Δέκα χρόνια μετά.
Δέκα ολόκληρα χρόνια μετρά η ονομαζόμενη οικονομική κρίση. Φράση που πάντα πίστευα ότι κακώς χρησιμοποιείται γιατί δεν αποδίδει την πραγματικότητα αλλά ίσως ήταν ένας τρόπος να πιστέψουμε ότι προέκυψε αναπάντεχα η κατάσταση, ότι το φταίξιμο βρίσκεται εκτός συνόρων και ότι όπως ενέκυψε δήθεν ξαφνικά κι ερήμην μας έτσι και θα μας αφήσει παραδίδοντάς μας στην παλιά νηνεμία και μακαριότητα.
Συνέβη όμως; Άραγε δέκα χρόνια μετά, τρία μνημόνια μετά, τόσα δημοσιονομικά και μόνο μέτρα μετά, τόσους ανθρώπους μας εκτός χώρας μετά, τόση θλίψη και αδικία μετά, αυτή η ονομαζόμενη κρίση τελείωσε;
Η δική μου απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο όχι. Νομίζω η απάντηση των περισσοτέρων είναι ίδια.
Άραγε τι άλλαξε πραγματικά στον τόπο; Άλλαξαν όσα έπρεπε; Άλλαξαν όσα μας οδήγησαν στην κρίση που πλέον μετουσιώθηκε σε ολοένα και βαθύτερη παρακμή; Ή μήπως έλαβαν χώρα μόνο σκόρπια δημοσιονομικά μέτρα που κατέστρεψαν νοικοκυριά κι επιχειρήσεις με τη συνήθη μερικότητα που ορίζει τα πράγματα στη χώρα, με τη συνήθη διαμάχη συμφερόντων που δεν αφήνει χώρο στο κοινό καλό παρά μόνο στο ίδιον όφελος;
Η δική μου απάντηση είναι ξεκάθαρη. Δεν άλλαξαν όσα έπρεπε, εκείνα που έπρεπε. Νομίζω η απάντηση των περισσοτέρων είναι ίδια.
Το φταίξιμο ανήκει πριν και πάνω απ’ όλα στις πολιτικές ελίτ που κυβέρνησαν αυτά τα δέκα χρόνια και που με περισσό θράσος διεκδικούν να συνεχίσουν. Κι αν ο ένας καθαρός λόγος είναι η προφανής και αποδεδειγμένη πλέον μετριότητα και ιδιοτέλειά τους που το μόνο που κατάφερε ήταν η καταβύθισή μας σε κατάσταση παρακμής, ο άλλος είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια οι πολιτικές αυτές ελίτ δεν έχουν την αληθινή συγκατάθεση της κοινωνίας για τις πολιτικές που εφαρμόζουν. Σωστές ή λανθασμένες.
Όποιος μελετάει εδώ και πολλά χρόνια τις έρευνες κοινής γνώμης, τις ποιοτικές μελέτες της κοινωνίας, τις πολιτικές και όχι μόνο δημοσκοπήσεις, αλλά κυρίως όποιος ζει οργανικά μέσα στον κόσμο, γνωρίζει ότι οι πολίτες απέχουν. Απέχουν γενικά και δε συναινούν. Δεν το εγκρίνω προσωπικά. Μα δεν εθελοτυφλώ. Οι πολίτες απέχουν στην πλειονότητά τους.
Χρόνια τώρα απαντούν ότι καταλληλότερος για Πρωθυπουργός είναι ο ΚΑΝΕΝΑΣ. Κι όποιος δει τα εκλογικά αποτελέσματα αυτό επιβεβαιώνεται. Οι μισοί δεν πηγαίνουν στις κάλπες, ενώ συντριπτικά οι περισσότεροι μετέχοντες είτε ψηφίζουν με μισή καρδιά είτε απλά καταψηφίζουν και τιμωρούν τον προηγούμενο και δεν υπερψηφίζουν ή εγκρίνουν τον επόμενο. Με άλλα λόγια η κοινωνία είτε με δημοκρατικά αποτελεσματικούς τρόπους είτε όχι δηλώνει την απαρέσκειά της και ουσιαστικά δεν εγκρίνει τις κυβερνήσεις που προκύπτουν και τις πολιτικές τους.
Αυτή, η επιλογή «ΚΑΝΕΝΑΣ» δηλαδή, είναι θετική εξέλιξη και αποκαλύπτει μια κοινωνία πιο προωθημένη από τις ανεπαρκείς πολιτικές της ελίτ. Είναι όμως το μισό βήμα. Το άλλο μισό είναι ο κανένας ν’ αντικατασταθεί από κάποιον που αληθινά θα επιλέξουμε.
Ο τόπος λοιπόν θα βγει από τη λεγόμενη κρίση, δηλαδή την παρακμή για να συνεννοούμαστε, όταν αρθεί αυτή η συνθήκη. Όταν δηλαδή προκύψει μια εντελώς νέα και διαφορετική εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτών και πολιτικής. Αυτό δε θα συμβεί ποτέ με το παρόν πολιτικό προσωπικό και το παρόν κομματικό πλέγμα. Αυτά έχουν τελειώσει ουσιαστικά ακόμα κι αν με τον τρόπο που παραπάνω περιγράφω συνεχίσουν να κυβερνούν.
Θα προκύψει μόνο με άλλους ανθρώπους για μπροστάρηδες, με άλλες ιδέες, άλλες νοοτροπίες και αρχές που είναι κρίσιμο να μη συνδέονται με τους κλειστούς και καθιερωμένους πολιτικούς και οικογενειακούς κύκλους. Μόνο τότε ο κανένας θα μετουσιωθεί, θα γίνει κάποιος και καθένας στην κοινωνία θα πιστέψει και θα εργαστεί ξανά για το κοινό καλό.
Και τούτο ίσως πρέπει ν’ απλωθεί παντού στη χώρα, σε όλους τους τομείς ζωής. Στην επιστήμη, στα γράμματα, στην επιχειρηματικότητα, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην τέχνη, να βγουν μπροστά άλλοι άνθρωποι και άλλες αντιλήψεις. Δε θα εξαφανίσουμε τους παλιούς ούτε θα τους σταυρώσουμε. Μα έχει σημασία κάθε εποχή να έχει τους δικούς της ανθρώπους και τις δικές της ιδέες και επιλογές μπροστά. Έτσι μόνο χτίζεται εμπιστοσύνη, έτσι μόνο αναλαμβάνεται ευθύνη, έτσι μόνο θα σταματήσει να κυβερνά ο Κανένας, έτσι μόνο θα πάψει η στασιμότητα και ο τόπος θα ξαναμπεί σε αληθινή κίνηση.
Ο Βασίλης Παυλίδης, είναι οικονομολόγος, πρόεδρος της Δημοκρατικής Ευθύνης