«Το καθετί στην Ελλάδα σε απορροφά και σε ανταμείβει. Δύσκολα συναντάς βράχο ή ποτάμι που να μην έχει τη δικιά του μάχη, ή έναν μύθο, ένα θαύμα, ένα λαϊκό ανέκδοτο, ή μία πρόληψη· κ’ οι συζητήσεις και τα περιστατικά, που όλα τους σχεδόν είναι παράξενα ή αξιομνημόνευτα, πληθαίνουνε σε κάθε βήμα του ταξιδιώτη»: Στον πρόλογο της πρώτης αγγλικής έκδοσης της «Μάνης», ο Πάτρικ Λι Φέρμορ παρουσιάζει συμπυκνωμένη μέσα σε δύο φράσεις μια παραμυθένια, στα όρια του μεταφυσικού, Ελλάδα. Δεν την εφευρίσκει επιστρατεύοντας την πλούσια φαντασία του, είναι η υπέροχη Ελλάδα που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι με ξεχωριστή ευαισθησία όπως αυτός. Εκείνοι που δίχως να εξιδανικεύουν πράγματα και καταστάσεις, αντιθέτως, αναγνωρίζοντας αδυναμίες και ελαττώματα, ερωτεύονται τον τόπο, βρίσκοντας ενίοτε σε αυτόν μια νέα πατρίδα. Αυτή την πατρίδα ο Φέρμορ τη βρήκε στη Μάνη. Οπου έφτιαξε το σπίτι του. Και για την οποία έγραψε μερικά από τα ομορφότερα κείμενά του.
Τα κείµενά του µελέτησα κι εγώ ενώ ετοιμαζόμουν για μια μικρή εκδρομή στην πιο άγρια πλευρά της, τη Λακωνική Μάνη, που ξεκινάει από το Γύθειο και την Αρεόπολη και καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Για να διαπιστώσω πως αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο Φέρμορ έφτασε στην περιοχή, η αίσθηση που μετέφερε στα χαρτιά του παραμένει η ίδια. Γύρω «ένας απέραντος φράχτης από πασσαλωτούς βράχους σούδινε την εντύπωση ότι όλοι οι δρόμοι διαφυγής είχαν κλειστεί. Το κάθετο, ανίσκιο φως αντανακλούσε απ’ τις πέτρες με μία μεταλλική λάμψη κι ολόκληρο το τοπίο προκαλούσε μιαν ελαφριά ανατριχίλα, όπως έτρεμε κυματίζοντας στο άγριο πύρωμα του μεσημεριού».
Ευτυχώς υπάρχει και η θάλασσα. Αυτή η κρυστάλλινη θάλασσα που μας περίμενε σε κάθε στάση του οδοιπορικού μας. Για να σβήσει για λίγο το πύρωμα του μεσημεριού σε αυτή τη μύτη της Πελοποννήσου που είναι θαρρείς φτιαγμένη αποκλειστικά από φως και από πέτρα. Ξεκινήσαμε από την Αρεόπολη, για να κυκλώσουμε όλη τη Λακωνική Μάνη και να καταλήξουμε στο Γύθειο. Η οποία Αρεόπολη, παρότι έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο τουριστικούς οικισμούς της Μάνης, έχει σε μεγάλο βαθμό διατηρήσει το χρώμα της, με τα πέτρινα στενά και τα καλοδιατηρημένα πυργόσπιτά της. Η μητρόπολή της, οι Ταξιάρχες, ξεχωρίζει στην πλατεία 17ης Μαρτίου 1821. Πολύ ενδιαφέρον το Βυζαντινό Μουσείο Μάνης που στεγάζεται στον Πύργο Πικουλάκη, ωστόσο είναι ανοιχτό μόνο έως τις 2.30 το μεσημέρι, ενώ τις Δευτέρες μένει κλειστό –το αιώνιο πρόβλημα της υπολειτουργίας, ουσιαστικά, των μικρών εν Ελλάδι μουσείων… Στα πόδια της Αρεόπολης, το παραθαλάσσιο Λιμένι είναι εξαιρετικά γραφικό, εξαιρετικά μικρό και με εξαιρετική θάλασσα. Θα δυσκολευτείτε πολύ να σταθμεύσετε το αυτοκίνητό σας, μια βουτιά όμως (από τα βράχια) στα γαλαζοπράσινα νερά του αξίζει με το παραπάνω την ταλαιπωρία.
Οπως αξίζει τον κόπο και μια επίσκεψη στα σπήλαια Διρού, ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει να καταπολεμήσετε την κλειστοφοβία σας. Η τουριστική διαδρομή έχει μήκος 1.500 μέτρα, εκ των οποίων τα 1.200 είναι λιμναία, και διαρκεί περί τα 30-40 λεπτά της ώρας. Το εισιτήριο είναι κατά τη γνώμη μου υπερβολικά ακριβό (13 ευρώ το άτομο!), όμως το θέαμα μέσα στις υπόγειες πλημμυρισμένες σπηλιές με τους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες είναι μοναδικό.
Συνεχίζοντας προς τον Νότο, με κατεύθυνση τον παραθαλάσσιο Γερολιμένα, περνάμε από περιοχές εντελώς άγονες, από κάμπους με αιωνόβια ελαιόδεντρα, και κάνουμε στάσεις σε γραφικά χωριά όπως η Κοίτα (ή Κίττα) «η πολυπυργού», όπως χαρακτηριστικά την αποκαλούν, η Νόμια και η Οχιά. Η αίσθηση της εγκατάλειψης, με πολλά πυργόσπιτα να καταρρέουν, είναι δυστυχώς έντονη. Μια θάλασσα να της πιεις στο ποτήρι μάς περιμένει στον Γερολιμένα. Το τοπίο γίνεται όλο και πιο άνυδρο και άγριο όσο πλησιάζουμε προς το Ταίναρο. Σταματάμε στα Αλικα και λίγο μετά στην εντυπωσιακή Βάθεια: Ακόμη και μέσα στην εγκατάλειψή τους (το πείραμα του ΕΟΤ για την αναστήλωση των πυργόσπιτων και τη δημιουργία τουριστικών καταλυμάτων κατά τη δεκαετία του ’80 απέτυχε), παραμένει από τους πιο γραφικούς οικισμούς της Μάνης. Αν βρισκόταν κάπου στο εξωτερικό, θα ήταν ό,τι είναι π.χ. το Σαν Τζιμινιάνο για την Ιταλία, από τα κορυφαία τουριστικά αξιοθέατα της χώρας.
Αφήνουµε όµως πίσω και τη Βάθεια και συνεχίζουμε έχοντας διαρκώς θέα προς τη θάλασσα, αυτή την καταγάλανη θάλασσα που λειτουργεί ως αντικαταθλιπτικό. Επόμενη στάση, Μαρμάρι: Πρόκειται για την ομορφότερη (σύμφωνα πάντα με τα δικά μου γούστα) από τις παραλίες της Λακωνικής Μάνης που έχω επισκεφθεί, για μια πλατιά αμμουδερή αγκαλιά που κλείνει μέσα της όλο το καλοκαίρι. Μια ακόμη βουτιά και συνεχίζουμε προς το Ακρωτήριο Ταίναρο (ή, αν προτιμάτε, Κάβο Ματαπάς), εκεί όπου τοποθετούνταν στην αρχαιότητα οι Πύλες του Αδη και όπου σήμερα βρίσκονται τα απομεινάρια από το ιερό του Ποσειδώνα. Κάποια στιγμή ο δρόμος σταματάει. Από εκεί ξεκινάει ένα βατό μονοπάτι. Το ακολουθείτε και έπειτα από πεζοπορία το πολύ 50 λεπτών (εξαρτάται από το πόσο γρήγορα περπατάτε) φθάνετε στον μεγάλο πέτρινο φάρο. Και στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Πίσω στο αυτοκίνητο, με πορεία για Πόρτο Κάγιο –εκ του Port des cailles, λιμάνι των ορτυκιών, επειδή από εκεί περνούν κάθε χρόνο τα αποδημητικά πουλιά. Συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε προς Γύθειο, σταματώντας στη Λάγια, ένα ακόμη χωριό με πύργους και πυργόσπιτα, στο Σολοτέρι και στην παραλία της Κοκκάλας, στο Νύφι και στον Κότρωνα με τα ωραία σπίτια και την (ξανά και ξανά) υπέροχη θάλασσα. Λίγο βορειότερα, το Φλομοχώρι είναι κατά τη γνώμη μου –μαζί με τη Βάθεια –ο πιο ενδιαφέρον οικισμός της Λακωνικής Μάνης. Τι κρίμα που δεν είναι και πιο συντηρημένος! Η παραθαλάσσια διαδρομή συνεχίζεται: Περνάμε από το Σκουτάρι με τις προφυλαγμένες παραλίες του και από τον Αγερανό και καταλήγουμε στο Γύθειο. Εδώ δεν έχει πύργους, έχει όμως όμορφα σπίτια με κεραμίδια, και μια θαυμάσια προκυμαία για βόλτα (και φαγητό).
Πολύ διαφορετικό από ό,τι είχαμε δει μέχρι τώρα στη Μάνη, αυτό το λιμάνι των περίπου 4.200 κατοίκων με τα διώροφα νεοκλασικά του είναι ζωντανό και ανοιχτόκαρδο, με πολλά καταστήματα, cafés, ζαχαροπλαστεία και ταβέρνες. Στο μικρό Μαραθονήσι (ή Κρανάη), όπου έκρυψε ο Πάρις την Ωραία Ελένη αμέσως μετά την αρπαγή της και το οποίο ενώνεται με μια στενή λωρίδα γης με τη στεριά, βρίσκεται ο πύργος του Τζανετάκη Γρηγοράκη, οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης. Εκεί στεγάζεται το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο της πόλης. Δυστυχώς, όταν πήγα ήταν κλειστό. Το Γύθειο έχει και αρχαίο θέατρο, έχει και ωραίες παλιές εκκλησίες, είναι ένας οικισμός που αξίζει να του αφιερώσετε χρόνο και να τον περπατήσετε. Στον δρόμο που το ενώνει με την Αρεόπολη βρίσκεται και το κάστρο του Πασσαβά, το οποίο σηματοδοτούσε για αιώνες τα σύνορα της Μάνης. Δεν ανεβαίνει αυτοκίνητο, ευκαιρία για λίγο ακόμη ποδαρόδρομο.
Από εκεί, πίσω στην Αρεόπολη και στο γειτονικό Οίτυλο: Ο κύκλος ολοκληρώθηκε. Μια διαδρομή λουσμένη στο φως. Σε μια γη σπαρμένη πέτρες και ξερόχορτα, που όσο πυρώνει τόσο πιο έντονες απελευθερώνει τις υπέροχες μυρωδιές της. Με τα πυργόσπιτά της, έτσι όπως υψώνουν τις ψηλόλιγνες φιγούρες τους προς τον ουρανό, να μοιάζουν με προσευχές φτιαγμένες από πέτρα. Παρατηρώ το τοπίο ενώ σκοτεινιάζει, κατάκοπος από την πολύ γεμάτη ημέρα, και δανείζομαι για άλλη μία φορά τα συγκινητικά λόγια με τα οποία ο Πάτρικ Λι Φέρμορ περιγράφει τη στιγμή του δειλινού, στον δρόμο του προς τη Μάνη: «Ο ήλιος είχε πέσει, αλλά τα δέντρα και τα πρώτα σπίτια του Κάμπου καιγόντουσαν ακόμα από το ηλιόφως πούχανε μαζέψει μέχρι το λιόγερμα. Μοιάζανε να λάμπουν από μέσα τους, απ’ τη δικιά τους εσωτερική ακτινοβολία του ελληνικού καλοκαιριού, που διαρκεί μιαν ώρα περίπου μετά το πέσιμο του ήλιου, έτσι που οι άσπροι τοίχοι και οι κορμοί των δέντρων κ’ οι πέτρες χάνονται σιγά σιγά στο σκοτάδι, σα λυχνάρια που αργοσβήνουν».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Ιουλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ