Τις δύο προηγούμενες Κυριακές είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε τις καταστροφές και τις τεχνολογικές κρίσεις ως δείκτες εκσυγχρονισμού και δημοκρατικότητας των σύγχρονων κοινωνιών. Ειδικότερα για την Ελλάδα διαπιστώσαμε ότι οι κατακτήσεις της κοινωνίας έναντι της εξουσίας – η οποία έχει επιφορτιστεί την ασφάλειά της – είναι εύθραυστες. Χωρίς να καθηλώνεται σε κάποια αρχαϊκή αντιμετώπιση του κινδύνου, η χώρα δυσκολεύεται να κεφαλαιοποιήσει το προοδευτικό της κεκτημένο σε ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας των πολιτών και της σύγχρονης, δημοκρατικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των κινδύνων. Αλλες στιγμές η κοινωνία δείχνει να βρίσκεται στην αιχμή των σύγχρονων προτύπων προστασίας της ατομικότητας και του «δικαιώματος στην αυτοβιογράφηση» από τον βίαιο θάνατο σε δυστύχημα και άλλες μοιάζει να έχει οπισθοχωρήσει σε μια παραδοσιακή υποταγή στη «μοίρα».

Με άλλα λόγια η Ελλάδα, στο φως των δυστυχημάτων και των καταστροφών, ζει περιόδους όπου η κοινωνική δυναμική ανοίγει δρόμους αυτονομίας των πολιτών έναντι σε κράτος και αγορά, δρόμους για την ικανοποίηση των θυμάτων και την απόδοση της αλήθειας για έναν αδόκητο συλλογικό θάνατο, διαδρομές στη σφαίρα του εμπειρικά μετρήσιμου, οι οποίες ακολουθούνταν από φάσεις μοιρολατρικής οπισθοδρόμησης, αντιεπιστημονικής κατανόησης των γεγονότων και παρηγορητικής βύθισης στον κόσμο των ιδεολογικών αφαιρέσεων. Περνάει από τη μοντέρνα διαχείριση του τεχνολογικού κινδύνου σε χρονικές ζώνες «αποεκσυγχρονισμού» των ατομικών προσδοκιών και συμβιβασμού της κοινωνίας των πολιτών με κάθε πλήγμα που μπορεί να υποστεί.

Πιο συγκεκριμένα, είδαμε ότι η Ελλάδα από τον Αύγουστο του 2007 και τις φονικές πυρκαγιές της Πελοποννήσου και μέχρι πρόσφατα πέρασε μια πυκνή φάση εθελόδουλης απάθειας μπροστά σε πλήθος κινδύνων. Αποκαλέσαμε αυτή την περίοδο «καταστροφική δημοκρατία». Η οπισθοδρόμηση αυτή έσβηνε τις πρόνοιες της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας της ασφάλειας και στη θέση τους εισήγαγε συναισθήματα αμέριμνης διολίσθησης προς την αποδοχή μιας ζωής σε μόνιμο κίνδυνο. Η αμεριμνησία του κινδύνου χρεοκοπίας και εξόδου από την ΕΕ και η επικράτηση της συνωμοσιολογικής ερμηνείας της κρίσης που σήμανε ο τριπλός εκλογικός θρίαμβος του αντιμνημονιακού μπλοκ το 2015, μαζί με την απάθεια στην αστική καταστροφή και βία που είχε κυριαρχήσει από το 2008 έως το 2012, έστηναν ένα σκηνικό προδιαγεγραμμένης μεγάλης καταστροφής.

Και αυτή ήρθε στο Μάτι στις 23 Ιουλίου 2018.

Η πολιτική προστασία αποδείχθηκε τότε ένα αδειανό πουκάμισο και η έγκαιρη προειδοποίηση έννοια άγνωστη. Οι Αρχές ουσιαστικά εγκατέλειψαν το πεδίο των επιχειρήσεων ή δεν επιχείρησαν ποτέ και σημειώθηκαν ανεπανάληπτες καθυστερήσεις στη διάσωση. Ακολούθησε μια έντονη και κυνική απόπειρα προπαγανδιστικής χειραγώγησης της πραγματικότητας από την κυβέρνηση που ξεκίνησε με τη live σύσκεψη στο Χαλάνδρι και συνεχίστηκε με άλλες εκπομπές ψευδών, παραπληροφόρησης και συνωμοσιολογικών εξηγήσεων της καταστροφής. Κατόπιν, με τους νεκρούς ακόμη άταφους, τα πράγματα πήραν ακόμα πιο σκοτεινή τροπή. Μια τροπή ανέκδοτη για κάθε συντεταγμένη πολιτεία, ξένη ακόμα και στα αυταρχικά καθεστώτα του 20ού αιώνα και απολύτως αναντίστοιχη με πρωταρχικές δομές του ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού. Κυβερνητικοί παράγοντες και αναμεταδότες τους, αποσείοντας τις αντικειμενικές και θεσμικές τους ευθύνες, προχώρησαν σε μιαν αδιανόητη αντιστροφή: μετέτρεψαν τα θύματα σε ενόχους. Οξεία μνησικακία, εμπαθείς και ανακριβείς ταξικές περιγραφές των θυμάτων, πολεοδομική ορθότητα και κατά πρόσωπο επιθέσεις στους διασωθέντες από υπουργούς – και κατόπιν κρατική παραμέληση των εγκαυματιών και κάθε προσπάθειας αποκατάστασης της περιοχής – συνέθεσαν την κορυφαία στιγμή της καταστροφικής δημοκρατίας.

Εμελλε να είναι και η ύστατη αυτού του κύκλου κοινωνικής οπισθοδρόμησης.

Η έκπτωση της δημοκρατίας σε εχθροπαθή συνθήκη αποδοχής των καταστροφικών γεγονότων και η μετατροπή της πολιτικο-διοικητικής εξουσίας από απολογούμενη και υπόχρεη δύναμη σε υπερβατολογικό τιμωρό του κοινωνικού εχθρού ολοκλήρωναν έναν κύκλο εθισμού στον αδόκητο συλλογικό θάνατο, μοιρολατρίας, κοινωνικής καχυποψίας και κυνισμού. Οι πυρόπληκτοι, και μαζί με αυτούς οι δυνητικά πυρόπληκτοι (δηλαδή κάθε ένας που θα μπορούσε να βρεθεί στο Μάτι εκείνη την ημέρα), αντέδρασαν. Για πρώτη φορά από το 2007 τα θύματα μιας καταστροφής, που δεν ήταν μοιραία, αντιστάθηκαν. Παρέκαμψαν τη γεωμετρία της εχθροπάθειας και άνοιξαν πεδία διεκδίκησης που μας ξανασυνδέουν με τις παραδόσεις των απαιτητικών πολιτευμάτων και το πεδίο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι οικογένειες των νεκρών έσπασαν το φράγμα της ντροπής και της σιωπής που είχε επιβληθεί στα θύματα ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία και διεκδικούν δικαστικά την αλήθεια και την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστησαν. Μίλησαν με ανοικτό πρόσωπο, χωρίς πάθος και υπερβατολογικό πολιτικό λόγο, αποτάθηκαν στην επιστήμη, διεξήγαγαν τη δική τους αντιπραγματογνωμοσύνη και επικαιροποίησαν την έννοια της μετρήσιμης βλάβης, εξομολογήθηκαν τον πόνο τους προκαλώντας συμπάθεια, αλληλεγγύη και ταύτιση.

Η καταστροφή σε ένα αθηναϊκό προάστιο, σε έναν τόπο αναψυχής πολλών γενεών, επανέφερε την αίσθηση του θανάτου και τη γνώση του κινδύνου στον πυρήνα της ειρηνικής καθημερινότητας. Η άμεση κοινωνική κινητοποίηση και αλληλεγγύη απέκτησε διάρκεια και προοδευτικά αναδύθηκε μια νέα ταυτότητα που συναιρούσε κατοίκους, παραθεριστές και γνώριμους του Ματιού. Γύρω από αυτήν στήθηκε ένα σημαντικό δίκτυο αποκατάστασης της τιμής των θυμάτων, συμπαράστασης στους πάσχοντες, διεκδίκησης της αλήθειας και προσπάθειας απόδοσης ευθυνών με τελικό στόχο την ανασυγκρότηση του Ματιού. Καλλιεργητές της μνήμης, διεκδικητές μιας δικαίωσης από το κράτος, αρνητές του μοιραίου χαρακτήρα της καταστροφής οι μετέχοντες της νέας ταυτότητας μοιάζουν σήμερα με τη δημόσια απήχηση της δράσης τους να έχουν αντιστρέψει τη δημοκρατική φθορά και την κάμψη των προσδοκιών ασφαλείας της κοινωνίας. Η πρόσφατη επέτειος με τα δεκάδες δημοσιογραφικά αφιερώματα, τις αναρίθμητες και τραγικές – και πάντα αξιοπρεπείς – μαρτυρίες των θυμάτων, η νέα τροπή της κρατικής αντιμετώπισης της περιοχής, δείχνουν ότι η συνθηκολόγηση των πολιτών με την κουλτούρα της καταστροφής έφτασε στο τέλος της. Το πολιτικό κόστος των τότε κυβερνώντων – αν και δύσκολα μετρήσιμο – αποδείχθηκε μεγάλο και μοιάζει σαν να λειτούργησε ως μια «εκ νέου εκμάθηση» του πολιτικού συστήματος για τα ηθικά συναισθήματα της κοινωνίας μπροστά στους κινδύνους, στη ζωή και στον θάνατο.

Δέκα και πλέον χρόνια μετά τη μεγάλη παραγνώριση του κινδύνου (τις φονικές πυρκαγιές του 2007) η ελληνική κοινωνία δείχνει να κλείνει τον μεγάλο αυτόν κύκλο δημοκρατικής υποχώρησης. Η απαξία της ζωής, η απομόνωση των θυμάτων, η αποφυγή αναζήτησης επιστημονικών αιτιών για τις καταστροφές και η άρνηση μέτρησης των κινδύνων μοιάζουν – μετά την κινητοποίηση για το Μάτι – μεγέθη παρωχημένα. Παρωχημένα, μα ουχί ενταφιασμένα διά παντός. Η ιστορική περιδιάβαση στην κοινωνική στάση απέναντι στις καταστροφές δείχνει ότι τα αντανακλαστικά του σύγχρονου δημοκρατικού ανθρώπου μπροστά στον κίνδυνο δεν ακολουθούν στην Ελλάδα κάποια σωρευτική λογική και μια προοδευτική ιστορική διαδρομή. Η πορεία της σύγχρονης και δημοκρατικής στάσης απέναντι στις διακινδυνεύσεις και τα θεμελιώδη στοιχεία του φιλελεύθερου κοινωνικού συμβολαίου (όπου η ασφάλεια των προσώπων προηγείται της δικαίωσης κάθε αφηρημένης έννοιας όπως «συνωμοσία κατά της χώρας και της κυβέρνησής μας», «τα συμφέροντα φταίνε» κ.ά.) υπόκεινται σε μεγάλες υποχωρήσεις. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο ένα «παράδοξα νεωτερικό έθνος», όπως ορθά αναδεικνύει ο Γιάννης Βούλγαρης στο τελευταίο του βιβλίο. Αλλά μια κοινωνία όπου οι κατακτήσεις της μοντέρνας δημοκρατικής ζωής εναλλάσσονται με καταστροφικές υποχωρήσεις.

 

Ο κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο ΕΚΠΑ. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το βιβλίο του «Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000».