Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, στο διάστημα 2011-2017 ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 355.000. Στοιχεία της EUROSTAT δείχνουν ότι το 2060, ο πληθυσμός θα φθάσει στα 8,6, το 2070 στα 8,1 και το 2080 στα 7,2 εκατομμύρια.

Η μείωση των γεννήσεων έχει σαν αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πληθυσμού και την αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων.

Η δημογραφική αυτή βόμβα, σε συνδυασμό με την οικονομική πραγματικότητα επηρεάζει και τον τομέα υγείας και πρόνοιας. Η αναθεώρηση και επανασχεδιασμός των υπηρεσιών υγείας της χώρας ως προς το είδος, την ποιότητα, την αποδοτικότητα και τον τρόπο παροχής τους, είναι τόσο επείγουσα όσο και η αντιμετώπιση του συνταξιοδοτικού.

Η υποστήριξη ενός γηράσκοντος πληθυσμού που θα ζει και θα πεθαίνει από σύνθετες, πολύπαραγοντικές, πολύσυστηματικές νόσους, με ολοένα λιγότερη οικογενειακή συμπαράσταση, μας φέρνει αντιμέτωπους με μεγάλες κλινικές προκλήσεις και ηθικά διλήμματα.

Η ένταξη λοιπόν οργανωμένων υπηρεσιών για άτομα που έχουν ανάγκη από μακροχρόνια φροντίδα, ανακουφιστική φροντίδα, των χρονίως πασχόντων, των ηλικιωμένων και των ασθενών τελικού σταδίου στον εθνικό σχεδιασμό υπηρεσιών υγείας, είναι μονόδρομος.

Στόχος η βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ασθενών και η υποστήριξη των οικογενειών και των φροντιστών σε όλα τα στάδια, λαμβάνοντας υπόψιν τις διαφορετικές συναισθηματικές, κοινωνικές και πνευματικές τους ανάγκες.

Εκτός από ενέργειες όπως το «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Άνοια» και το Μεταπτυχιακό «Οργάνωση και Διαχείριση Ανακουφιστικής και Υποστηρικτικής Φροντίδας Χρονίως Πασχόντων» του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, η χώρα δεν έχει ολοκληρωμένη στρατηγική για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που η δημογραφική αλλαγή μας επιφυλάσσει. Δεν υπάρχουν κατάλληλες υποδομές, ούτε εξειδικευμένες παροχές ασφαλιστικής κάλυψης που να καλύπτουν αυτές τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες.

Με δεδομένο ότι το κράτος δεν διαθέτει ούτε τις δομές αλλά ούτε και επαρκείς οικονομικούς πόρους για μια αποτελεσματική παρέμβαση, η ευκαιρία για μια ουσιαστική Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα είναι μπροστά μας.

Για το σκοπό αυτόν:

• Το κράτος θα πρέπει να σχεδιάσει, de novo, πολιτικές υγείας,
• Να επικαιροποιήσει το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο.
• Να εντάξει δράσεις όπως το Βοήθεια στο Σπίτι σε ένα ευρύτερο σύστημα.
• Ο ΕΟΠΥΥ θα πρέπει να συμπεριλάβει στον προϋπολογισμό του, την αποζημίωση μονάδων φροντίδας ή την υποστήριξη των ασθενών και των οικογενειών τους μέσω κάποιου επιδόματος.
• Η ασφαλιστική αγορά θα πρέπει να εντάξει σχετικές παροχές στα προγράμματα της, ή να δημιουργήσει νέα. Σήμερα μια μόνο ασφαλιστική προσφέρει περιορισμένα προνόμια για την ομαλότερη προσαρμογή των οικογενειών ασθενών που έχουν διαγνωστεί με άνοια στη νέα τους πραγματικότητα.
• Η ύπαρξη σύγχρονου νομοθετικού πλαισίου και η πρόβλεψη αποζημίωσης από πλευράς ΕΟΠΥΥ και ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, θα επιτρέψει σε εξειδικευμένες μονάδες φροντίδας να αναπτυχθούν και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ένα ευρύτερο κοινό.
• Αυτές οι υπηρεσίες δεν θα πρέπει να επιβαρύνονται με ΦΠΑ ώστε να είναι προσβάσιμες ακόμη και από οικογένειες με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες.
• Στην περίπτωση συγχώνευσης νοσοκομείων για την αποδοτικότερη λειτουργία του ΕΣΥ, η στοχευμένη μετατροπή ορισμένων από αυτά σε εξειδικευμένες μονάδες φροντίδας, θα ήταν ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση.

Στόχος, η βελτίωση της ποιότητας της ζωής όσων έχουν ανάγκη μακροχρόνιας φροντίδας, ανακουφιστικής φροντίδας, των χρονίως πασχόντων, των ηλικιωμένων, των ασθενών τελικού σταδίου, καθώς και η οικονομική και συναισθηματική υποστήριξη τους.

Ένα σημαντικό βήμα για τη βελτίωση της κοινωνικής συνοχής που με προσεκτικό σχεδιασμό, ενίσχυση από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και αξιοποίηση της τεχνολογίας, θα είναι καθοριστικής σημασίας.

* Ο Κώστας Στεργιόπουλος, είναι MBA, Επιχειρησιακός Διευθυντής Mediterraneo Hospital, Μέλος Δ.Σ. Συνδέσμου Ελληνικών Κλινικών, Συντονιστής Τομέα Υγείας της Δημοκρατικής Ευθύνης