Ο τελευταίος Σοσιαλιστής πρόεδρος της Κομισιόν ήταν ο Γάλλος Ζακ Ντελόρ. H θητεία του έληξε το 1995 και έκτοτε, για περισσότερα από 20 χρόνια, οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές δεν έχουν καταφέρει να εκλέξουν κανένα στέλεχός τους στο κορυφαίο αξίωμα της ΕΕ.

Την κρίση στη σοσιαλιστική οικογένεια, εξαιτίας της συνεργασίας της με την Κεντροδεξιά, επέτεινε η δεκαετής οικονομική κρίση. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του Σοσιαλισμού αμβλύνθηκαν, η δύναμή του συρρικνώθηκε καθώς βρίσκονται στην αντιπολίτευση σε 16 κράτη-μέλη. Το τελευταίο διάστημα έχει εμφανιστεί μια νέα απειλή: η πίεση που υφίστανται οι Σοσιαλδημοκράτες από τα αριστερά, ιδίως από τα κόμματα των Πρασίνων. Σήμερα, οι Σοσιαλιστές έχουν μονοκομματικές κυβερνήσεις μόλις σε τέσσερα κράτη-μέλη: στις σκανδιναβικές χώρες (Φινλανδία, Σουηδία, Δανία), όπου κυριαρχούν απόλυτα – με μια ιδιότυπη σοσιαλιστική ιδεολογία που έχει έντονα νεοφιλελεύθερα στοιχεία – και στη Μάλτα. Επίσης, κατέχουν το πρωθυπουργικό αξίωμα σε Πορτογαλία και Ισπανία αλλά είναι σε κυβερνητικό συνασπισμό με την Αριστερά. Ακόμα, συμμετέχουν σε πέντε κυβερνήσεις συνεργασίας (Βέλγιο, Ιταλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Τσεχία), στις οποίες όμως δεν κατέχουν τον πρωθυπουργικό θώκο.

Οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες κοιτούν αριστερά

Για πολλούς στις Βρυξέλλες οι γερμανικές εκλογές στις 26 Σεπτεμβρίου 2021 θα είναι καθοριστικές για το μέλλον και την ταυτότητα της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Εκτιμήσεις αναφέρουν ότι μια «προοδευτική στροφή» της Γερμανίας θα έχει εκλογικό αντίκτυπο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ενώ προεξοφλούν και βελτίωση των διατλαντικών σχέσεων μετά την εκλογή Τζο Μπάιντεν, συνεχίζοντας την παράδοση καλών σχέσεων των Δημοκρατικών με τους ευρωπαίους Σοσιαλιστές.

Τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) έχουν υποστεί εκλογική συντριβή. Στις επόμενες εκλογές υποψήφιος του SPD για την Καγκελαρία θα είναι ο τωρινός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς, ενώ τα σενάρια ότι οι γερμανοί Πράσινοι μπορεί να εξασφαλίσουν τη δεύτερη θέση κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Στις τελευταίες εκλογές του 2017 οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν τα χειρότερα εκλογικά ποσοστά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρά τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις για τερματισμό του «Μεγάλου Συνασπισμού» με τους Χριστιανοδημοκράτες, τελικά συμπορεύτηκαν με αυτούς.

Μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής», ο εκπρόσωπος Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του SPD Ούντο Μπούλμαν είπε ότι συνεργασία του SPD ξανά με τους συντηρητικούς ήταν «ενάντια στα συμφέροντα του κόμματος» αλλά «αναγκαία, διότι η Ευρώπη βρισκόταν σε κίνδυνο». Είπε χαρακτηριστικά: «Θα είχαμε επιτρέψει στην ισχυρότερη οικονομία της ΕΕ να γίνει ασταθής και ίσως να πέσει θύμα δεξιών δυνάμεων, σε μια στιγμή όπου η Γερμανία έπρεπε να σταθεροποιήσει την ΕΕ». Τόνισε δε ότι η παρουσία των Σοσιαλδημοκρατών στη γερμανική κυβέρνηση εν τέλει έφερε σημαντικά αποτελέσματα για την Ευρώπη, διότι εν καιρώ πανδημίας πίεσαν και ανέτρεψαν τη λογική της λιτότητας, με αποκορύφωμα το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο όπως είπε «θα επιτρέψει στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στις ευάλωτες οικονομίες να ξανασταθούν στα πόδια τους».

Ωστόσο για τις επόμενες εκλογές, σύμφωνα με τον Μπούλμαν, η συμπόρευση με τους συντηρητικούς δεν είναι επιλογή. «Κανείς από εμάς δεν ενδιαφέρεται για τη συνέχιση του μεγάλου συνασπισμού. Αρκετά. Είναι πλέον σαφές για τους Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία ότι αναζητούμε άλλες πλειοψηφίες με προοδευτικές δυνάμεις στα αριστερά» υπογράμμισε. Για τον Μπούλμαν, ο οποίος ήταν επίσης πρόεδρος της ομάδας των Σοσιαλιστών της Ευρωβουλής από τον Ιανουάριο του 2018 μέχρι τον Ιούλιο του 2019, οι Πράσινοι βρίσκονται εγγύτερα στους Σοσιαλδημοκράτες σε προγραμματικό επίπεδο, ενώ για το αριστερό Die Linke είπε ότι «πρέπει να αποφασίσει εάν θέλει να υλοποιήσει προοδευτικές πολιτικές για τη Γερμανία», διότι «υπάρχουν διαφορετικά είδη προσωπικοτήτων σε αυτόν τον σχηματισμό». Αναφερόμενος στο φιλελεύθερο Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP), είπε ότι στο παρελθόν δεν υποστήριξε την ατζέντα του κοινωνικού και οικολογικού μετασχηματισμού, ωστόσο «δεν πρέπει ποτέ να λέμε όχι, υπάρχει η ευκαιρία να μάθουν οι διαφορετικές πολιτικές ομάδες της γερμανικής Βουλής».

Σε δηλώσεις του στο «Βήμα της Κυριακής», ο αναλυτής Κάρελ Λάνου, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS), είπε ότι οι Ευρωσοσιαλιστές δεν έχουν «ξεκάθαρη αποστολή». Σχετικά με τις γερμανικές εκλογές, προέβλεψε μήνες διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, επισημαίνοντας ότι οι «φυσικοί σύμμαχοι» των συντηρητικών είναι οι Σοσιαλιστές και εάν έρθουν δεύτεροι οι Πράσινοι, τότε το ζήτημα περιπλέκεται: «Οι Χριστιανοδημοκράτες είναι παραδοσιακά συντηρητικοί και έχουν τη στήριξη της επίσης συντηρητικής βιομηχανίας. Οι Πράσινοι έχουν τελείως διαφορετική άποψη. Πώς θα μπορούσαν να πάνε αυτοί οι δύο μαζί;».

Γαλλία: Το δίλημμα του Μακρόν

Αναφερόμενος στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2022, επισήμανε ότι το δίδυμο του Εμανουέλ Μακρόν και της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν θα κυριαρχήσει εκ νέου, αλλά η εκλογική απήχηση του πρώτου θα εξαρτηθεί από τις επόμενες κινήσεις του σε επίπεδο τακτικής. Στις προηγούμενες εκλογές του 2017, οι σοσιαλιστές ψηφοφόροι απορροφήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το κεντρώο προοδευτικό κίνημα του γάλλου προέδρου και δεν φαίνεται να διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στις επόμενες εκλογές του 2022. O Λάνου φάνηκε ιδιαίτερα σκεπτικός σχετικά με την πρόσφατη δεξιά στροφή του Μακρόν, τονίζοντας ότι διακινδυνεύει να χάσει μέρος του Κέντρου. «Μπορεί να κερδίσει πολύ περισσότερα στο Κέντρο από ό,τι στρεφόμενος προς τα δεξιά, γιατί εκεί ο αγώνας είναι πολύ πιο σκληρός» υπογράμμισε ο αναλυτής, προσθέτοντας ότι αυτή τη στιγμή το κέντρο της γαλλικής πολιτικής σκηνής είναι κενό. «Αν απομακρυνθεί από το Κέντρο, θα δώσει χώρο στους Πράσινους και στους Σοσιαλιστές να το καταλάβουν» προσθέτει.

Οι «προοδευτικές» κυβερνήσεις σε Πορτογαλία, Ισπανία

Η πρόεδρος της ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στην Ευρωβουλή, Ιράτσε Γκαρθία, δήλωσε στο «Βήμα της Κυριακής» ότι πλέον υπάρχει «μια πολύ διαφορετική προσέγγιση για την κοινωνικοοικονομική κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία από αυτήν που είδαμε στην οικονομική κρίση του 2008», προσθέτοντας ότι πολλές από τις πολιτικές της τωρινής Κομισιόν είναι αποτέλεσμα των πιέσεων των Σοσιαλιστών. Η Γκαρθία διαφωνεί ότι η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία είναι σε κρίσιμο σταυροδρόμι: «Είχαμε πάντα διάφορους πρωθυπουργούς στο Συμβούλιο, είμαστε ακόμη η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και 9 στους 27 επιτρόπους ανήκουν στην πολιτική μας οικογένεια».

Αναφερόμενη στις συνεργασίες σε εθνικό επίπεδο, είπε ότι κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, τονίζοντας ότι ο αυξανόμενος κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων σε ολόκληρη την Ευρώπη αφήνει περιθώρια για μια σειρά επιλογών για την οικοδόμηση πλειοψηφιών. «Νομίζω ότι όλες οι επιλογές είναι θεμιτές, εκτός από την Ακροδεξιά, την οποία πάντα θα απορρίπτω» λέει. Εξηγεί επίσης ότι η απάντηση στην οικονομική κρίση του 2008 συνέβαλε σε αυτόν τον κατακερματισμό, με ακροδεξιά κόμματα να εμφανίζονται στον Βορρά της Ευρώπης και νέα αριστερά κόμματα να αναδύονται στον Νότο. «Γι’ αυτό είναι φυσικό να υπάρχουν τέτοιοι συνασπισμοί στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Σε αυτές τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι Σοσιαλιστές υποσχέθηκαν αλλαγή από τις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από τις προηγούμενες κεντροδεξιές κυβερνήσεις. Αυτή η αλλαγή μπορούσε να καταστεί δυνατή μόνο με κόμματα που είχαν την ίδια φιλοδοξία» δήλωσε η ισπανίδα ευρωβουλευτής και στενή σύμμαχος του ισπανού πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ. «Νομίζω ότι οι δύο εμπειρίες λειτουργούν καλά και οι κυβερνήσεις προσφέρουν αυτό που υποσχέθηκαν, ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο νεοφιλελεύθερο και συντηρητικό κατεστημένο και στα λαϊκιστικά και ξενοφοβικά κόμματα» υπογραμμίζει.

Σε επίπεδο Ευρωβουλής, η Γκαρθία είπε ότι η συνεργασία με την Αριστερά και τους Πράσινους είναι «πολύ θετική» και «εξελίσσεται με τον χρόνο». Παρά τη σταδιακή ιδεολογική σύγκλιση των κομμάτων του προοδευτικού χώρου, εντοπίζονται διαφορές στη στρατηγική. «Τα σοσιαλιστικά κόμματα έχουν μακρά ιστορία διακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης και αισθανόμαστε αυτή την ευθύνη. Ενώ έχουμε εκπροσώπηση στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, οι Πράσινοι και η Αριστερά δεν έχουν σχεδόν καμία» σημειώνει. Υπαινισσόμενη ότι η Αριστερά δεν έχει την κουλτούρα του συμβιβασμού, είπε ότι η διαφορετική προσέγγιση των Σοσιαλιστών ήταν εμφανής στην επιλογή να στηρίξουν την κεντροδεξιά Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην προεδρία της Κομισιόν υπό τον όρο να ενταχθούν στο πρόγραμμα της Επιτροπής οι προτεραιότητες των Σοσιαλιστών. «Ωστόσο», διευκρινίζει, «από τότε που ανέλαβε η νέα Επιτροπή, συχνά ψηφίζουμε μαζί με τους Πράσινους και την Ενωμένη Αριστερά. Ταυτόχρονα όμως, μια συμμαχία μόνο μεταξύ αυτών των τριών ομάδων δεν εξασφαλίζει την πλειοψηφία στην Ευρωβουλή». Πρόσθεσε ότι για να προωθηθεί μια προοδευτική ατζέντα «πρέπει να οικοδομήσουμε πλειοψηφίες στο Κοινοβούλιο και συχνά να συμβιβαστούμε».

Κενό στην Ανατολική Ευρώπη

Ενα ζήτημα που προκαλεί ιδιαίτερη ανασφάλεια στην ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά και Αριστερά είναι η αδύναμη παρουσία τους στην Ανατολική Ευρώπη. Κληθείσα να σχολιάσει αυτό το γεγονός, η Ιράτσε Γκαρθία είπε πως «με μια ευρεία έννοια μπορούμε να πούμε ότι οι πρώην κομμουνιστικές χώρες πέρασαν από μια δημοκρατική μετάβαση που τιμώρησε τα αριστερά κόμματα και έστρεψε την ισορροπία προς τα δεξιά». Πρόσθεσε ότι με την πάροδο του χρόνου τα αριστερά κόμματα ανανεώθηκαν και αποτελούν πλήρως μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας, ενώ στα δεξιά «βλέπουμε σε ορισμένες συγκεκριμένες χώρες μια πολύ ανησυχητική τάση προς τον αντιφιλελευθερισμό και την Aκροδεξιά. Αυτό υπερβαίνει τη συνηθισμένη συζήτηση Αριστεράς – Δεξιάς, διότι αγγίζει τα θεμέλια των δημοκρατιών μας».