Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης ήταν ένας από τους κορυφαίους αγωνιστές του ’21.

Γεννήθηκε το 1797 στο Αβορίτι της Δωρίδας από φτωχούς γονείς.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου.

Κατά τη διάρκεια του Αγώνα τον αποκαλούσαν Μακρυγιάννη για το ψηλό του ανάστημα, όνομα που το κράτησε και με αυτό παρέμεινε στην ιστορία.

Τα παιδικά του χρόνια ο Μακρυγιάννης τα πέρασε με στερήσεις και κακουχίες, ανάμεσα στις περιπέτειες και στους κατατρεγμούς των δικών του από τους Τουρκαλβανούς.

Το 1804, κατά το διωγμό των κλεφτών, ο πατέρας του σκοτώθηκε και ο Μακρυγιάννης, σε ηλικία μόλις επτά ετών, άρχισε να δουλεύει για να συντηρήσει τον εαυτό του.

Το 1811 μετέβη στην Άρτα, όπου προσελήφθη από τον προύχοντα Αθανάσιο Λιδωρίκη.

Το 1817 επιδόθηκε στο εμπόριο και χάρη στο ζήλο και την εργατικότητά του κατάφερε να αποκτήσει σημαντικά κέρδη και να καλυτερεύσει τη ζωή του.

Η εμπορική του δραστηριότητα στην Άρτα διήρκεσε έως το 1820.

Τότε τα σουλτανικά στρατεύματα τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν, επειδή τάχα ήταν όργανο του Αλή πασά.

Ωστόσο, ο Μακρυγιάννης κατόρθωσε να δραπετεύσει, κατέφυγε στα βουνά και ακολούθησε τον αρματολό Γώγο Μπακόλα.

Στο μεταξύ είχε ήδη (1820) μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχε αποφασίσει με καρδιά και νου να παλέψει για την ανάσταση της φυλής του.

Στη συνέχεια στρατολόγησε το πρώτο του σώμα και έφθασε στην Αθήνα.

Το 1822 διορίστηκε υποδιοικητής του Κάστρου (της Ακρόπολης) με διοικητή τον Ιωάννη Γκούρα και αρχηγό της Ανατολικής Ελλάδας τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.

Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε από τον Άρειο Πάγο πολιτάρχης (αστυνόμος) των Αθηνών.

Ενώ διαρκούσε ο αγώνας των Ελλήνων κατά των Τούρκων άρχισε ο εσωτερικός κομματικός διχασμός, που κατέληξε σε εμφύλιο πόλεμο με οδυνηρά επακόλουθα για την επαναστατημένη Ελλάδα.

Ο Μακρυγιάννης πολέμησε και στους δύο εμφυλίους ως αντιπρόσωπος των διοικήσεων.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα έλαβε μέρος σε μάχες που έκριναν την εξέλιξη της Επανάστασης του 1821.

Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην ιστορική για τα αποτελέσματά της μάχη των Μύλων, όπου ο Ιμπραήμ πασάς υπέστη πανωλεθρία και αναγκάστηκε να υποχωρήσει (Ιούνιος 1825).

Ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Κιουταχής κατέλαβε την Αθήνα, ο Μακρυγιάννης οχυρώθηκε στον Σερπετζέ (Ωδείο Ηρώδου του Αττικού) και προέβαλε σθεναρή αντίσταση.

Κατά τη μάχη του Σερπετζέ, έπειτα από φοβερό αγώνα, κατόρθωσε να αποκρούσει τους επιτιθεμένους και να σώσει την Ακρόπολη.

Πολέμησε επίσης στην εκστρατεία της Αττικής, στις επιθέσεις της Καστέλλας και του Πειραιά, που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα την ήττα των Ελλήνων (Απρίλιος 1827) και την παράδοση της Ακρόπολης στους Τούρκους.

Βαθιά λυπημένος από όλα αυτά τα γεγονότα, απογοητευμένος από την κυβέρνηση και τις διχόνοιες, βασανισμένος από τις πληγές που έφερε σε όλο του το σώμα (είχε τραυματιστεί βαριά και στη μάχη των Μύλων και στη μάχη του Σερπετζέ), ο Μακρυγιάννης απομακρύνθηκε από τη στρατιωτική και πολιτική ζωή.

Με την κάθοδο του Καποδίστρια διορίστηκε αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης στο Μοριά, θέση που του αφαιρέθηκε, όταν, παρασυρμένος από τον Ιωάννη Κωλέττη, χρησιμοποίησε τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε για να επιβάλει συνταγματικό πολίτευμα στον Καποδίστρια, γεγονός που δυσαρέστησε τον κυβερνήτη.

Κατά την περίοδο της αντιβασιλείας του Όθωνα ο Μακρυγιάννης κατηγορούσε την κυβέρνηση ως απολυταρχική και ζητούσε Σύνταγμα, παρόλο που τον περιέβαλλαν με ιδιαίτερη εκτίμηση και του απένειμαν το βαθμό του συνταγματάρχη.

Το 1840 άρχισε να οργανώνει τον αγώνα υπέρ της επιβολής του Συντάγματος και πρωτοστάτησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 για την παραχώρηση Συντάγματος από τη βαυαρική δυναστεία.

Υπήρξε τόσο κατηγορηματικός στην προσπάθειά του για επιβολή των πραγματικών ελευθεριών, ώστε κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του βασιλιά, συνελήφθη (1851), δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Η ποινή του μετριάστηκε σταδιακά, έμεινε στη φυλακή δύο χρόνια, για να αποφυλακιστεί τελικά (1854) με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη.

Η υγεία του όμως από τις κακουχίες και τη βαναυσότητα της φυλακής κλονίστηκε.

Έτσι, ο Μακρυγιάννης απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός (η συνοικία αυτή φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του, «Μακρυγιάννη»), όπου και πέθανε στις 27 Απριλίου 1864.

Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε προαχθεί από την τότε κυβέρνηση στο βαθμό του αντιστρατήγου.

Εκτός όμως από τις ηρωικές του πράξεις και το παράδειγμά του, αυτός ο μεγάλος Έλληνας κληροδότησε στις νεότερες γενιές ένα αθάνατο μνημείο ύφους, ήθους, λόγου και περιεχομένου, τα Απομνημονεύματά του.

Άρχισε τη συγγραφή τους στο Άργος (26 Φεβρουαρίου 1829), με σκοπό να διδάξει και να φρονηματίσει τους μεταγενεστέρους, και συνέχισε μέχρι το 1851, ώσπου η καταδίκη του και οι άλλες δραματικές περιπέτειες της ζωής του τον ανάγκασαν να σταματήσει.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των δύσκολων καιρών φρόντιζε με κάθε τρόπο να διαφυλάξει τα χειρόγραφά του, επειδή πίστευε ότι και με αυτόν τον τρόπο κάνει το καθήκον του απέναντι στον τόπο και την ιστορία του.

Η αποκατάσταση και δημοσίευση (1907) των Απομνημονευμάτων οφείλεται στον Γιάννη Βλαχογιάννη, που με εξαιρετική φροντίδα επιμελήθηκε και εξέδωσε το έργο του στρατηγού Μακρυγιάννη.

Το έργο στην αρχή πέρασε σχεδόν απαρατήρητο.

Εκτός από τον Παλαμά κανείς σχεδόν δεν αντιλήφθηκε τη σημασία του.

Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να ασχοληθούν μαζί του λογοτέχνες και κριτικοί και να φέρουν τον Μακρυγιάννη και το έργο του στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής.

Τι οδηγεί τον Γιώργο Σεφέρη να πιστεύει πως ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη είναι η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού, πως αποτελεί μια πολύτιμη διαθήκη, και να θεωρεί τον Μακρυγιάννη μαζί με τον Παπαδιαμάντη ως τους μεγαλύτερους πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας;

Το ότι αποτυπώνοντας το βίο του πάνω στο χαρτί ξεδιπλώνει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του ελληνισμού, ότι η ιστορία του είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων.

Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του.

Αυτός ο αγράμματος και ταπεινός για την αμάθειά του μέσα από αυτό το απελέκητο γράψιμο αναδεικνύει μια σπάνια καλλιέργεια και ευαισθησία.

Πέρα από την καταγραφή σημαντικών ιστορικών γεγονότων, την κριτική που ασκεί, τον αντίλογο στο ψεύδος και την υποκρισία, τη δίψα για δικαιοσύνη, μας προσφέρει ένα μεγάλο μάθημα εθνικής αυτογνωσίας.

Κι όλα τούτα χαράζοντας στο χαρτί τη γλώσσα που μιλάει με τη ρουμελιώτικη προφορά, αποτυπώνοντας την ίδια του τη φωνή με σοφία, εκφραστική αμεσότητα και απλότητα, και με τη μαστοριά του προικισμένου λαϊκού αφηγητή.

Άλλο γνωστό και συζητημένο έργο του Μακρυγιάννη είναι το «Οράματα και θάματα», που αρχίζει να γράφεται μερικούς μήνες ύστερα από τα Απομνημονεύματα, «το άλλο στορικό», όπως ονομάζεται από τον Μακρυγιάννη, η συνέχειά του.

(Πηγή πληροφοριών: ekebi.gr)