Δυόμισι μήνες μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου στη Γερμανία, η ισχυρότερη χώρα της ΕΕ παραμένει βυθισμένη σε βαθιά κυβερνητική κρίση. Αγνωστο παραμένει πότε και κυρίως ποια κυβέρνηση θα έχει το Βερολίνο την επόμενη τετραετία. Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία μετά την εκλογική της επιτυχία περιμένει και την ιστορική ευκαιρία να αναλάβει και την αξιωματική αντιπολίτευση στο Μπούντεσταγκ. Η Γερμανία, πυλώνας πολιτικής σταθερότητας στην ΕΕ, κινδυνεύει να εξελιχθεί στον πολιτικό ασθενή της Ευρώπης σε μια συγκυρία που η συμβολή του Βερολίνου είναι απαραίτητη για να μπει φρέσκος αέρας στο οικοδόμημα της ΕΕ από το παράθυρο που άνοιξε ο Εμανουέλ Μακρόν.
Με όσα μεσολάβησαν από τις εκλογές ως σήμερα ένα είναι βέβαιο: ο δρόμος μέχρι να αποκτήσει νέα κυβέρνηση η Γερμανία θα είναι μακρύς. Εσχατη λύση θα είναι οι νέες εκλογές κάποια στιγμή την ερχόμενη άνοιξη.
Και η λύση που θα δοθεί στην κυβερνητική κρίση θα καθορίσει ταυτόχρονα και το πολιτικό μέλλον των τριών βασικών πρωταγωνιστών: Ανγκελα Μέρκελ, Μάρτιν Σουλτς και Χορστ Ζεεχόφερ. Και οι τρεις αμφισβητούνται λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά στο εσωτερικό των κομμάτων τους. Και οι τρεις, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, δεν θα είναι πλέον πρωταγωνιστές στις επόμενες τακτικές εκλογές σε τέσσερα χρόνια. Το τέλος των Ζεεχόφερ και Σουλτς θα έρθει πολύ νωρίτερα. Το τέλος της Μέρκελ θα χρειαστεί μία ακόμη θητεία της στην καγκελαρία για να οργανώσει τη διαδοχή της.
Υπό την έννοια αυτή, η παρούσα κυβερνητική κρίση είναι τέλος εποχής για τη Γερμανία.

Ο «μεγάλος συνασπισμός»

Η επανέκδοση ενός «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών είναι το σενάριο που συγκεντρώνει πλέον τις περισσότερες πιθανότητες. Κομβικό ρόλο παίζει το SPD που παραμένει διχασμένο ανάμεσα στους υπέρμαχους της στήριξης κυβέρνησης μειοψηφίας της Μέρκελ και στους υποστηρικτές της συμμετοχής στην κυβέρνηση, την οποία θα «εξαγοράσει» με μια «ακριβή» κοινωνική ατζέντα. Η νεολαία του κόμματος, «Γιούζος» (Jusos), ξεκίνησε καμπάνια κατά του «μεγάλου συνασπισμού».
Τα προβλήματα του «μεγάλου συνασπισμού» είναι πολλά. Καταρχήν θα φέρει, ως παράπλευρη συνέπεια, το ακροδεξιό AfD στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα σημαίνει ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος και επικράτηση των ηττημένων στις εκλογές. Τα δύο κόμματα έχασαν αθροιστικά σχεδόν 14% (η Χριστιανική Ενωση της Μέρκελ -8,6%, οι Σοσιαλδημοκράτες του Σουλτς -5,2%).
Δεν τον προτιμούν ούτε οι Γερμανοί, μολονότι τον βλέπουν να έρχεται. Μόνον το 22% επιθυμεί έναν νέο «μεγάλο συνασπισμό» CDU/CSU-SPD, αλλά σχεδόν ένας στους δύο περιμένει ότι αυτή θα είναι η επόμενη κυβέρνηση του Βερολίνου, σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου INSA για την εφημερίδα «Μπιλντ». Ενας στους τρεις Γερμανούς (30%) επιθυμεί νέες εκλογές, αλλά μόνον ένας στους πέντε (20%) περιμένει ότι η Γερμανία θα οδηγηθεί ξανά στις κάλπες.

Η κυβέρνηση μειοψηφίας

Είναι μονόδρομος ο «μεγάλος συνασπισμός» που θέλει η Μέρκελ με το επιχείρημα της σταθερής κυβέρνησης; Οχι, απαντά ο ιστορικός Χάινριχ-Αουγκουστ Βίνκλερ. Αντίθετα, «υποσκάπτει το μέλλον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Θα είναι ο τέταρτος στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας, ο τρίτος από το 2005 και ο δεύτερος διαδοχικά. «Περισσότερο από κάθε άλλη μορφή κυβερνητικής συνεργασίας, ο «μεγάλος συνασπισμός» θέτει εκτός λειτουργίας την εναλλαγή των μεγάλων κομματικών σχηματισμών στην εξουσία» προειδοποιεί ο γερμανός ιστορικός. Ο κίνδυνος συρρίκνωσης του Κέντρου και ενίσχυσης των άκρων είναι υπαρκτός, όπως δείχνει το παράδειγμα της Αυστρίας με το ακροδεξιό, λαϊκιστικό FÖP που χτύπησε την πόρτα της εξουσίας.
Συγκρίσεις της σημερινής Γερμανίας με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι άτοπες. Στην «πρώτη γερμανική δημοκρατία» ο συνταγματικός πατριωτισμός ήταν είδος εν ανεπαρκεία και ο διεθνής προσανατολισμός της Γερμανίας άκρως διαφιλονικούμενος, σημειώνει ο Βίνκλερ. Σήμερα υπάρχει αποδοχή της συνταγματικής τάξης και ευρύτατη συναίνεση στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, με εξαίρεση το ακροδεξιό Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και την Αριστερά (Linke). Κατά συνέπεια, μια κυβέρνηση μειοψηφίας της Χριστιανικής Ενωσης με καγκελάριο την Ανγκελα Μέρκελ δεν πρέπει να φοβάται ότι θα βρεθεί χωρίς πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ στα σημαντικά ζητήματα ευρωπαϊκής και εξωτερικής πολιτικής» εκτιμά ο Βίνκλερ.

Προσγείωση στη «Δημοκρατία του Βερολίνου»

Η λύση της κυβέρνησης μειοψηφίας έχει πολλούς υποστηρικτές στη γερμανική διανόηση. Ο Ρόλαντ Κτσάντα, πολιτειολόγος στο Πανεπιστήμιο του Οσναμπρικ, πιστεύει ότι καμία άλλη χώρα δεν διαθέτει τόσο καλές προϋποθέσεις για μια κυβέρνηση μειοψηφίας, όσο η Γερμανία με το συναινετικό πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά.
Στη Δημοκρατία της Βόννης, τη δυτική Ομοσπονδιακή Γερμανία, κυριαρχούσαν τρία πολιτικά κόμματα, Χριστιανική Ενωση, Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελεύθεροι. Η αλλαγή κυβερνήσεων –με εξαίρεση τον πρώτο «μεγάλο συνασπισμό» CDU-SPD την τριετία 1966-1969 –προέκυπτε πάντα από την αλλαγή στρατοπέδου των Φιλελευθέρων, οι οποίοι έδιναν κυβερνητική πλειοψηφία πότε στους Χριστιανοδημοκράτες και πότε στους Σοσιαλδημοκράτες.
Στη Δημοκρατία του Βερολίνου ωστόσο, κυρίως μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, η κομματική γεωγραφία στην επτακομματική Βουλή αποτυπώνει μεν με ακρίβεια την υπάρχουσα πολυμορφία, αλλά καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξεύρεση κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα είναι ακυβέρνητη. Στη «Δημοκρατία της διαπραγμάτευσης», όπως ονομάζει τη Γερμανία ο ιστορικός Κτσάντα, η συνεργασία ως μοντέλο άσκησης εξουσίας εκτείνεται σε όλο το εύρος του πολιτικού συστήματος. Επιβάλλεται στην πράξη με τα δύο νομοθετικά σώματα, αφενός την Ομοσπονδιακή Βουλή «Μπούντεσταγκ» και αφετέρου το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο «Μπούντεσρατ», το οποίο πρέπει επίσης να εγκρίνει τα ψηφισθέντα από τη βουλή νομοσχέδια. Δεδομένου ότι οι συσχετισμοί στα δύο σώματα είναι διαφορετικοί, τα κόμματα της αντιπολίτευσης στη Βουλή συγκυβερνούν μέσω της συμμετοχής τους σε τοπικές κυβερνήσεις που εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο.

Η γερμανική κρίση και το ελληνικό ζήτημα

Οσο αποφασιστική είναι η έκβαση της κυβερνητικής κρίσης στη Γερμανία για τις μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ που επιδιώκει ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, άλλο τόσο αβάσιμος είναι ο πανικός για παράλυση της ΕΕ εξαιτίας της Γερμανίας. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Βερολίνου δεν μπορεί να αποφασίσει για θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις της ΕΕ. Αλλά έχει εκ του Συντάγματος μεγάλα περιθώρια διαχειριστικής ικανότητας στην άσκηση της καθημερινής πολιτικής και σε ευρωπαϊκά ζητήματα, όπως έδειξε το παράδειγμα του ζιζανιοκτόνου γλυφοσάτη, που «δηλητηρίασε» το κλίμα ανάμεσα σε Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες.

Οι αποφάσεις για την Ελλάδα, όταν χρειαστούν, θα ληφθούν από την Ομοσπονδιακή Βουλή. Και αυτή λειτουργεί πλήρως, είτε με υπηρεσιακή είτε με κυβέρνηση μειοψηφίας της Μέρκελ. Παράδειγμα: Στην πρώτη τακτική συνεδρίαση της Μπούντεσταγκ, στις 21/11, εγκρίθηκε με διακομματική πλειοψηφία το αίτημα της Ιρλανδίας να αποπληρώσει νωρίτερα ακριβά δάνεια του ESM καθώς δανείζεται φθηνότερα στις αγορές. Και τα ελληνικά θέματα είναι αρμοδιότητας Ομοσπονδιακής Βουλής, στην οποία υπάρχει άνετη πλειοψηφία Χριστιανικής Ενωσης, Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων.
Ταυτόχρονα, ο υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών Πέτερ Αλτμάιερ είναι το «δεξί» χέρι της Μέρκελ και κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνει, αφού ναυάγησε η «Τζαμάικα» που ενείχε τον κίνδυνο να περάσει το νευραλγικό αυτό υπουργείο στα χέρια των Φιλελευθέρων του Λίντνερ.
Οσο για τη σύσταση του Αλέξη Τσίπρα στον Μάρτιν Σουλτς, «διά της κωλοτούμπας», να συγκυβερνήσει με την Ανγκελα Μέρκελ, απευθυνόταν στο δικό του ακροατήριο, προσφέροντας κακή υπηρεσία στον πανταχόθεν στριμωγμένο Μάρτιν Σουλτς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ