Η Ρωσία στην τσαρική περίοδό της, αργότερα ως Σοβιετική Ενωση αλλά και με τη σημερινή της μορφή όπως διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του ’90 και μετά, διατηρεί ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη περιοχή των Βαλκανίων. Η γλώσσα και η θρησκεία λειτουργούσαν ανέκαθεν ως συνδετικοί παράγοντες που ενθάρρυναν αυτή τη διείσδυση, η οποία βέβαια κατευθυνόταν από συγκεκριμένα γεωστρατηγικά συμφέροντα όπως ο έλεγχος των θαλάσσιων δρόμων της Μεσογείου αλλά και της διπλής επέκτασης της Ρωσίας προς Ανατολή και Δύση. Τα Βαλκάνια ήταν για τη Ρωσία μια μορφή μαλακού υπογαστρίου ως προς τον δυτικό κόσμο και η διείσδυσή της σε αυτά ήταν προνομιακή, αφού μπορούσε να παρουσιάσει τον εαυτό της ως την προστάτιδα δύναμη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, δηλαδή του θρησκευτικού στοιχείου που αποτελούσε το βασικό ταυτοτικό στοιχείο για την περιοχή τον 19ο αιώνα.
H διείσδυση της Ρωσίας στα Βαλκάνια στη νεότερη εποχή ξεκινά από τον 18ο αιώνα με τον Μεγάλο Πέτρο και το σύνθημα «Ελευθερία στην Ορθοδοξία» αφού μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς η Ρωσία θέτει ως στρατηγικό της στόχο την έξοδο στο Αιγαίο. Τα Ορλωφικά του 1770 και η αποτυχημένη εξέλιξή τους είναι το δεύτερο σημαντικό επεισόδιο της εποχής, τα οποία αφήνουν ένα βαθύ τραύμα στους επαναστατημένους Ελληνες. Το «Ελληνικό σχέδιο» της Μεγάλης Αικατερίνης φέρνει τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774 που για πολλούς σηματοδοτεί και την αρχή του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά σε κάθε περίπτωση επισφραγίζει την προστασία της Ρωσίας επί των Ορθοδόξων των Βαλκανίων.
Το δύο επόμενα μεγάλα επεισόδια της ρωσικής παρέμβασης είναι η συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812 που σηματοδοτεί τη λήξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1806-1812 και η διμερής συνθήκη Ρωσίας – Τουρκίας του Αγίου Στεφάνου το 1878 που επιφέρει την ίδρυση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, στην οποία περιέρχονται όλα τα εδάφη μεταξύ Δούναβη και Ροδόπης , το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και ολόκληρη η κοιλάδα του Αξιού. Η Τουρκία χάνει σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά της εδάφη και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις νιώθουν απειλούμενες από τη ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια και την παρέμβασή της στο Ανατολικό Ζήτημα. Ο ανταγωνισμός για την περιοχή ξεκινά.
Η ιδέα του Πανσλαβισμού που φάνηκε να κερδίζει έδαφος με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου συντρίβεται στα πεδία μάχης του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Η ρήξη μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας για τη διεκδίκηση της Μακεδονίας βρίσκει κερδισμένη την Ελλάδα και δημιουργεί ένα ισχυρό ρήγμα στο σλαβικό μέτωπο των Βαλκανίων.
Το 1914 η τσαρική διακήρυξη για υπεράσπιση της Σερβίας εν όψει του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι και η τελευταία πράξη της τσαρικής Ρωσίας προς τα Βαλκάνια αφού ήδη η απογοήτευση για τους εθνικισμούς, για την μπερδεμένη πολιτική και εθνοτική κατάσταση της περιοχής απομακρύνει τη Ρωσία από την περιοχή.
Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και του Ψυχρού Πολέμου η περιοχή των Βαλκανίων αποτελεί το μήλον της έριδος μεταξύ των Δυτικών Δυνάμεων και της ΕΣΣΔ. Κατά τη διάρκεια τηςΤέταρτης Διάσκεψης της Μόσχας, γνωστής και ωςΔιάσκεψης του Τολστόι,που έλαβε χώρα στη Μόσχα από τις 9 Οκτωβρίου έως τις 19 Οκτωβρίου του 1944, υπήρξε και η «περίφημη συμφωνία των ποσοστών» για την περιοχή των Βαλκανίων σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αν και η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία διοικήθηκαν από κομμουνιστικά καθεστώτα, η σημασία τους δεν ήταν καθοριστική για την ΕΣΣΔ. Μετά την πτώση όμως του Τείχους και από το 1992 και μετά ξεκινά μια νέα ρωσική πολιτική απέναντι στα Βαλκάνια. Αν και δεν μπόρεσε να παρέμβει στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και στη μετέπειτα διάλυσή της, χρησιμοποίησε συχνά το παράδειγμα των δυτικών επεμβάσεων εκεί για να δικαιολογήσει δικές της παρεμβάσεις όπως στην Κριμαία.
Η δημιουργία του χώρου των Δυτικών Βαλκανίων μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας προκάλεσε την προσοχή της Ρωσίας που επιχείρησε να ασκήσει την επέκταση της επιρροής της με τα παραδοσιακά εργαλεία του ομόδοξου και του ομόεθνου ώστε να αποτρέψει βασικά την επέκταση του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Μια νέα σειρά επεισοδίων ενός ιδιότυπου ψυχρού πολέμου λαμβάνουν χώρα στην περιοχή: Πριν λίγα χρόνια το Μαυροβούνιο κατηγόρησε επίσημα τη Μόσχα για την ανάμειξή της σε απόπειρα πραξικοπήματος στο εσωτερικό του και λίγες μέρες πριν η ελληνική κυβέρνηση απέλασε ρώσους διπλωμάτες οι οποίοι κατηγορήθηκαν ευθέως για εμπλοκή σε θέματα ασφαλείας αλλά και για προσπάθεια χειραγώγησης εκ μέρους τους ελληνικών υποθέσεων. Ετσι αν και το 2016 είχε ανακηρυχθεί σε έτος «Ελλάδας – Ρωσίας», δύο χρόνια μετά οι ελληνορωσικές σχέσεις φαίνεται να διανύουν περίοδο μεγάλης ψυχρότητας.
«Τα Βαλκάνια δεν αξίζουν τα κόκαλα ούτε ενός πομερανού γρεναδιέρου» έλεγε ο Βίσμαρκ, «Τα Βαλκάνια παράγουν περισσότερη ιστορία απ’ ό,τι μπορούν να καταναλώσουν» πρόσθετε ο Τσόρτσιλ, παρ’ όλα αυτά ο διεθνής ανταγωνισμός για τον έλεγχο στην περιοχή των Βαλκανίων επανέρχεται ακόμα πιο ισχυρός. Η έξοδος στη θάλασσα, το παιγνίδι των αγωγών αλλά ακόμα και οι εκκλησιαστικές επιρροές είναι τα νέα πιόνια στην πάντα σύνθετη βαλκανική σκακιέρα.

Ο κ. Στέφανος Καβαλλιεράκης είναι ιστορικός, δρ Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστημίου Στρασβούργου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ