Η Τουρκία έχει συγκεκριμένο πλάνο που ακολουθεί σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Η επιχειρηματολογία της εδράζεται στην κατηγορία πως οι υπόλοιπες χώρες της περιοχής, ειδικότερα δε η Κύπρος, έχουν προβεί σε μονομερείς ενέργειες. Πιο συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς της Αγκυρας, οι Ελληνοκύπριοι έχουν περιθωριοποιήσει από τις διαδικασίες αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της Κύπρου τους Τουρκοκυπρίους, περιφρονώντας τις προτάσεις για συμμετοχή των τελευταίων στη λήψη αποφάσεων. Τούρκοι αξιωματούχοι κατηγορούν τη Λευκωσία ότι έχει αρνηθεί τη δημιουργία επιτροπής Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων που θα αδειοδοτεί τις εταιρείες, την ίδρυση κοινού ταμείου αξιοποίησης ή ακόμη και την εμπλοκή ΟΗΕ ή ΕΕ ως θεματοφυλάκων ενός fund, το οποίο θα συλλέγει τα έσοδα εκ μέρους των δύο κοινοτήτων. Αυτό, βέβαια, που αγνοεί ηθελημένα η Αγκυρα είναι πως σε περίπτωση ευόδωσης των προσπαθειών της θα προέκυπτε αυτομάτως εξίσωση ενός κράτους με μία οντότητα. Αρα, μόνο κατόπιν λύσης του Κυπριακού θα είχε νόημα οποιαδήποτε σύμπραξη Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων (και) στο ενεργειακό πεδίο.

Αδυνατώντας να «χωνέψει» τη σύναψη συμφωνιών της Κυπριακής Δημοκρατίας με όμορα κράτη και εν συνεχεία την εκκίνηση του ενεργειακού της προγράμματος με τη δραστηριοποίηση εταιρειών διεθνούς βεληνεκούς, διατείνεται πως ενώ προειδοποίησε την τελευταία, ενώ έφερε δήθεν εποικοδομητικές προτάσεις στο τραπέζι, δεν της απέμεινε άλλη επιλογή από το να προχωρήσει σε μονομερείς κινήσεις ώστε α) να διασφαλίσει τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων και β) να αποτρέψει τη δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος της. Χρεώνει, με αυτόν τον τρόπο, την επιθετικότητά της στην περιφρόνηση που της επιφύλαξε η Λευκωσία, καθώς και την περιθωριοποίηση των Τουρκοκυπρίων. Με λίγα λόγια, η Αγκυρα τιμωρεί τη Λευκωσία, έχοντας βέβαια εντοπίσει και εκμεταλλευτεί την αδυναμία της δεύτερης να εκδιώξει τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη και γεωτρύπανα από την ΑΟΖ της.

Ομοίως, έναντι της Ελλάδας, οι κατηγορίες είναι ότι συστήνεται περιφερειακό μέτωπο με αντιτουρκικό χαρακτήρα μεταξύ Αθήνας, Καΐρου, Λευκωσίας και Τελ Αβίβ, και ως ανταπάντηση σε αυτή την πρόκληση, η Αγκυρα οριοθετεί την ΑΟΖ της με τη Λιβύη. Πέραν της κατάφωρης παραβίασης κάθε έννοιας δικαίου της θάλασσας, η Τουρκία επέλεξε τον πλέον αδύναμο κρίκο, μια κυβέρνηση-ανδρείκελο, όπως αυτή της Τρίπολης, για να ολοκληρώσει μια συμφωνία που θα αρχίσει σύντομα να παράγει τετελεσμένα. Ασφαλώς, έχει ενδιαφέρον ότι η Τουρκία αποφάσισε να μετατοπίσει γεωγραφικά το ενδιαφέρον της από την Κύπρο και το Καστελλόριζο στην Κρήτη, αν και εδώ και καιρό είχε φανεί ότι θέλει να «σπάσει» τη γεωγραφική συνέχεια του εν λόγω τριγώνου. Εξίσου, όμως, εντείνει την πίεσή της προς την Ελλάδα, σε μια απόπειρα να την καθηλώσει, υποχρεώνοντάς την να απόσχει από πρωτοβουλίες που πλήττουν τα τουρκικά συμφέροντα.

Για την ώρα, πάντως, η Αγκυρα βάζει στο τραπέζι διάφορα αιτήματα (αναβαθμισμένα), τα οποία συνδυάζει με απειλές και πιέσεις με απώτερο στόχο να οδηγηθούμε σε μια εφ’ όλης της ύλης διμερή διαπραγμάτευση χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων, στη βάση της ισχύος και όχι του δικαίου. Το δίλημμα που η Τουρκία σταδιακά οικοδομεί είναι μεταξύ διαπραγμάτευσης με ασφυκτικούς όρους για την Ελλάδα και του ρίσκου εθνικών απωλειών ή/και ραγδαίας επιδείνωσης, που ενδέχεται να καταλήξει ακόμη και σε ένοπλη σύρραξη. Πρέπει, λοιπόν, με ενεργητική διπλωματία και την ανάλογη αποφασιστικότητα να αντιστρέψουμε το δίλημμα, όχι με πολεμικούς όρους αλλά με επισήμανση τους κόστους για την άλλη πλευρά, σε περίπτωση που επιλέξει να κινηθεί με άφρονα τρόπο.

Ο δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ & συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».