Αγνωστες και ανεξερεύνητες πτυχές των μυστικών διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ιωσήφ Στάλιν και του Ουίνστον Τσόρτσιλ, που έλαβαν χώρα στο Κρεμλίνο τον Οκτώβριο του 1944 για τις σφαίρες επιρροής στη μεταπολεμική Ευρώπη και ειδικότερα για την Ελλάδα, φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας «Το Βήμα». Ο πρόσφατος αποχαρακτηρισμός από τη Ρωσική Ομοσπονδία της συζήτησης μεταξύ των δύο ιστορικών ηγετών, η οποία βρίσκεται στα Ρωσικά Κρατικά Αρχεία Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας, αναδεικνύει νέα ιστορικά δεδομένα και θέτει αναντίρρητα νέα ερωτήματα στους ιστορικούς, ενώ μεταβάλλει την οπτική που έχουμε για την πρόσφατη Ιστορία της Ευρώπης και της Ελλάδας.

Η μαρτυρία του Ουίνστον Τσόρτσιλ και τα βρετανικά αρχεία

Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, σε μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία του, έγραψε: «Φτάσαμε στη Μόσχα […] Και είπα «ας ρυθμίσουμε τις υποθέσεις μας στα Βαλκάνια. Εχουμε συμφέροντα, αποστολές και πράκτορες εκεί […] Οσον αφορά τη Βρετανία και τη Ρωσία, τι θα λέγατε να έχετε 90% κυριαρχίας στη Ρουμανία, 90% κυριαρχίας για εμάς στην Ελλάδα και 50-50% στη Γιουγκοσλαβία;» […] Ενώ αυτό μεταφραζόταν, το έγραψα σε μισό φύλλο χαρτιού […] Το προώθησα στον Στάλιν, ο οποίος είχε ακούσει στο μεταξύ τη μετάφραση. Υπήρξε μια μικρή παύση. Εν συνεχεία, πήρε το μπλε στιλό του και έκανε ένα μεγάλο σημείο στίξης στο χαρτί, και μας το επέστρεψε […] Εν τέλει είπα: «Δεν θα θεωρείτο μάλλον κυνικό αν φαινόταν ότι ρυθμίσαμε αυτές τις υποθέσεις, τόσο σημαντικές για τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων, με έναν τόσο πρόχειρο τρόπο; Ας κάψουμε το έγγραφο». «Οχι, κρατήστε το» απάντησε ο Στάλιν». Η ανωτέρω μαρτυρία επικαθόρισε για δεκαετίες τη θέαση των ιστορικών επί του ακανθώδους ζητήματος οριοθέτησης σαφών σφαιρών επιρροής μεταξύ των συμμάχων λίγο πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μολονότι οι διαξιφισμοί της παγκόσμιας ιστορικής κοινότητας αναφορικά με τη γνησιότητά του εγγράφου που επικαλείται ο Τσόρτσιλ δεν έπαψαν να υφίστανται έως σήμερα, το έγγραφο διασώζεται και αποχαρακτηρίστηκε από τα εθνικά βρετανικά αρχεία. Το παραθέτουμε ως έχει:

Γνήσιο αντίγραφο της «συμφωνίας των ποσοστών» με τις ιδιόχειρες σημειώσεις του Τσόρτσιλ. Πηγή: Εθνικά Αρχεία Μεγάλης Βρετανίας, The National Archives, Public Record Office (Pro), 3/66/7, φ. 169.

«Γραπτό υπόμνημα του Πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια της συζήτησης με τον Στρατάρχη Στάλιν στο Κρεμλίνο. 09.10.1944. Επισυνάπτεται η μετάφραση του διερμηνέα (το κόκκινο μελάνι προστέθηκε αργότερα).

Ρουµανία:Ρωσία90%
οι υπόλοιπες [χώρες]10%
Ελλάδα:Μεγάλη Βρετανία
(κατόπιν συµφωνίας µε τις ΗΠΑ)
90%
Λοιποί (Ρωσία)10%
Γιουγκοσλαβία:50/50%
Ουγγαρία:50/50%
Βουλγαρία:Ρωσία75%
οι υπόλοιπες [χώρες]25%»

Οπως είναι φανερό από τη φωτογραφία του εγγράφου, διακρίνεται μόνο η λέξη «ersation» που παραπέμπει προφανώς στην αγγλική λέξη «conversation», η οποία σημαίνει συζήτηση, ενώ ακριβώς πάνω στο ρουμανικό ποσοστό διακρίνεται το επιδοκιμαστικό σημείο στίξης, με μπλε μελάνι, του Ιωσήφ Στάλιν. Οσον αφορά την Ελλάδα, η φράση «κατόπιν συμφωνίας με τις ΗΠΑ» αναγράφεται με κόκκινο μελάνι και δίπλα της η λέξη «Λοιποί» είναι διαγραμμένη και στη θέση της προστέθηκε με κόκκινο μελάνι η λέξη Ρωσία.

Tα ρωσικά πρακτικά της συζήτησης Στάλιν – Τσόρτσιλ, 09.10.1944. Πηγή: РГАСПИ, 558/11/283, φύλλο 3.

Τα πρακτικά της συζήτησης και τα στοιχεία από τα ρωσικά αρχεία

Πράγματι, η συζήτηση μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν έλαβε χώρα στο Κρεμλίνο την 9η Οκτωβρίου 1944 στις 22.00 με την παρουσία των Ιντεν, Κερ, Μολότοφ και των μεταφραστών Μπερς και Παβλόφ. Οι 3 πρώτες σελίδες του πρακτικού αναφέρονται στο ζήτημα της οριοθέτησης των πολωνικών συνόρων. Εν συνεχεία, αποτυπώνονται οι διπλωματικές προσεγγίσεις των Σοβιετικών και των Βρετανών για μια σειρά πολιτικών ζητημάτων, όπως το μεταπολεμικό καθεστώς της Γερμανίας, το πολιτικό μέλλον της Ιταλίας, το καθεστώς των Στενών στα Δαρδανέλια και φυσικά τα βαλκανικά και ελληνικά ζητήματα. Η πορεία των σοβιετικών στρατευμάτων προς τη Βουδαπέστη και την Ουγγαρία ανάγκασε τον Τσόρτσιλ να επισπεύσει τη συνάντησή του με τον Στάλιν.

Δύο βασικά σημεία του ανωτέρω εγγράφου σχετίζονται άμεσα με το ελληνικό ζήτημα: Η ρητή συζήτηση αναφορικά με την Ελλάδα και η αντίστοιχη για το καθεστώς των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων (Συνθήκη του Μοντρέ). Ο Τσόρτσιλ δήλωσε ότι «υπάρχουν δύο χώρες για τις οποίες η Αγγλία ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως. Πρωτίστως είναι η Ελλάδα. Αυτός, ο Τσώρτσιλ, δεν ανησυχεί ιδιαίτερα για τη Ρουμανία. Σε μεγάλο βαθμό η Ρουμανία είναι ρωσική υπόθεση […] Ομως, όσον αφορά την Ελλάδα, η βρετανική κυβέρνηση έχει μεγάλο ενδιαφέρον για αυτή τη χώρα. Η βρετανική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα επιτραπεί στην Αγγλία να έχει αποφασιστικό λόγο στις ελληνικές υποθέσεις ακριβώς όπως έχει η Σοβιετική Ενωση στη Ρουμανία. Φυσικά, και στις ελληνικές και στις ρουμανικές υποθέσεις, η Αγγλία και η Σοβιετική Ενωση θα διατηρήσουν τη μεταξύ τους επαφή […]. Ο σύντροφος Στάλιν απαντά ότι κατανοεί πως η Μεγάλη Βρετανία έχασε πολλά από το γεγονός ότι οι δρόμοι μέσα από τη Μεσόγειο αναχαιτίστηκαν από τους Γερμανούς. Αυτός, ο σύντροφος Στάλιν, κατανοεί ότι εάν δεν εξασφαλιστεί η ασφάλεια αυτών των διόδων, τότε η Μεγάλη Βρετανία θα δεχτεί ισχυρό πλήγμα. Η Ελλάδα είναι ένα σημαντικό σημείο για τη διασφάλιση αυτών των οδών. Αυτός, ο σύντροφος Στάλιν, συμφωνεί ότι η Αγγλία πρέπει να έχει ένα αποφασιστικό λόγο στην Ελλάδα».

Οι «βρώμικες και ωμές» προτάσεις του βρετανού πρωθυπουργού

Ο Τσόρτσιλ δεν δίστασε να χαρακτηρίζει τις προτάσεις προς τους Σοβιετικούς «βρώμικες και ωμές»: «Ο Τσώρτσιλ δηλώνει ότι προετοίμασε ένα αρκετά βρώμικο και ωμό έγγραφο που δείχνει την κατανομή επιρροής της Σοβιετικής Ενωσης και της Μεγάλης Βρετανίας στη Ρουμανία, την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Ο Πίνακας συστάθηκε από τον ίδιο προκειμένου να δείξει τι σκέφτονται οι Αγγλοι επ’ αυτού του ζητήματος. Οι Αμερικανοί θα εκπλαγούν από αυτό το έγγραφο. Ομως, ο Στρατάρχης Στάλιν είναι ρεαλιστής και αυτός, ο Τσώρτσιλ, δεν διακατέχεται από συναισθηματισμό και ο Ηντεν είναι ένας πλήρως ραδιούργος άνθρωπος. Ο Τσώρτσιλ δεν έδειξε αυτό το έγγραφο στο βρετανικό υπουργικό συμβούλιο, αλλά το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο συμφωνεί συνήθως με ό,τι προτείνουν οι Τσώρτσιλ και Ηντεν. Οσον αφορά το κοινοβούλιο, το υπουργικό συμβούλιο κατέχει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, αλλά ακόμα και αν το δείξει στο κοινοβούλιο, του είναι παντελώς αδιάφορο καθώς αυτό (το κοινοβούλιο) δεν πρόκειται να καταλάβει απολύτως τίποτα εντός αυτού (του εγγράφου)».

Φωτογραφία του Ιωσήφ Στάλιν από το προσωπικό του αρχείο. Πηγή: РГАСПИ, 558/11/1647, φύλλο 54

Στη συνέχεια ο Στάλιν, πριν δώσει άμεση απάντηση στο αίτημα του συνομιλητή του, ενημέρωσε τον Τσόρτσιλ ότι έλαβε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ μήνυμα «στο οποίο ο Ρούζβελτ δηλώνει ότι επιθυμεί οι συζητήσεις μεταξύ των Στάλιν και Τσώρτσιλ να λάβουν χώρα με τη συμμετοχή του Αμερικανού πρεσβευτή Χάρριμαν ως παρατηρητή. Δευτερευόντως ο Πρόεδρος ζητά οι αποφάσεις που θα ληφθούν στη συζήτηση να έχουν προκαταρκτικό χαρακτήρα». Από τη συζήτηση διαφαίνεται η όχληση του Τσόρτσιλ ως προς το αμερικανικό αίτημα καθώς δήλωσε ότι «ως παρατηρητής ο Χάρριμαν δεν δύναται να βρίσκεται σε ισοδύναμη θέση με τον Τσώρτσιλ και τον Στρατάρχη Στάλιν». Η μη αποσαφήνιση του ρόλου των Αμερικανών μεταξύ των δύο ηγετών φανέρωνε, από τη μία πλευρά, τη διάθεση της Μόσχας να μετατρέψει τις συζητήσεις σε τριμερείς ενώ, αντιθέτως, το Λονδίνο επιθυμούσε την όσο πιο γρήγορη διευθέτηση των βαλκανικών ζητημάτων. Ταυτόχρονα, ο Στάλιν έθεσε ζήτημα όσον αφορά τη σοβιετική μελλοντική επιρροή της ΕΣΣΔ στη Βουλγαρία: «Ο σύντροφος Στάλιν λέγει ότι τα προβλεπόμενα για την Αγγλία ποσοστά στη Βουλγαρία, 25%, δεν εναρμονίζονται με τους λοιπούς αριθμούς του πίνακα. Ο σύντροφος Στάλιν θα θεωρούσε σκόπιμο να γίνουν τροποποιήσεις, δηλαδή να προβλεφθεί ποσοστό 90% για τη Σοβιετική Ενωση στη Βουλγαρία, ενώ για την Αγγλία 10%».

Η Συνθήκη του Μοντρέ, τα Δαρδανέλια και οι σοβιετικές απαιτήσεις

Ενα έτερο ζήτημα θεμελιώδους σημασίας ήταν η δυνατότητα τροποποίησης της Συνθήκης του Μοντρέ (1936) που διαρρυθμίζει τις προϋποθέσεις μετακίνησης στα Στενά των Δαρδανελίων: «[…] Ο Τσώρτσιλ μπορεί να πει ότι η βρετανική πολιτική δεν συνίσταται στον αποκλεισμό της Ρωσίας από τις θερμές θάλασσες και τους μεγάλους παγκόσμιους ωκεανούς […]  Ποιες αλλαγές, κατά την άποψη του Στρατάρχη Στάλιν, πρέπει να λάβουν χώρα στη Συνθήκη του Μοντρέ; […]. Ο σύντροφος Στάλιν απαντά ότι δεν δύναται να πει ποιες αλλαγές χρειάζονται και τι πρέπει να αντικατασταθεί στη Συνθήκη, αισθάνεται, όμως, ότι η Συνθήκη δεν ευθυγραμμίζεται με την υπάρχουσα κατάσταση και στρέφεται εναντίον της Ρωσίας. Αυτός, ο σύντροφος Στάλιν, θα ήθελε να ρωτήσει τον Τσώρτσιλ για το εάν συμφωνεί επί της αρχής ότι πρέπει να αλλάξει η Συνθήκη.

Πράγματι, μια τόσο μεγάλη χώρα όπως η Σοβιετική Ενωση δεν μπορεί να βρίσκεται υπό την απειλή ότι μια μικρή χώρα όπως η Τουρκία δύναται να κλείσει τα Στενά και να θέσει εν αμφιβόλω τις εξαγωγές, τις εισαγωγές ή την άμυνά μας. Αυτός, ο σύντροφος Στάλιν, δεν θέλει να καταπατήσει την κυριαρχία της Τουρκίας, όμως είναι αδύνατο να ανεχθεί μια τέτοια κατάσταση όπου η Τουρκία θα εκβιάζει το σοβιετικό εμπόριο και τη σοβιετική ναυσιπλοΐα […]. Ο Τσώρτσιλ απαντά ότι συμμερίζεται επί της αρχής την άποψη του Στρατάρχη Στάλιν, θεωρεί, όμως, ότι είναι καλύτερα να διαρρυθμιστεί αυτό το ζήτημα στα χαρτιά λίγο αργότερα […]. Ο Τσώρτσιλ είναι της άποψης ότι η Ρωσία πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα πρόσβασης στη Μεσόγειο θάλασσα τόσο με πολεμικά όσο και εμπορικά πλοία. Ελπίζουμε, λέγει ο Τσώρτσιλ, να δουλέψουμε επ’ αυτού του ζητήματος φιλικά με τη Σοβιετική Ενωση, θα θέλαμε, όμως, να προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα με προσεκτικά βήματα ώστε να μην τρομάξουμε την Τουρκία […]. Ο σύντροφος Στάλιν απαντά ότι δεν αναγκάζει τον Τσώρτσιλ να βιαστεί με αυτό το ζήτημα, όμως, θα ήθελε να τον προειδοποιήσει ότι ένα τέτοιο ζήτημα είναι στην ημερήσια διάταξη για τη Σοβιετική Ενωση. Αυτός, ο σύντροφος Στάλιν, θα ήθελε να αποδεχτεί ο Τσώρτσιλ ότι είναι νόμιμο να τεθεί αυτό το ζήτημα».

Από τη στιγμή που ένα εξαιρετικά νευραλγικό ζήτημα για τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ, η έξοδος του σοβιετικού στόλου στη Μεσόγειο θάλασσα, επρόκειτο να αντιμετωπιστεί από τους Βρετανούς σταδιακά, με «προσεκτικά βήματα για να μην τρομάξει η Τουρκία», η Μόσχα δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει αντιστοίχως το ζήτημα της αγγλικής επέμβασης στην Ελλάδα τμηματικά και δίχως αμετάκλητες αποφάσεις «για να μην τρομάξει την Ελλάδα»;

Η αναμνηστική φωτογραφία που απέστειλε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ στον Ιωσήφ Στάλιν, με την ακόλουθη αποκαλυπτική ιδιόχειρη αφιέρωση: «Στον στρατάρχη Στάλιν, ο οποίος, ως επικεφαλής του Ρωσικού Στρατού και της Σοβιετικής Κυβέρνησης, τσάκισε […] τη γερμανική στρατιωτική μηχανή και βοήθησε όλα τα Ηνωμένα Εθνη να ανοίξουν δρόμους για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία. Από τον φίλο του. Ουίνστον Τσόρτσιλ, Σεπτέμβριος 1944».
Πηγή: РГАСПИ,
558/11/1692, φύλλο 1.

 Οι σφαίρες επιρροής του Τσόρτσιλ και η Διεθνής Τάξη του Στάλιν

Πλήθος ιστορικών υποστηρίζουν έως σήμερα την «κοινή» απόφαση διαίρεσης των Βαλκανίων σε σφαίρες επιρροής αποκλειστικά βάσει της μαρτυρίας του Τσόρτσιλ. Η πραγματικότητα, δυνάμει των ανωτέρω αρχειακών τεκμηρίων, αποδεικνύεται πολυπλοκότερη και διαφορετική: Η αγγλική πρόταση δημιουργίας σφαιρών επιρροής απέβλεπε στην εξασφάλιση των συμφερόντων της Μεγάλης Βρετανίας μέσω του ελέγχου της Μεσογείου. Ο Στάλιν φάνηκε διατεθειμένος να συναινέσει στη βρετανική απαίτηση διατήρησης δεσπόζουσας θέσης στις ελληνικές υποθέσεις μετά την εκπλήρωση των ακόλουθων προϋποθέσεων: α. την οριστική διευθέτηση του πολωνικού ζητήματος, β. τη συμφωνία αναφορικά με το μεταπολεμικό καθεστώς της Γερμανίας και την ευρύτερη συνεννόηση αναφορικά με τη Δυτική Ευρώπη, και συγκεκριμένα με την Ιταλία και τη Γαλλία, γ. την επανεξέταση των βρετανικών προτάσεων για τα Βαλκάνια, με την αλλαγή των «ποσοστών» της σοβιετικής επιρροής στη Βουλγαρία, δ. την οριστική διευθέτηση του καθεστώτος των Στενών του Βοσπόρου μετά από τροποποίηση της Συμφωνίας του Μοντρέ. Με άλλα λόγια, τη στιγμή που η βρετανική διπλωματία επιθυμούσε διακαώς τον κατακερματισμό των Βαλκανίων σε διακριτές σφαίρες επιρροής, αναγνωρίζοντας εμμέσως τη φθίνουσα οικονομική και στρατιωτική ισχύ της Γηραιάς Αλβιώνος, η σοβιετική εξωτερική πολιτική απέβλεπε στον συνολικό διακανονισμό των προς επίλυση ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού, μέσω της κατάρτισης ενός νέου κανονιστικού πλαισίου το οποίο θα μπορούσε να διέπεται, με την υποστήριξη του Ρούσβελτ, από τον μελλοντικό καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ.

Για τους Σοβιετικούς ήταν προκαταρκτική διαπραγμάτευση

Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από τη φράση του Στάλιν «ο Πρόεδρος (των ΗΠΑ) ζητά οι αποφάσεις που θα ληφθούν στη συζήτηση να έχουν προκαταρκτικό χαρακτήρα». Πρακτικά για τους Σοβιετικούς η όλη συζήτηση με τον Τσόρτσιλ αποτελούσε μια προκαταρκτική διαπραγμάτευση, την έναρξη των διπλωματικών συνομιλιών μεταξύ των Συμμάχων, και όχι τον αμετάκλητο διακανονισμό που επισφράγισε τη διαίρεση των βαλκανικών χωρών σε σφαίρες επιρροής. Aλλωστε, αν τα πράγματα ήταν έτσι, τότε ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος δεν θα λάμβανε χώρα. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απαξίωση των αντιπροσωπευτικών κοινοβουλευτικών θεσμών από τον Τσόρτσιλ, ο οποίος θεωρεί επί της ουσίας το κοινοβούλιο της χώρας του ανάξιο να αντιληφθεί τη συμφωνία περί διαίρεσης των Βαλκανίων σε σφαίρες επιρροής. Αυτή η μαρτυρία έρχεται προς επίρρωση της υπόθεσης εργασίας που υποστηρίζει ότι οι φιλελεύθεροι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, τόσο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, δεν ήταν αυτοί που έπαιζαν τον πρωτεύοντα ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή.

Τουναντίον, οι οικονομικές επιδιώξεις και η γεωπολιτική αντανακλώνταν ευθέως στους θεσμούς, και όχι το αντίστροφο. Υπό αυτή την έννοια, η «συμφωνία των ποσοστών», ως ουδέποτε επικυρωθείσα, εξαιτίας των βρετανικών μονομερών χειρισμών, δεν παραπέμπει στην από κοινού διαίρεση του κόσμου, αλλά σε ένα αδυσώπητο πολιτικό «παζάρι» το οποίο σε μεγάλο βαθμό προσδιορίστηκε από τα αποτελέσματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τελευταίες καθόρισαν εν πολλοίς και το είδος των μεταγενέστερων πολιτικών, και εξαιρετικά εύθραυστων, διπλωματικών συμφωνιών που επακολούθησαν. Το γεγονός ότι ο Στάλιν αποδέχτηκε ιδιοχείρως μόνο το ρουμανικό ποσοστό της βρετανικής αντιπροσωπείας, με την προοπτική ενός περαιτέρω συνολικού διακανονισμού, μαρτυρεί ότι το έγγραφο αυτό αποτελούσε την έναρξη και όχι το τέλος των σκληρών διαπραγματεύσεων που θα ακολουθούσαν, τα αποτελέσματα των οποίων δεν εξαρτήθηκαν απολύτως από το περιεχόμενο της εξεταζόμενης διαπραγμάτευσης.

Ο κ. Νίκος Παπαδάτος είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης, επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Πολιτικών Κομμάτων και Κοινωνικών Κινημάτων του κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοφ.