Είναι πολύ όμορφη, πολύ συνεσταλμένη, πολύ ταπεινή. Πολύ εύθραυστη. Ως επαγγελματίας, εξαιρετικά επιλεκτική και ίσως από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της. Της αρέσουν οι άγγελοι και στην τελευταία δουλειά της, την ταινία «Καζαντζάκης», η Μαρίνα Καλογήρου μας είπε ότι είχε την τύχη να συνεργαστεί με δύο· τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο που υποδύεται τον συγγραφέα και τον Γιάννη Σμαραγδή που τους σκηνοθέτησε, υλοποιώντας ένα όνειρο ζωής. Την πιστεύω. Νιώθω ότι η ειλικρίνεια της ηθοποιού είναι γνήσια, ότι η Μαρίνα Καλογήρου, η Ελένη Καζαντζάκη της ταινίας, δεν έχει την ανάγκη να κολακέψει κανέναν.
Υστερα από τις σπουδές της στo Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας, τη δραματική σχολή του Γιώργου Κιμούλη, και ένα δίπλωμα διδασκαλίας μοντέρνου χορού και jazz του έγκριτου ISTD του Λονδίνου, ο κόσμος του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης βρήκε τη Μαρίνα Καλογήρου έτοιμη για όλα: ταινίες («Πολίτικη κουζίνα», «Καλά κρυμμένα μυστικά, Αθανασία», «Αν» κ.ά.), τηλεοπτικές σειρές («10η εντολή», «Σαν γλυκό του κουταλιού», «Ερόικα» κ.λπ.) και φυσικά θέατρο («Ωραία μου κυρία», «Τρελή του Σαγιό», «Εκκλησιάζουσες», «Eγκλημα και τιμωρία», «Ο συλλέκτης» κ.ά.) συνθέτουν το μακρύ βιογραφικό της. Η δραστήρια ηθοποιός έχει επίσης ασχοληθεί με διάφορα είδη σωματικής και πνευματικής άσκησης (από χορολογία, ρυθμική, flamenco και yoga, μέχρι hara centering, tai chi, zazen και ayurveda), έχει εργαστεί ως χορεύτρια, έχει διδάξει χορό και θεατρικό παιχνίδι και παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα υποκριτικής, ενώ από το 2013 διδάσκει το μάθημα «Δυναμική έκφραση» σε δραματικές σχολές και το φθινόπωρο του 2014 ανέλαβε τον καλλιτεχνικό σχεδιασμό των τμημάτων του πολιτιστικού τμήματος του ΘΟΠΑΑ στον Δήμο Αλίμου.
Στον «Καζαντζάκη» ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και η Μαρίνα Καλογήρου φτιάχνουν τον πυρήνα της ταινίας. Στην κυριολεξία. Για την ακρίβεια, η ταινία παίρνει στ’ αλήθεια μπροστά από τη στιγμή που η Καλογήρου εμφανίζεται στην οθόνη. Είναι αδύνατον να περιγραφεί με λέξεις η κινηματογραφική φλόγα που ο Σμαραγδής κατάφερε ν’ ανάψει με τους δύο ηθοποιούς στους βασικούς ρόλους. Οσο αδιάφορος ή αποστασιοποιημένος κι αν θες να είσαι, όσο κυνική κι αν είναι η φύση σου, δεν μπορείς ν’ αντισταθείς στον κόμπο που σε πνίγει βλέποντας αυτούς τους δύο ηθοποιούς μαζί· απλώς να κοιτιούνται…
Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό σας όταν σας προτάθηκε ο ρόλος της Ελένης Καζαντζάκη;
«Οτι όσο πιο πολύ αγαπάς τόσο πιο πολλά θαύματα συμβαίνουν».
Σας πέρασε από το μυαλό να τον αρνηθείτε;
(Γελώντας) «Μα όχι!».
Πέραν των βασικών, γνωρίζατε κάτι παραπάνω από πριν για την Ελένη Καζαντζάκη ή ανακαλύψατε τον άνθρωπο από το σενάριο;
«Τυχαία –αν και πλέον αναρωτιέμαι αν ήταν πράγματι τυχαία… –είχε πέσει στα χέρια μου μέσα σε ένα καμαρίνι του Εθνικού ο πρόλογος της «Αναφοράς στον Γκρέκο». Τον διάβασα λίγο πριν βγω στη σκηνή. Η τελευταία παράγραφος με συγκίνησε πολύ βαθιά. Βγήκα στη σκηνή και μέσα μου υπήρχε μια γλύκα, μια πίστη».
Χρησιμοποιήσατε κάποια ιδιαίτερη μέθοδο για την προετοιμασία του ρόλου και την προσέγγιση της ηρωίδας;
«Οχι ακριβώς. Μελέτησα όσο πιο πολύ μπορούσα τα έργα του Καζαντζάκη. Για να τον ερωτευτώ όσο εκείνη τον ερωτεύτηκε… Και διάβασα και το δικό της βιβλίο για εκείνον. Αλλά έχω και μια μικρή άρνηση στην πολλή μελέτη. Το ένστικτο με οδηγεί πάντα καλύτερα από την πληροφορία. Και επίσης με τα πρόσωπα που έχουν υπάρξει στ’ αλήθεια λειτουργεί και κάτι άλλο, πιο μεταφυσικό. Αντί να φορτώνεσαι με φαντασίες και ιδέες, είναι καλύτερα να αδειάζεις όσο πιο πολύ μπορείς και να επιτρέπεις σε αυτή την ψυχή να περάσει από μέσα σου και να κάνει αυτό που πρέπει. Μπορεί για κάποιους κάτι τέτοιο ν’ ακούγεται πολύ «πνευματικό», αλλά στην τέχνη μερικές φορές τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ μαγικά».
Υπήρξαν στιγμές που φοβηθήκατε τον ρόλο από τη στιγμή που άρχισαν τα γυρίσματα;
«Μα είχα δίπλα μου τα «τέρατα». Τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και τον Γιάννη Σμαραγδή. Μ’ αυτούς τους συνεργάτες δίπλα σου, δεν φοβάσαι τίποτε!».
Αν σας ζητούσα να σκεφτείτε ένα κοινό σας σημείο με την Ελένη Καζαντζάκη, ποιο θα ήταν αυτό;
«Η τρέλα και το πάθος της για το «υψηλό». Οτι θα μπορούσε να θυσιάσει τα πάντα, αρκεί να υπηρετήσει το μεγάλο, το ιδανικό· τον λόγο για τον οποίο αξίζει κανείς να υπάρχει».
Και αν σας ζητούσα το εντελώς αντίθετο; Ενα στοιχείο της που είναι εντελώς ασύμβατο με τον δικό σας χαρακτήρα;
«Η υπομονή της και η ανυπαρξία τού εγώ της. Πολλές φορές ήταν δίπλα του αόρατη, σαν να μην υπήρχε η ίδια. Για να τον στηρίξει με την τέλεια αγάπη».
Το δυνατότερο, κατά τη γνώμη μου, στοιχείο της ταινίας είναι η ίδια η σχέση Νίκου και Ελένης Καζαντζάκη. Θα θέλατε να μου μιλήσετε λίγο για το πώς χειριστήκατε αυτή τη σχέση με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο;
«Ω, μα ο Οδυσσέας είναι άγγελος. Δεν μου έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Ηταν ένας συνάδελφος που βρισκόταν εκεί πρώτα για εμένα και μετά για τον εαυτό του. Είναι σαν… να συγκεντρωνόταν δίνοντας. Σαν να ζούσε επειδή έδινε στον άλλον ζωή. Και αυτός ο άλλος δεν ήταν τα παιδιά του ή η γυναίκα του. Ηταν ένας άνθρωπος που γνώριζε ελάχιστα και μπορεί να μην τον ξαναέβλεπε και ποτέ. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, η συνεργασία μας ήταν σαν νεράκι. Δίναμε και παίρναμε, ο ένας με τον άλλον, με σεβασμό, με ευγνωμοσύνη, με γενναιοδωρία και δουλεύαμε και οι δύο με στόχο να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό και να δημιουργήσουμε ό,τι πιο όμορφο για το καλό της ταινίας».
Η σχέση των δύο αυτών ανθρώπων, εξιδανικευμένη ή όχι από τον σκηνοθέτη, αγγίζει τα όρια ενός θαύματος ανθρώπινης επικοινωνίας και αφοσίωσης, κάτι πέρα από τον έρωτα και την αγάπη. Πιστεύετε ότι υπάρχουν τέτοιες σχέσεις ή «ανήκουν» κατ’ αποκλειστικότητα σε ανθρώπους όπως το ζεύγος Καζαντζάκη;
«Είναι ακριβώς έτσι όπως το λέτε. Είναι ένα πρότυπο σχέσης. Εγώ, όταν είδα την ταινία, ένιωσα και κάτι άλλο. Οτι θα απαντηθεί οποιοδήποτε ερώτημα σε σχέση με το αν αυτοί οι δύο άνθρωποι στην πραγματικότητα είχαν ή όχι σεξουαλική επαφή. Γιατί, όπως ξέρετε, πολλοί λένε ότι ο Καζαντζάκης ήταν ανίκανος. Βλέποντας την ταινία, νιώθεις ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν έχουν καμία ανάγκη να ενώσουν τα σώματά τους, γιατί η ένωσή τους ξεπερνά κατά πολύ το σώμα. Ενώνει νου, καρδιά και ψυχή σε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο. Και, ναι, πιστεύω πως υπάρχουν τέτοιες σχέσεις, πολύ σπάνια, όταν οι άνθρωποι ξεπερνούν τα εγώ τους και μοιράζονται μια αληθινή συνειδητή αγάπη».
Εσείς έχετε ζήσει τέτοια σχέση; Και αν όχι, θα το θέλατε;
«Προσπαθώ να γίνω άξια για μια τέτοια σχέση. Προσπαθώ να εξελίξω τον εαυτό μου τόσο ώστε να μπορώ να υπερβώ τα θέλω μου και τον εγωισμό μου για να είμαι ανοιχτή και έτοιμη για την αληθινή αγάπη. Οχι μόνο το θέλω, αλλά είναι και η πρώτη μου προτεραιότητα».
Θυμάστε πότε πρωτοδιαβάσατε Καζαντζάκη, ποιο ήταν το βιβλίο και τι συναισθήματα σας προκάλεσε;
«Ο «Ζορμπάς» ήταν. Και με γέμισε ευτυχία και έμπνευση. Εμπνευση για μια ζωή γεμάτη δημιουργικότητα, χαρά, τρέλα και ελευθερία. Είναι πραγματικά τόσο σπουδαίος ο Καζαντζάκης! Είμαστε τόσο τυχεροί που μπορούμε απλώς να ανοίξουμε ένα βιβλίο με τα δυο τεμπέλικα χεράκια μας και να πεταχτούν θαύματα από εκεί μέσα. Ο γιος μου, όταν ήταν επτά χρόνων, σε μια περίοδο που δάνειζα βιβλία, είχε διαβάσει κατά λάθος την πρώτη σελίδα από την «Ασκητική». Ηταν από τις πρώτες φορές που μπόρεσε να διαβάσει μόνος του. Και μου είπε: «Μαμά, αυτό το βιβλίο μην το δανείσεις ποτέ. Είναι ό,τι πιο ωραίο έχω διαβάσει ποτέ στη ζωή μου!»».
Υπάρχει γενικώς κάποιο βιβλίο που θα μπορούσατε να πείτε ότι σας άλλαξε διαβάζοντάς το;
«Τη ζωή μου την άλλαξε στ’ αλήθεια, το 2005, το βιβλίο «Η δύναμη του τώρα» του Εκχαρτ Τόλε. Γεννήθηκε μια δεύτερη Μαρίνα».
Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτή την εποχή, αν όντως διαβάζετε;
«Αυτή την εποχή διαβάζω πάρα πολύ και πάρα πολλά. Διαβάζω για το θέατρο του Πίτερ Μπρουκ, το μυθιστόρημα «Poison» της Kάθριν Χάρισον, τη «Δύναμη του τώρα» για 12η φορά και ένα βιβλίο για το ρέικι. Ταυτόχρονα».
Θεωρείστε μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς της γενιάς σας. Είναι κάτι που σας κάνει να αισθάνεστε άβολα, κάτι που σας αφήνει αδιάφορη ή κάτι που σας δίνει θάρρος για να γίνεστε καλύτερη;
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που το πιστεύετε αυτό. Κάθε φορά που ακούω κάτι τέτοιο νομίζω πως απλώς ο άλλος λέει ψέματα. Δεν μπορώ να ακούσω στ’ αλήθεια κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω γιατί. Είναι από ανασφάλεια, από σεμνότητα, από προστασία ή απλώς επειδή δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου απέξω; Οπως και να ‘χει, εγώ προσπαθώ πάντα να κάνω –να είμαι –το καλύτερό μου. Οχι μόνο στη δουλειά, σε όλη μου τη ζωή».
Οι κινηματογραφικές εμφανίσεις σας είναι μάλλον σποραδικές, η τελευταία ταινία σας πριν από τον «Καζαντζάκη» είναι η «Τελευταία φάρσα», τέσσερα χρόνια πριν. Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για αυτό;
«Γενικά με τη δουλειά έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Θέλω αυτό που κάνω να είναι ουσιαστικό για εμένα. Τα τελευταία χρόνια βρίσκομαι στην παράξενη θέση να είμαι ηθοποιός, αλλά ταυτόχρονα να έχω δικό μου όραμα, να θέλω να εκφράσω συγκεκριμένα πράγματα και με συγκεκριμένο τρόπο και κυρίως όσον αφορά το «μήνυμα». Κανονικά λοιπόν θα έπρεπε να είμαι σκηνοθέτρια για να μπορέσω να το κάνω αυτό. Ομως είμαι ηθοποιός, είμαι απλώς ένα όργανο που υπηρετεί το όραμα ενός συγγραφέα και ενός σκηνοθέτη. Αυτή λοιπόν η σύγκρουση μέσα μου δημιουργεί μια καθυστέρηση από τη μια δουλειά στην άλλη. Εχω μπλέξει, καταλάβατε;».
Απολύτως. Αλλά τα πάτε θαυμάσια. Και για να κλείσουμε, ποια είναι η πρώτη λέξη που περνάει από το μυαλό σας ακούγοντας τα παρακάτω ονόματα;
Τάσος Μπουλμέτης: «Τρυφερότητα».
Χριστόφορος Παπακαλιάτης: «Στήριξη».
Γιάννης Σμαραγδής: «Αγγελος».
* Η ταινία «Καζαντζάκης» θα προβάλλεται από τις 23 Νοεμβρίου, σε διανομή Audio Visual.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ