι ο μόνος υποψήφιος καγκελάριος του SPD που υπερασπίστηκε το κυβερνητικό του έργο και διεκδίκησε την εξαργύρωσή του στις εκλογές. Ολοι οι προηγούμενοι θεωρούσαν καταναγκασμό την κυβερνητική τους συμμετοχή, κατέβαιναν στις εκλογές προπαγανδίζοντας την επιθυμία να περάσουν στην αντιπολίτευση για να ξαναβρεί, δήθεν, η Σοσιαλδημοκρατία την αριστερή καρδιά της. Η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία με ιστορία 150 χρόνων, και πλέον, ήταν στον καλύτερο δρόμο να περάσει οριστικά στα αζήτητα της Ιστορίας.
Το SPD είναι «το κόμμα της εποχής», προπαγανδίζει τώρα ο Σολτς. Ακούγεται παράξενα για ένα κόμμα που θεωρούνταν γερασμένο και ξεγραμμένο, βυθισμένο για χρόνια στην ομφαλοσκόπηση. Ο Σολτς προσπαθεί να το βγάλει από τον λήθαργο με μια απλή, κωδικοποιημένη, πολιτική πρόταση: κατώτατο ωρομίσθιο 12 ευρώ, ενίσχυση της κατοικίας με 400.000 νέα σπίτια τον χρόνο, ουδέτερη κλιματικά οικονομία. Η Χριστιανική Ενωση, λέει ο Σολτς, «δεν θέλει την αλλαγή και οι Πράσινοι δεν μπορούν να την περάσουν».
H αριθμητική των δημοσκοπήσεων, αν επαληθευτεί στις εκλογές, θα οδηγήσει αναγκαστικά σε τρικομματική κυβέρνηση της Γερμανίας, με όλα τα σενάρια μετεκλογικών συνεργασιών ανοιχτά. Το μοντέλο της τρικομματικής κυβέρνησης, επισημαίνει ο Γκίλνερ, είναι «novum» για τη Γερμανία, που είχε μεταπολεμικά πάντα δικομματικές κυβερνήσεις. Τώρα τα ποσοστά δύο κομμάτων δεν επαρκούν, θα χρειαστεί και τρίτος εταίρος.
Ετσι, το βασικό δίλημμα μετά τις εκλογές θα είναι εάν ο καγκελάριος της τρικομματικής κυβέρνησης θα προέρχεται από το SPD ή από το CDU-CSU. Τις περισσότερες πιθανότητες έχει σήμερα ο Σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς.
Ο Σολτς δεν είναι δημεγέρτης, δεν συνεπαίρνει τα πλήθη. Αλλά εκπέμπει σταθερότητα και σιγουριά σε μια συγκυρία γενικότερης αστάθειας και ανασφάλειας. Η αποχώρηση της Μέρκελ έπειτα από 16 χρόνια στην καγκελαρία, λέει ο Γκίλνερ, «αφήνει ένα μεγάλο κενό στο αίσθημα ασφάλειας» που είχαν οι Γερμανοί για την προστασία τους από εσωτερικές και εξωτερικές κρίσεις – τραπεζική κρίση, ευρωκρίση, Προσφυγικό, κορωνοϊός. Ο μόνος από τους υποψήφιους που μπορεί να καλύψει αυτό το κενό είναι ο σημερινός αντικαγκελάριος Ολαφ Σολτς. Είναι και αυτή μια παράμετρος που οδήγησε στη νεκρανάσταση της Σοσιαλδημοκρατίας που ύστερα από 16 χρόνια μπορεί να ελπίζει ξανά σε νίκη με καγκελάριο τον Ολαφ Σολτς.