Μία από τις πλέον συχνές ερωτήσεις που δέχομαι από τους φοιτητές μου είναι αν πλέον βρισκόμαστε σε μια νέα ψυχροπολεμική φάση εξέλιξης των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων. Καταπνίγω την επιθυμία μου να τους πω «Δυστυχώς όχι» –οι λόγοι για το «δυστυχώς» βρίσκονται στη συστημική ανάλυση του J.J. Mearsheimer που ορθώς αναφέρει ότι η ανθρωπότητα θα κάνει καιρό να βιώσει ξανά μια τέτοια περίοδο αυξημένης συστημικής σταθερότητας –και απαντώ με ένα «Ασφαλώς όχι» απογοητεύοντας την πλειονότητα αυτών που νιώθουν ότι θα στερηθούν κομβικών διεθνοπολιτικών προκλήσεων στην επαγγελματική πορεία τους. Λανθάνουν όμως ως προς το πλαίσιο της έντασης των προκλήσεων σε διεθνές επίπεδο.
Η ψυχροπολεμική σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας δεν μπορεί να υπάρξει κυρίως εξαιτίας του ότι σε αυτή την ανταγωνιστική σχέση υπεισέρχεται με αξιώσεις και η Κίνα. Επίσης, άλλος ένας λόγος είναι ότι το διεθνές σύστημα, εξαιτίας της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, βιώνει ένα διευρυμένο φαινόμενο διάχυσης του τρόμου (spillover effect) και επομένως της πολιτικο-στρατηγικής και κοινωνικο-οικονομικής ρευστότητας (volatility) που ακολουθεί. Συνοψίζοντας, η διπολική αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας δεν υφίσταται, όχι γιατί οι δύο πλευρές δεν το επιθυμούν, αλλά γιατί τα συστημικά δεδομένα δεν το ευνοούν. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ΗΠΑ και Ρωσία δεν βρίσκονται σε τροχιά αυξημένου ανταγωνισμού.
Η Ρωσία με αποφασιστικές κινήσεις επιδιώκει να εισχωρήσει σε παραδοσιακές ζώνες αμερικανικής επιρροής και να δημιουργήσει μια νέα πολιτική κατάσταση με συγκεκριμένες στρατηγικές αντηχήσεις. Η Ανατολική Μεσόγειος, με την ισχυρή ρωσική στρατιωτική παρουσία για παράδειγμα στη Συρία, δεν είναι πλέον μια ζώνη αποκλειστικής δράσης του Αμερικανικού 6ου Στόλου, ενώ το mega-deal αγοράς των S-400 από την Αγκυρα δείχνει ότι το Κρεμλίνο βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση, όχι απλώς νέων αγορών, αλλά και πρόθυμων συνομιλητών. Ταυτοχρόνως, το κουρδικό ζήτημα και η γενικότερη αναταραχή που προκαλούν οι κινήσεις των Πεσμεργκά σε Βαγδάτη, Τεχεράνη, Δαμασκό και Αγκυρα γίνονται σημεία εκμετάλλευσης της παραδοσιακής ρωσικής εξωτερικής πολιτικής που επιδιώκει την αύξηση της αστάθειας σε ζώνες επιρροής που δεν ελέγχει η ίδια μέσω τακτικών «bait n’ bleed», τείνοντας δηλαδή ευήκοον ους σε δυνητικούς ή υφιστάμενους παράγοντες δημιουργίας στρατηγικών περιφερειακών κρίσεων. Τέλος, η παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή της Βαλκανικής, κυρίως μέσω μηχανισμών ήπιας ισχύος, είναι διαρκής και με αυξητικές τάσεις, όπως δείχνουν πρόσφατες δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης για κράτη όπως η Ελλάδα κ.λπ.
Οπως έχω υποστηρίξει με εγχώρια και διεθνή αρθρογραφία, η Μόσχα προβαίνει σε αυτού του είδους τις κινήσεις με στόχο να επιτύχει τη μεταφορά του κέντρου βάρους του αμερικανικού ενδιαφέροντος, καθώς ασφαλώς και αυτού της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, από τη Μαύρη Θάλασσα και τον ειδικό αμυντικό στρατηγικό ρόλο Ρουμανίας και Πολωνίας στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ευθεία αμφισβήτηση των δυτικών ζωνών επιρροής από τη Ρωσία που ορίστηκαν πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δείχνει ότι ο στρατηγικός ανταγωνισμός λαμβάνει πλέον αυξημένες τιμές αποτύπωσης.
Η ρωσική στρατηγική έχει αποτελέσματα. Ο δυτικός κόσμος δείχνει να έχει ξεχάσει ότι αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία υφίσταται ένα ιδιόμορφο καθεστώς ασαφούς κυριαρχίας για ένα μεγάλο κομμάτι του κράτους, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επεκτείνει τη «γοητεία» του διαρκώς σε νέα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, ενώ στη Μέση Ανατολή ο δυτικός κόσμος παρακολουθεί από απόσταση μια γιγαντιαία μεταβολή να λαμβάνει χώρα στον πυρήνα του θρησκευτικο-πολιτικού αφηγήματος, με σιιτικούς και σουνιτικούς παράγοντες –για πρώτη φορά μετά από αιώνες –να έρχονται σε επαφή και σε συνεργασία με την άμεση ή έμμεση ενθάρρυνση της Μόσχας. Οι ΗΠΑ απαντούν και αυτές με συγκεκριμένες κινήσεις στη διεθνοπολιτική σκακιέρα που κυρίως ως στόχο έχουν την ενίσχυση των μηχανισμών σκληρής ισχύος στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ που θα εδραιώσουν την ασφάλεια των κρατών-μελών από πυραυλικά συστήματα κρατών –παριών και όχι μόνο. Κινήσεις ασφαλώς λιγότερο θεματικές αλλά με δεδομένη στρατηγική υπεραξία.
Εχουμε πλέον εισέλθει στη δεύτερη φάση εξέλιξης της πολυπολικής συστημικής συνθήκης, με τις ανταγωνιστικές ροές να αυξάνουν σε επίπεδο Μεγάλων Δυνάμεων, δημιουργώντας νέα στρατηγικά και πολιτικά δεδομένα για το σύνολο του πλανήτη αλλά και για την περιοχή μας. Η Ελλάδα απέναντι σε αυτές τις αυξητικές ροές αποσταθεροποίησης οφείλει να αυξάνει την ένταση της φωνής της υπέρ του διαρκούς και σταθερού δυτικού της προσανατολισμού αλλά και να προετοιμάζει μια νέα στρατηγική ατζέντα με ορίζοντα δεκαετίας για τον ρόλο της στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως στρατηγικός δρων και καταλύτης ενίσχυσης των θεμελίων του διατλαντισμού ως γέφυρα ενισχυμένης επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Μια win-win πολιτική προοπτική που θα ενισχύσει τις δομές του ΝΑΤΟ, θα προσδώσει νέα ορθολογική κατεύθυνση σε μια κοινή πολιτική Αμυνας και Ασφάλειας για την ΕΕ αλλά και θα ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή.
Ο κ. Σπύρος Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ