Η συμφωνία για τη μεταμνημονιακή περίοδο έχει τέσσερις κύριoυς άξονες.
Πρώτον, η χρονική επιμήκυνση σημαντικού μέρους των διμερών δανείων κατά 10 έτη μειώνει τις ανάγκες χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου μεσοπρόθεσμα, διατηρώντας τις σχετικές ανάγκες του κάτω από αυτές άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η σχετική απόφαση ήταν αναγκαία καθώς η ελληνική οικονομία είναι ακόμη αδύναμη, το ύψος του συσσωρευμένου χρέους υψηλό και υπερβολική επιβάρυνση θα καθιστούσε την πορεία της μη βιώσιμη.
Δεύτερον, το δάνειο του τρίτου προγράμματος είχε προβλεφθεί να καλύπτει τις ανάγκες σε ιδιαίτερα δυσμενείς συγκυρίες και υπάρχει ένα υπόλοιπο ποσό –σημαντικό μέρος που χρησιμοποιείται ώστε οι ανάγκες νέας χρηματοδότησης να είναι πολύ περιορισμένες σε βραχυχρόνιο ορίζοντα. Αυτό σημαίνει πως η έξοδος της οικονομίας στις διεθνείς αγορές για κεφάλαια θα είναι μάλλον ονομαστική και αρχικά μπορεί να έχει δοκιμαστικό χαρακτήρα.
Τρίτον, το συμφωνημένο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων αντανακλά από τη μια την ανάγκη να μην ξανακυλήσει η χώρα σε ανεύθυνες πολιτικές δημοσιονομικών ελλειμμάτων και, από την άλλη, την έλλειψη εμπιστοσύνης πως θα προωθηθούν επαρκώς αναπτυξιακές πολιτικές –αυτά τα πλεονάσματα θα ήταν χαμηλότερα αν ήταν σαφές ότι η χώρα δεν θα εκτραπεί μελλοντικά, καθώς οι πιστωτές δεν θα ήθελαν να βρεθούν στη θέση να πρέπει να ασχοληθούν ξανά με το ελληνικό ζήτημα για τα επόμενα λίγα χρόνια. Τέταρτον, οι συστηματικοί έλεγχοι για την πρόοδο στις δομικές μεταρρυθμίσεις έχουν προβλεφθεί γιατί δεν διαφαίνεται μια ενδογενής μεταρρυθμιστική δυναμική –άρα πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός εποπτείας που, ταυτόχρονα, θα μπορεί να μεταφέρει πληροφόρηση και στους ενδιαφερόμενους επενδυτές. Συνολικά, εκκαθαρίζονται σημαντικά εμπόδια που θα μπορούσαν να εκτρέψουν τα επόμενα χρόνια την οικονομία από την πορεία ανάκαμψής της από την ύφεση, αλλά οι βαθμοί ελευθερίας να είναι πολύ περιορισμένοι.
Ποιες είναι λοιπόν πλέον οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας; Πρέπει να συνυπολογιστούν τα μακροχρόνια δομικά χαρακτηριστικά της –από το τέλος δεκαετίας του ’70 η ελληνική οικονομία συστηματικά έχει χαμηλότερες επιδόσεις από τις άλλες ευρωπαϊκές και σε ελάχιστες μόνο περιόδους ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης ξεπέρασε το 1%. Επίσης, πρέπει να συνυπολογιστεί το πώς συμπεριφέρθηκε το παραγωγικό δυναμικό αλλά και η κοινωνία και η πολιτική της έκφραση κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης. Υπήρξε εξισορρόπηση των ελλειμμάτων και σχετική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αλλά κυρίως μέσω της ύφεσης και σε πολύ μικρό βαθμό με αλλαγή της δομής. Υπήρξε υποστήριξη της ευρωπαϊκής θέσης και κεκτημένου αλλά ελάχιστη διάθεση ρήξης με τις κρίσιμες παθογένειες του παρελθόντος, και συναίνεση για αλλαγές σε μια αναπτυξιακή προοπτική. Τέλος, βέβαια, πρέπει να συνυπολογιστούν οι περιορισμοί, από το μεταμνημονιακό πλαίσιο, τα προβλήματα που κληρονομούνται σχετικά με τα συσσωρευμένα δάνεια, δημόσια, επιχειρηματικά και των νοικοκυριών και οι κίνδυνοι από τη μεταστροφή του διεθνούς περιβάλλοντος, που ήταν ευνοϊκό την τελευταία τριετία αλλά δεν θα είναι για πάντα.
Συνολικά η ελληνική οικονομία μπορεί να μην καταστράφηκε από τη δεκαετή κρίση, αλλά είναι ασθενής και χωρίς αναπτυξιακή δυναμική σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Με το κόστος της ύφεσης, βέβαια, κερδήθηκε κάποιος χρόνος. Υπάρχει ακόμη χώρος για αποφάσεις πολιτικής στα επόμενα χρόνια, τέτοιες που θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε θετική έκβαση της κρίσης μέσω ισχυρής ανάπτυξης. Αλλά, σαφώς, δεν βρισκόμαστε ακόμη σε ένα τέτοιο σημείο και δεν υπάρχει καμία διασφάλιση πως η έκβαση θα είναι θετική και όχι μια επικίνδυνη στασιμότητα.
Σχετικά με την προοπτική ανάπτυξης θα είναι σημαντικό εφεξής να αποφευχθούν λάθη. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το τέλος του προγράμματος συνεπάγεται χαλαρότερη εποπτεία και τη δυνατότητα κατάχρησης βαθμών ελευθερίας. Στον βαθμό που σταδιακά θα στρεφόμαστε στις αγορές, σε βάθος δεκαετίας, οι σχετικές απαιτήσεις θα αυξάνονται. Καθυστερήσεις, αμφισημία και παλινδρομήσεις δεν θα έχουν μόνο ως επίπτωση τις σημαντικές καθυστερήσεις, όπως είχαν έως τώρα, αλλά ακαριαία και επώδυνη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και φυσικά απομάκρυνση των επενδυτών, άρα διαιώνιση της ύφεσης, ή έστω της στασιμότητας, και της ανεργίας. Η περίοδος χάριτος φτάνει στο τέλος της και απαιτείται επειγόντως ωρίμαση και υπευθυνότητα. Δεν πρέπει επίσης να καλλιεργούνται προσδοκίες για διασφάλιση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Η στροφή της οικονομίας λαμβάνει χώρα με πολύ αργό ρυθμό και η αύξηση της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας θα πάρει χρόνια. Οπως, άλλωστε, η πορεία σταδιακής διολίσθησης προς τα χαμηλότερα επίπεδα της ευρωπαϊκής οικονομίας διήρκεσε πολλά χρόνια, το ίδιο θα συμβεί και για την αντίστροφη πορεία. Υπό όρους και με τις κατάλληλες αποφάσεις, όμως, η τελική έκβαση της κρίσης μπορεί να είναι θετική.
Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.