Η εικόνα που μεταδίδει στον συνομιλητή του ο Πάολο Τζεντιλόνι είναι αυτή της ηρεμίας και της αίσθησης ενός ανθρώπου που όχι μόνο γνωρίζει άριστα το αντικείμενό του, αλλά ξέρει και με ποιον τρόπο θα εξηγήσει τις λεπτομέρειες και θα κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Αυτή η αίσθηση είναι μάλιστα έντονη ακόμη και διαδικτυακά!

Στην αποκλειστική συνέντευξη την οποία παραχώρησε στο «Βήμα» από το, γεμάτο έγγραφα, γραφείο του στις Βρυξέλλες λίγες ημέρες πριν τη νέα χρονιά, ο επίτροπος για την Οικονομία εκφράζει την άποψη ότι η ενωμένη Ευρώπη είναι ένας από τους νικητές της κρίσης που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορωνοϊού. Χαρακτηρίζει μάλιστα την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) ως μία «ήρεμη υπερδύναμη», η οποία έδειξε, μέσα από τις δύσκολες αποφάσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης και για την ανάδειξη της σημασίας της κλιματικής αλλαγής, ότι μπορεί να ασκήσει ηγεσία.

Ο κ. Τζεντιλόνι δεν παύει φυσικά να είναι ρεαλιστής. Αναγνωρίζει ότι η έξοδος από την πανδημία και την παρελκόμενη βαθιά οικονομική κρίση δεν θα είναι εύκολη και η αβεβαιότητα μοιάζει με μία πυκνή ομίχλη που δεν επιτρέπει να δει κανείς πολύ μακριά. Ο «αθόρυβος άνθρωπος» της ιταλικής πολιτικής, όπως τον είχε χαρακτηρίσει το BBC όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία της Ιταλίας, ξεκαθαρίζει πάντως ότι το προσεχές εξάμηνο θα είναι κρίσιμο τόσο στο πεδίο της επιτυχίας των εμβολιασμών όσο και στην εφαρμογή των αποφάσεων για τον επταετή κοινοτικό προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε τα πρώτα κονδύλια να αρχίσουν να ρέουν πριν από το επόμενο καλοκαίρι.

Ταμείο Ανάκαμψης και Πολυετές  Δημοσιονομικό Πλαίσιο

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πανδημία έπληξε σοβαρά την ευρωπαϊκή οικονομία. Σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση του Eurogroup στις 16 Δεκεμβρίου για τα προσχέδια προϋπολογισμού των κρατών-μελών για το 2021, προβλέπεται μία πτώση του ΑΕΠ ύψους 8% για το 2020, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, σε συνδυασμό με χαμηλό πληθωρισμό. «Μπορούμε ήδη να πούμε ότι δεν είχαμε μία ανάκαμψη σε μορφή V. Είχαμε μία ισχυρότερη του αναμενομένου ανάκαμψη κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου, η οποία στη συνέχεια ακολουθήθηκε από περισσότερες δυσκολίες στο τέταρτο τρίμηνο. Ωστόσο θα πρέπει να πούμε ότι τόσο η ιδέα μιας άμεσης ανάκαμψης υπό τη μορφή V όσο και αυτή μιας διπλής ύφεσης δεν ήταν ακριβείς» τονίζει ο συνομιλητής μας.

Μετά από μία αρχική στιγμή αμηχανίας, όταν ενέσκηψε ο κορωνοϊός τον προηγούμενο χειμώνα, η ΕΕ αποφάσισε να κινηθεί δυναμικά – ιδιαίτερα από τη στιγμή που φάνηκε ότι η διαχείριση της πανδημίας αποκλειστικά σε εθνική κλίμακα δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει τις λύσεις που ήταν απαραίτητες για να ανασχεθούν οι πρωτοφανείς συνέπειές της τόσο στον υγειονομικό τομέα (όπου σημειωτέον η ΕΕ δεν έχει αρμοδιότητες) όσο, κυρίως, στην οικονομία. Το δεύτερο κύμα «χτύπησε» την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο μετά το, μάλλον ανέμελο, καλοκαίρι, αλλά «υπάρχουν δύο λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι» σημειώνει ο εξ Ιταλίας ορμώμενος επίτροπος. «Κατ’ αρχάς, εγκρίναμε τα σχέδια για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Fund – RRF) αλλά και για το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (Multiannual Fiscal Framework – MFF), καθώς υπερβήκαμε τα βέτο και βρισκόμαστε πια στη διαδικασία της υλοποίησης».

Πρόκειται για κομβική εξέλιξη. «Το RRF θα έχει ιδιαίτερη θετική επίπτωση για όσους κυρίως επλήγησαν, ενώ ορισμένες χώρες θα λάβουν πολύ περισσότερα χρήματα σε σχέση με το ΑΕΠ τους» εξηγεί ο κ. Τζεντιλόνι. Ανάμεσα στις χώρες αυτές συμπεριλαμβάνεται και «η Ελλάδα που είναι, πιστεύω, ο τρίτος μεγαλύτερος αποδέκτης κονδυλίων. Αρκεί νομίζω να σας πω ότι το Next Generation EU θα έχει, κατά μέσο όρο, μία επίδραση ύψους 2% επί του ΑΕΠ για τα επόμενα τρία χρόνια. Ο δεύτερος λόγος αισιοδοξίας», προσθέτει, «είναι το εμβόλιο, αν και δεν πρέπει να δίνουμε την εντύπωση ότι η έγκριση των εμβολίων είναι το ίδιο πράγμα με την πραγματοποίηση των εμβολιασμών. Η ανάκαμψη», παραδέχεται, «θα είναι ένα μακρύ ταξίδι. Οι πρώτοι έξι μήνες του 2021 θα είναι απολύτως κρίσιμοι τόσο για την εφαρμογή του Next Generation EU όσο και για τον εμβολιασμό».

Τα πρώτα κονδύλια μεταξύ τέλους  της άνοιξης και αρχής του θέρους

Η αγωνία είναι πάντως μεγάλη για την ταχύτητα με την οποία τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα αρχίσουν να διοχετεύονται προς τα κράτη-μέλη. Ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία αναμένει περί τα 32 δισεκατομμύρια ευρώ, τα χρήματα αυτά θα αποτελέσουν ανάσα αλλά και ευκαιρία για αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλο. «Ελπίζω ότι τα πρώτα κονδύλια θα αρχίσουν να ρέουν κάποια στιγμή μεταξύ του τέλους της άνοιξης και της αρχής του θέρους. Αυτό μεταφράζεται ότι θα ξεκινήσουν να δίνονται πριν από την παύση για το καλοκαίρι» λέει ο κ. Τζεντιλόνι. Ο δρόμος που έπρεπε και πρέπει να διανυθεί είναι δύσβατος.

«Από την πρώτη στιγμή που η Επιτροπή κατέθεσε την πρότασή της στο τραπέζι, περί τα τέλη Μαΐου, είχαμε στη συνέχεια μία πολύ δύσκολη απόφαση στη Σύνοδο Κορυφής στα τέλη Ιουλίου και ακόμη περισσότερες δυσκολίες με τα δύο βέτο (σ.σ.: της Ουγγαρίας και της Πολωνίας) πριν από λίγες εβδομάδες. Οι δυσκολίες ωστόσο δεν θα σταματήσουν καθώς πρέπει να αποφασίσουμε επί των νέων ιδίων πόρων και να αξιολογήσουμε τα εθνικά σχέδια» προβλέπει. Ο ίδιος πάντως δηλώνει «πεπεισμένος ότι η έκδοση των κοινών μας ομολόγων στις χρηματαγορές, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία των επικυρώσεων, θα είναι επιτυχημένη. Η εμπειρία που είχαμε με το πρόγραμμα SURE τον Νοέμβριο ήταν μάλλον εντυπωσιακή καθώς καλύφθηκε η ζήτηση κατά 14 φορές. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε πλέον έναν νέο παίκτη στις χρηματαγορές με τα ομόλογα σε ευρώ».

Η ελληνική κυβέρνηση ήταν από τις πρώτες που κατέθεσαν στην Κομισιόν το προσχέδιό τους για το Ταμείο Ανάκαμψης. «Το ελληνικό σχέδιο είναι αρκετά συνεκτικό και ακολουθεί, σε γενικές γραμμές, το σωστό μείγμα μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που ζητήσαμε από τα κράτη-μέλη» παρατηρεί ο κ. Τζεντιλόνι. Παρατηρεί επίσης ότι «την ίδια στιγμή, το ύψος των οικονομικών πόρων για τα προτεινόμενα σχέδια είναι μεγαλύτερο από τους πόρους με βάση το RRF, ενώ η επιλογή και η διευκρίνιση των κοινοτικών κονδυλίων που θα δοθούν συνεχίζεται. Η πρόκληση-κλειδί είναι να δούμε μπροστά, να εκσυγχρονίσουμε τις οικονομίες μας και να το πράξουμε με έναν περιβαλλοντικά βιώσιμο τρόπο, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουμε μία έκτακτη κατάσταση και μία πανδημία».

Οι πολιτικές κατά της πανδημίας και οι προεκτάσεις

Δεν υπάρχει πάντως αμφιβολία ότι η κίνηση της ΕΕ με το Ταμείο Ανάκαμψης έχει πυροδοτήσει μεγάλη συζήτηση για το αν συνιστά ένα κομβικό βήμα προς στενότερη ολοκλήρωση – και με βαθιές πολιτικές προεκτάσεις. Παράλληλα, έχουν βρεθεί ήδη στο τραπέζι ιδέες, όπως αυτή του ιταλού πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε, για διαγραφή των χρεών που θα προκύψουν από την πανδημία. Εκ φύσεως προσεκτικός, ο ιταλός επίτροπος επιδιώκει να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση και να περιγράψει όσα συμβαίνουν με τρόπο ολιστικό.

«Πιστεύω ότι η ευρωπαϊκή απάντηση στην πανδημία ήταν ισχυρή και ταχεία. Αυτό έκανε τη διαφορά σε σχέση με μία απάντηση του τύπου “πολύ λίγο, πολύ αργά” την οποία δώσαμε στην προηγούμενη κρίση της ευρωζώνης. Η ισορροπία την οποία βρήκαμε ήταν σαφής. Ενεργοποιήσαμε τη ρήτρα γενικής διαφυγής (general escape clause) του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και ενθαρρύναμε όλα τα κράτη-μέλη να διατηρήσουν τις υποστηρικτικές τους πολιτικές, επειδή μία πρόωρη απόσυρσή τους θα ήταν πολύ επικίνδυνη. Επαναλάβαμε επίσης», εξηγεί, «ότι χώρες με υψηλό και πολύ υψηλό χρέος θα έπρεπε να συνεχίσουν να έχουν στο μυαλό τους ότι, μεσοπρόθεσμα, το χρέος τους πρέπει να επανέλθει σε καθοδική πορεία. Δεν είναι αυτή η στιγμή», διευκρινίζει με έμφαση, «να συζητήσουμε το μέλλον των δημοσιονομικών κανόνων.

Και τούτο όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά επίσης επειδή δεν θέλουμε να εισαγάγουμε διαιρετικές συζητήσεις ενώ εφαρμόζουμε την κοινή μας απάντηση. Υπάρχει και ένας πιο ουσιαστικός λόγος: η αβεβαιότητα είναι ακόμη πολύ υψηλή για να πούμε πότε θα “απο-πυροδοτήσουμε” τη ρήτρα γενικής διαφυγής. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα. Πότε θα επιστρέψουμε στα προ πανδημίας επίπεδα του ΑΕΠ; Θα συμβεί αυτό το 2022 ή αργότερα; Η πρόβλεψη είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Για αυτό αποφασίσαμε να αναβάλουμε την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων και θα την επανεκκινήσουμε στα μέσα του 2021».

Στην πρόσφατη ετήσια έκθεσή του για το 2020, το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (European Fiscal Board – EFB) σημείωσε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πριν από την εφαρμογή, ξανά, των υπαρχόντων δημοσιονομικών κανόνων. Σημειώνει μάλιστα ότι η πανδημία αναδεικνύει τρεις βασικές ελλείψεις στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης: α) της ύπαρξης μιας αυθεντικής και μόνιμης κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας, δηλαδή ενός προϋπολογισμού της ευρωζώνης, β) ενός απλούστερου Συμφώνου Σταθερότητας και γ) ενός μηχανισμού προστασίας δημοσίων επενδύσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη. Για τον κ. Τζεντιλόνι, «η αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων πρέπει να είναι πιο αξιοσημείωτη από ό,τι θα αναμενόταν πριν από την πανδημία, για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι θα βρεθούμε με ένα υψηλότερο χρέος, που θα κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 103% του ΑΕΠ για τα έτη 2020-2021. Αυτό δεν θα μας οδηγήσει σε μία συζήτηση επί των Συνθηκών και των όσων αυτές περιλαμβάνουν, αλλά θα μπορούσε να φέρει αλλαγές στις διαδικασίες και στη νομοθεσία. Αυτό παίρνει χρόνο. Η χειρότερη απόφαση που θα μπορούσαμε να πάρουμε», σημειώνει ο επίτροπος για την Οικονομία, «είναι να χαλαρώσουμε τους κανόνες εξαιτίας της έκτακτης κατάστασης της πανδημίας. Τώρα είναι που έχουμε ανάγκη κοινούς κανόνες, τώρα που έχουμε μία κοινή απάντηση, κοινή δημοσιονομική ισχύ και κοινούς πόρους με τους οποίους θα αποπληρώσουμε το κοινό χρέος».

«Το νέο κοινό χρέος είναι ασφαλές περιουσιακό στοιχείο»

Για έναν ρεαλιστή πολιτικό και τεχνοκράτη, όπως ο ίδιος, «όλα εξαρτώνται από τον βαθμό καινοτόμων ιδεών που μπορούμε να έχουμε, διότι αν ξεκινήσουμε από το τέλος – και με αυτό εννοώ ότι χρειαζόμαστε μία κοινή δημοσιονομική πολιτική – τότε οι κανόνες μας δεν βρίσκονται σε αυτό το σημείο». Ο κ. Τζεντιλόνι θεωρεί ότι «το εναρκτήριο σημείο θα έπρεπε να είναι διαφορετικό. Πρόκειται για αυτό που ο Μάριο Ντράγκι και η Κριστίν Λαγκάρντ έχουν επανειλημμένα επισημάνει, ότι δηλαδή αν μοιράζεσαι ένα κοινό νόμισμα, θα έπρεπε να μοιράζεσαι και ισχυρότερα εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής. Και πράγματι, εφέτος αποφασίσαμε ισχυρότερους κανόνες που αφορούν τη δημοσιονομική μας πολιτική επειδή έχουμε την Επιτροπή να εκδίδει περίπου ένα τρισεκατομμύριο ευρώ χρέους στις χρηματοοικονομικές αγορές. Αυτό συνιστά», υπογραμμίζει, «το πρώτο κοινό όπλο μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής. Κάτι νέο ήδη συμβαίνει. Θα έλεγα ότι το νέο κοινό χρέος αποτελεί ήδη ένα ασφαλές περιουσιακό στοιχείο σε ευρώ. Γνωρίζουμε ότι η πρόοδος για να δημιουργηθεί υπήρξε αμφιλεγόμενη αλλά, στο τέλος της ημέρας, αν δούμε την ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, υπάρχει ένα ξεκάθαρο μήνυμα: αν κάτι λειτουργεί, μπορεί να επαναληφθεί, ακόμη και αν ό,τι αποφασίστηκε ήταν έκτακτο και αποκλειστικά για μία φορά. Αυτή είναι η εμπειρία της οικοδόμησης της ΕΕ».

Η κατάσταση των τραπεζών και η ανησυχία για νέα NPLs

Στην παρούσα φάση, ο κ. Τζεντιλόνι εμφανίζεται ικανοποιημένος για την κατάσταση στον ευρωπαϊκό πιστωτικό τομέα. «Η κατάσταση των τραπεζών μας είναι αισθητά καλύτερα σε σχέση με την προηγούμενη κρίση. Δεν είναι δυνατόν να αποκλείσουμε ότι μία μακρόχρονη πανδημία με επαναλαμβανόμενα lockdowns θα προκαλούσε αρνητικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις, όπως π.χ. πτωχεύσεις. Αυτό δεν έχει προς το παρόν συμβεί και μάλιστα είχαμε λιγότερες πτωχεύσεις εφέτος σε σχέση με το 2019. Ο λόγος για αυτό είναι οι μεγάλες δημόσιες εγγυήσεις που έπρεπε να χορηγήσουν τα κράτη. Η πρόκληση», προσθέτει, «θα έλθει το 2021 και το 2022, όταν τα υποστηρικτικά μέτρα σταδιακά θα αποσυρθούν. Η ΕΚΤ και η Κομισιόν εργάζονται για να αποτρέψουν πιθανά προβλήματα και πρόσφατα εγκρίναμε ένα σχέδιο δράσης για τα NPLs δημιουργώντας μία δευτερογενή αγορά για αυτά και εργαζόμενοι επί πτωχευτικών κωδίκων στα κράτη-μέλη, όπου περιγράφονται και οι πιθανότητες προληπτικής επανακεφαλαιοποίησης».

«Η Ευρώπη είναι μια ήρεμη υπερδύναμη»

Ρωτάμε τον κ. Τζεντιλόνι για τη δυνατότητα της ΕΕ να αποκτήσει μία στρατηγική αυτονομία. «Η ΕΕ είναι ένας από τους νικητές ενός τρομερού 2020. Δείξαμε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μαζί αυτή την άνευ προηγουμένου κρίση. Αυτό υποβάθμισε εθνικιστικές και αντιευρωπαϊκές δυνάμεις στα κράτη-μέλη. Δεύτερον», προσθέτει, «αναφορικά με τη μείζονα πρόκληση του μέλλοντος, την κλιματική αλλαγή, η Επιτροπή καθόρισε την ταυτότητά της ήδη πριν από την πανδημία και αυτή η επιλογή, αντί να είναι ένα μοναχικό ταξίδι, επιβεβαιώθηκε ως μία αληθινή προοπτική. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον ρόλο της ΕΕ καθώς έχουμε το πλεονέκτημα ότι κινηθήκαμε πρώτοι. Δεν σταματήσαμε τη δέσμευσή μας, αλλά την επιταχύναμε. Εχουμε μία μεγάλη ευκαιρία να ασκήσουμε ηγεσία. Τρίτον, το μοντέλο των καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών και του κράτους δικαίου αντιπροσωπεύει ένα μοντέλο για όλον τον κόσμο. Εχουμε, φυσικά, τις δυσκολίες μας και τις αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα.

Τέλος», καταλήγει με έκδηλη έμφαση, «η ΕΕ θα έχει τον χρόνο που έρχεται το πλεονέκτημα μιας νέας συμπεριφοράς από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Θα έχουμε μία κοινή δέσμευση σε πολυμερείς θεσμούς όπως οι G7 και οι G20. Η συζήτηση για τη στρατηγική αυτονομία είναι σημαντική, αλλά η πραγματικότητα έδειξε στοιχεία ευρωπαϊκής ηγεσίας. Κάποιος είπε κάποτε ότι η Ευρώπη είναι μία “ήρεμη υπερδύναμη” και πιστεύω ότι χρειαζόμαστε “μία ήρεμη υπερδύναμη”».