Η αναπτυξιακή κατεύθυνση σε παγκόσμιο επίπεδο είναι βαθιά συνδεδεμένη με τον ενεργειακό μετασχηματισμό και την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

Στην Ευρώπη, η πράσινη μετάβαση είναι ο βασικότερος άξονας των χρηματοδοτήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, προσεγγίζοντας το 40% του συνόλου των χρημάτων που θα δοθούν. Μάλιστα, τα κράτη-μέλη συμφώνησαν να μετατρέψουν την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σε Τράπεζα Κλίματος της Ενωσης, για να υποστηρίξουν στον μέγιστο βαθμό αυτή την προσπάθεια της πράσινης ανάκαμψης, με στόχο την ενεργοποίηση 1 τρισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία.

Ομως, η πορεία της μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου δε μπορεί να λογίζεται απλώς σαν ένας αγώνας ταχύτητας για την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών (ανανεώσιμων, υδρογόνου, ηλεκτρικών οχημάτων κ.ά). Πρέπει να αποτελεί έναν διαρκή αγώνα σύνθεσης μέσα από ανοιχτά συστήματα «συν-διαμόρφωσης».

Πώς υλοποιείται μια τέτοια προσπάθεια στην πράξη;

Ας πάρουμε το παράδειγμα της μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή στη χώρα μας. Σύμφωνα και με τη διεθνή εμπειρία, προϋπόθεση για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι η ενεργός συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, τόσο κατά τη φάση κατάρτισης του σχεδίου μετάβασης, όσο και κατά την υλοποίησή του.

Αντί όμως της ουσιαστικής συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών για τη διαμόρφωση ενός προωθητικού και δίκαιου σχεδίου, η προσπάθεια περιορίστηκε σε μια τυπική διαβούλευση. Ετσι, το περίφημο «master plan» που αναπτύχθηκε δεν διατυπώνει κανένα όραμα για την επόμενη ημέρα στις λιγνιτικές περιοχές. Αποτελεί απλά ένα άθροισμα επενδυτικών σχεδίων που δεν θεραπεύουν το άμεσο και πιεστικό πρόβλημα της επιβίωσης των κατοίκων των περιοχών. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση, έχοντας μια βιασύνη να απεμπλακεί από τις πολύ σοβαρές κοινωνικο-οικονομικές προκλήσεις της απολιγνιτοποίησης, αμέλησε να προχωρήσει οργανωμένα στις απαραίτητες εξειδικεύσεις μέσα από τα εδαφικά σχέδια δίκαιης μετάβασης, που αποτελούν το βασικό όχημα πρόσβασης στις σχετικές χρηματοδοτήσεις.

Το ίδιο πρόβλημα συναντάται και στις ανανεώσιμες πηγές. Η προώθησή τους έχει ως στόχο να μετασχηματίσει το ενεργειακό μας σύστημα και να καταστήσει τον απλό καταναλωτή σε αυτοπαραγωγό ενέργειας. Ο ρόλος των ανανεώσιμων άλλωστε, λόγω του αποκεντρωμένου χαρακτήρα τους, είναι από τη φύση του μεταρρυθμιστικός. Αντί όμως για αυτό, επιλέγεται τελικά η εγκαθίδρυση ενός μοντέλου Σαχάρας/Ασίας (ερημοποίησης/υποβάθμισης εργασιακών δικαιωμάτων) στους μέχρι τώρα λιγνιτικούς δήμους και η προώθηση φαραωνικών έργων δισεκατομμυρίων στην υπόλοιπη επικράτεια.

Αυτός άλλωστε είναι ένας βασικός λόγος που υπάρχουν τόσο σημαντικές αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες. Οι κάτοικοι των περιοχών είναι «αποκλεισμένοι», όχι μόνο από αυτές τις μεγάλες επενδύσεις στις ανανεώσιμες, αλλά και από τις μικρότερες, καθώς τα δίκτυα χαμηλής και μέσης τάσης είναι κορεσμένα σχεδόν σε όλη χώρα, αδυνατώντας να απορροφήσουν την παραγόμενη καθαρή ενέργεια. Την ίδια ώρα, τα μεγάλα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα συνδέονται κανονικά στην υψηλή τάση και προχωρούν με ταχύτητα. Η αύξηση του διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου, μέσα από τον εκσυγχρονισμό των δικτύων, και η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτόν από όλους τους πολίτες είναι θεμελιώδες ζήτημα ενεργειακής δημοκρατίας.

Ενα άλλο, άμεσα συναρτώμενο πρόβλημα είναι η «ενεργειακή φτώχεια», που προσδιορίζεται διεθνώς ως η αδυναμία πρόσβασης σε βασικές ενεργειακές υπηρεσίες, όπως είναι ο ηλεκτρισμός, το φυσικό αέριο, η θέρμανση, η ψύξη κ.ά. Ενα πρόβλημα που εντάθηκε στην οικονομική κρίση. Περίπου 11% του πληθυσμού της Ευρώπης (πάνω από 50 εκατομμύρια πολιτών) πλήττεται από την ενεργειακή φτώχεια, με το ποσοστό εκείνων που αδυνατούν να κρατήσουν το σπίτι τους ζεστό να ανέρχεται στο 7%. Στη χώρα μας το ποσοστό αυτό φτάνει στο 18%.

Στις στρατηγικές κατευθύνσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δεν υπάρχει πρόβλεψη για μια εθνική στρατηγική πρόληψης και καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση. Η μοναδική δράση που εφαρμόζεται είναι η επιδότηση του πετρελαίου θέρμανσης για τους οικονομικά ασθενέστερους, εγκλωβίζοντάς τους στην ενεργειακή επαιτεία. Αντίθετα, η πολιτεία πρέπει να έχει ως κύρια επιλογή την εξοικονόμηση ενέργειας και την παροχή δωρεάν φωτοβολταϊκών πάνελ ή μεριδίων σε ενεργειακές κοινότητες, για να παράγουν οι ίδιοι οι ενεργειακά ευάλωτοι πολίτες την καθαρή ενέργεια που καλύπτει τις ανάγκες τους.

Δράσεις που προωθούν στην πράξη την ενεργειακή δημοκρατία καταπολεμούν την ενεργειακή φτώχεια και προωθούν την ανανεώσιμη κοινωνική πολιτική αντί να επιδοτούν τα ορυκτά καύσιμα.

Οι πολιτικές κινητοποίησης της κοινωνίας για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση τέτοιων δράσεων είναι αυτές που θα κυριαρχήσουν την επόμενη ημέρα.

*Ο κ. Χάρης Δούκας είναι αν. καθηγητής στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, ΕΜΠ