Η επέτειος της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 μάς βρίσκει σε μια δυσχερή καμπή της επιβίωσης του ελληνισμού. Επανάσταση χαρακτηρίστηκε το σύνολο των αγώνων των προγόνων μας κατά του οθωμανικού ζυγού, προκειμένου να επιβιώσει το έθνος και να δημιουργήσει ένα νέο κράτος. Ήταν η απόδειξη ότι το επιζών έθνος μόνο ελεύθερο θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει. Η επανάσταση είναι κοινωνική ανάγκη, διεκδικεί με τρόπο ριζικό και απόλυτο και όσον αφορά στην νεοελληνική κοινωνία δεν υφίσταται απλά ως αιτία πανηγυρισμού με «άρτον και θεάματα», αλλά ως ευχή και κατάρα που κατατρέχει κάθε χρονική στιγμή στο νεότερο βίο της. Είναι επίκαιρο όσο ποτέ, στην αχαρτογράφητη εποχή που διανύουμε, να συνειδητοποιήσουμε τις επαναστάσεις που δεν κάναμε.

Δεν επαναστάτησε κανείς ενάντια στον ατομικισμό, τη φιλαυτία, στην παθητικότητα και την αποστασιοποίηση από τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, στην καταβαράθρωση του κράτους πρόνοιας, στην αδιαφορία για τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας. Δεν επαναστάτησε κανείς ενάντια στην καταστρατήγηση των ελευθεριών, στο λαϊκισμό, στην απαξίωση της πολιτικής ζωής, στο πελατειακό σύστημα, στην εργαλειοποίηση του διχασμού, στην κομματοκρατία, στον ακρωτηριασμό του συνδικαλιστικού κινήματος, στη δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Δεν έγινε εκπαραθύρωση δημαγωγών πολιτικών, επειδή πολλές δεκαετίες τώρα υπονομεύουν τη δημοκρατία, καπηλεύονται τις κοινοβουλευτικές αξίες, ικανοποιούν βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες απαξιώνοντας τον πολιτικό χώρο, ούτε αντιστέκεται κανείς στην προπαγάνδα και στη χειραγώγηση των συστημικών μέσων ενημέρωσης από επιτήδειους «μεσσίες».

Δεν επαναστάτησε κανείς για τη δυσφήμιση και το διασυρμό της χώρας στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, για τον υποσκελισμό της παραγωγικής βάσης, για την υπονόμευση κάθε προσπάθειας ανάκαμψης, επειδή εμφιλοχωρούν αντιπαραθέσεις και υπάρχει πολιτικό κόστος (κάθε εκατό χρόνια η Ελλάδα χρεωκοπεί για τους ίδιους ακριβώς λόγους, το γνωρίζουν όσοι έχουν ιστορική μνήμη). Δεν αντέδρασε κανείς επειδή οι ένοπλες δυνάμεις και η εθνική στρατηγική απειλούνται από εσωτερικούς εχθρούς και όχι από την τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα. Ούτε κανείς αντιστάθηκε στο φανατισμό και την επικράτηση ακραίων ιδεολογιών που προέκυψαν είτε από δεξιά είτε από αριστερά, σε μια πεζοδρομιακή θεώρηση τόσο του παρελθόντος, όσο και του παρόντος, ακροβατώντας στο μεταίχμιο του υποκόσμου. Ούτε κανείς αντέδρασε στην απογύμνωση των πολιτών από τον δημοκρατικό οπλισμό τους παραμένοντας βορά των αδηφάγων μηχανισμών χειραγώγησης.

Δεν επαναστάτησαν οι διδάσκοντες και οι διδασκόμενοι για την κρίση του θεσμού της εκπαίδευσης, για την έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, τις αναχρονιστικές μεθόδους διδασκαλίας, για την έλλειψη διασύνδεσης με την αγορά εργασίας, για την διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας των γεγονότων, με συνέπεια τον δογματισμό και τη μισαλλοδοξία, την υιοθέτηση στερεοτύπων, τη διαιώνιση της ευθυνοφοβίας, της μοιρολατρίας και της ψυχολογικής εξάρτησης. Δεν έγινε επανάσταση ενάντια στην εξαχρείωση των πολιτών, στην αποθάρρυνση από κάθε αισθητική, εσωτερική αναζήτηση, στην ιδεολογική σύγχυση και στον πνευματικό μαρασμό.

Πατριωτισμός δεν είναι μόνο η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας, η ανάσχεση των εξωτερικών συμφερόντων και ο αλυτρωτισμός αλλά και ο εξορκισμός κάθε εθνικιστικού βρικόλακα που στοιχειώνει την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό. Να αποκτήσουμε πίστη σε μια νέα Ελλάδα, συνειδητό φορέα της κληρονομιάς της, που θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του έθνους με την αξιοποίηση των νέων επιστημόνων, την τεχνογνωσία, την διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, την επένδυση σε δομές. Να βρισκόμαστε σε συνεχή γόνιμο διάλογο με το παρελθόν, να αξιοποιούμε δημιουργικά στοιχεία της παράδοσής, να είμαστε συνειδητοί φορείς της βαρύτατης κληρονομιάς μας, ώστε να επιτευχθεί ο υμέναιος του παραδοσιακού με το σύγχρονο – αποφεύγοντας την προγονολατρία και την προοδοπληξία –  οδηγώντας στη μακροβιότητα του πολιτισμού μας.

Να αντισταθούμε στη ναρκισσιστική εμμονή και την ψευδαισθησιακή υπεροχή της καταρρέουσας κοινωνίας μας και να πιστέψουμε ότι τελικά το έθνος έχει τις δυνάμεις να αναγεννήσει το κράτος και όχι το αντίστροφο. Να απαλλαγούμε από τη βαθιά ριζωμένη αυταπάτη ότι η ισοπέδωση των ταυτοτήτων και η πολτοποίηση των εθνικών πολιτισμών θα οδηγήσουν στην παγίωση της ειρήνης και της δημοκρατίας. Να συμμετέχουμε σε υπερεθνικούς θεσμούς και συνεργασίες σεβόμενοι την αξιοπρέπεια και την ιδιαιτερότητα του έθνους και του πολιτισμού μας, να συγκεράσουμε την εθνική ταυτότητα με τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό. Η πίστη σε νέες κινητήριες δυνάμεις θα είναι το επαναστατικό διακύβευμα του 21ου αιώνα.

Να αποσυνδέσουμε την ιστορική και πολιτισμική μνήμη από την πολεμική εμπειρία αποκλειστικά. Να συνειδητοποιήσει ο Έλληνας ότι επαναστάτης, γενναίος και αντισυμβατικός γίνεσαι όχι μόνο όταν απειλείται η εξωτερική ελευθερία, αλλά και όταν υπονομεύεται η εσωτερική, από υπολανθάνοντες παράγοντες όπως οι σειρήνες του υλιστικού προτύπου, η προπαγάνδα κάθε είδους, η παθητικότητα, η αδράνεια. Να διδαχτούμε από τα ιστορικά μας λάθη, να μην αναγορεύουμε τους μύθους σε αντικειμενική αλήθεια, να απορρίψουμε τις ιδεολογικές ακροβασίες, τον ακραίο πατριδοκάπηλο εθνικισμό γεφυρώνοντας τον «καημό της ρωμιοσύνης» με την ευρωπαϊκή Ελλάδα. Να αγαπήσουμε και να σεβαστούμε τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα και την κλασική, ανθρωπιστική μας παιδεία και στον δρόμο που χάραξαν ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Παλαμάς ας είμαστε «μόνοι, γυρεύοντας τον άνθρωπο» όπως εξήγησε ο Σεφέρης διαφοροποιούμενος σαφώς από την εθνικιστική δημαγωγία.

Και στο ξύπνημα της Φυλής (όρος του ίδιου) ας γίνει τούτη η επέτειος αφορμή για αναστοχασμό της εθνικής μας υπόστασης και ας καταστήσουμε τις νέες γενιές στυλοβάτες μιας σύγχρονης παλιγγενεσίας, ώστε να γίνουν οι Έλληνες αλληλέγγυοι, ασφαλείς, δημιουργικοί, με πίστη στην πρόοδο και την ευημερία, εμφορούμενοι από εθνική υπερηφάνεια για μια Ελλάδα αντάξια των προγόνων και άξια των απογόνων της. Αυτή είναι η μοίρα μας, όπως έγραψε ο Καζαντζάκης : «το πρώτο χρέος εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους, το δεύτερο να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο χρέος είναι να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Είναι χρέος μας να πάρουμε το δρόμο που ακολουθεί η ράτσα μας χιλιάδες χρόνια τώρα : τον Ανήφορο».

*Η κυρία Σοφία Μαργαρίτη, φιλόλογος – συγγραφέας εκδόσεων Ζήτη