Μια από τις πολλές υποχρεώσεις που νιώθω ότι έχω απέναντι στην τριών ετών κόρη μου είναι να τη μάθω να ακούει σωστή μουσική. Δηλαδή, να τη μάθω ότι το να συνωστίζεται στις μεγάλες πίστες ακούγοντας νταλκαδιαρικοτσιφτετέλια θα της αφαιρέσει πολύτιμο χρόνο, φαιά ουσία αλλά και μεγάλες ποσότητες αυτοσεβασμού.
Γι’ αυτόν τον λόγο έχει αρχίσει η «εκπαίδευση» με πολύ Μάνο Χατζιδάκι, Gustav Mahler, Bruce Springsteen, Waterboys και ασφαλώς Φοίβο Δεληβοριά, έναν από τους ορθολογικότερους εκφραστές της ανορθολογικής γενιάς του πατέρα της.
Βλέποντας λοιπόν μαζί της τις προάλλες το video clip του Φοίβου «Αυτή που περνάει» η κόρη μου με ρώτησε «πού είναι αυτός ο μεγάλος δρόμος που δείχνει η εικόνα». Αφηρημένος της απάντησα πως είναι η Πανεπιστημίου και με την πρώτη ευκαιρία που θα κατέβουμε Αθήνα θα περπατήσουμε μαζί εκεί. Και τότε συνειδητοποίησα ότι αυτός ο δρόμος ήταν η Πανεπιστημίου. Ή μάλλον ότι η εικόνα προβάλλει αυτό που κάποτε ήταν η Πανεπιστημίου. Οχι κάτι το ιδιαίτερο δηλαδή, μην τρελαθούμε κιόλας. Αλλά τουλάχιστον έναν δρόμο καθαρό, δίχως graffiti στους τοίχους, δίχως κλειστά μαγαζιά σε όλο το μήκος του, δίχως την ασκήμια της παρατεταμένης παρακμής του σήμερα που τείνει να λάβει διαστάσεις καθεστηκυίας τάξης.
Ποιος φταίει για την κατάντια αυτή της Πανεπιστημίου; Ποιος φταίει για την κατάντια της Αθήνας; Η κρίση και η διαρκής ύφεση; Ασφαλώς. Αλλά αν κάποιος ταξιδέψει στη Λισαβόνα, που κι αυτή μνημόνιο είχε πριν από λίγο καιρό, τέτοιο χάλι δεν θα δει! Αντιθέτως, είναι μια πόλη που ζει και αναπνέει κανονικά. Η πολιτική κουλτούρα του νεοέλληνα που αδιαφορεί για τον δημόσιο χώρο; Ορθό! Αλλά τα πράγματα πηγαίνουν όλο και χειρότερα. Ο δήμαρχος των Αθηνών και οι συνεργάτες του; Ορθότερο. Γεννήθηκα το 1974 και οι μνήμες μου για την Αθήνα ξεκινούν από την πρώτη θητεία Μπέη και φτάνουν μέχρι σήμερα. Αν και η Αθήνα ήταν για εμένα πάντα μια γκρίζα και άσχημη πόλη, ποτέ δεν την αγάπησα αν και ερωτεύτηκα παράφορα γωνιές της, εικόνες και ασφαλώς ανθρώπους της, δεν έφτασε σε καμία στιγμή στην αποθέωση της σημερινής μιζέριας, στον εναγκαλισμό της με τη μιζέρια και την παρακμή.
Εχοντας τα τελευταία χρόνια την ευκαιρία να ζω στη Θεσσαλονίκη, αν και τα πράγματα είναι εδώ πιο άσχημα από άποψη οικονομικών συνθηκών, εν τούτοις η πόλη δεν έχει υποκύψει στην ασκήμια. Ναι, τα προβλήματα είναι πολλά. Ναι, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να πετύχεις τους αριθμούς του Τζόκερ παρά να βρεις πάρκινγκ στο κέντρο, ενώ από τον Μάιο όλοι εδώ νιώθουμε σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς παλεύοντας με τα πιο αιμοβόρα και πολυπληθή κουνούπια που έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου, αλλά η πόλη έχει πετύχει μέσα στη γενικότερη μιζέρια που διαπερνά τον τόπο να γίνει ακόμη πιο ανοικτή, να αγαπήσει το κοσμοπολίτικο παρελθόν της, να αναδείξει τη λαμπρή σεφαραδίτικη κληρονομιά της, να αξιοποιήσει δημιουργικά υπέρ της την οθωμανική της ιστορία. Ναι, χρειάζονται πιο πολλά. Χρειάζεται η Θεσσαλονίκη να δει με άλλο μάτι τον 21ο αιώνα, να γίνει ακόμη πιο ευέλικτη και δυναμική. Περισσότερα πάρκα, ελεύθεροι χώροι, λιγότερα αυτοκίνητα. Αλλά η Θεσσαλονίκη ζει, ερωτεύεται στη νέα παραλία, βολτάρει στο κέντρο της, ενώ η Αθήνα αργοπεθαίνει.
Η μεγαλύτερη αγωνία μου όλα αυτά τα χρόνια είναι να μη μάθουμε να αγαπούμε το τέρας της ασκήμιας. Να μην κανονικοποιήσουμε τις εκπτώσεις στη ζωή μας. Να μη σταματήσουμε να αισθανόμαστε κοινωνοί του δυτικού πολιτιστικού και πολιτικού προτάγματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κοσμοπολιτισμού και αρχίσουμε να αισθανόμαστε βολικά στο κακοραμμένο και τραχύ κοστούμι της τριτοκοσμικής αποδόμησης. Πριν λοιπόν ο δήμαρχος Αθηναίων θελήσει να ηγηθεί του χώρου της Σοσιαλδημοκρατίας ίσως θα ήταν καλό, χρήσιμο αλλά κυρίως ωφέλιμο για τους πολίτες της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους να ηγηθεί του δήμου των Αθηνών. Ισως, πριν θελήσει να προσφέρει στην κεντρική πολιτική σκηνή, να καταφέρει να προσφέρει στα δημοτικά δρώμενα των Αθηνών.
Ισως πριν θελήσει να αναμετρηθεί με τους ανέμους των πολιτικών αδιεξόδων της Ελλάδας των οκτώ χρόνων Μνημονίου να πρέπει να αναμετρηθεί με τους «ανεμόμυλους» που στοιχειώνουν την Αθήνα εδώ και πολλές δεκαετίες.
Μπορεί η κόρη μου να είναι μικρή ακόμη για να ακούσει τους Stranglers, αλλά αυτό το εξαιρετικό βρετανικό συγκρότημα έχει ένα τραγούδι με τίτλο «No more heroes any more». Είναι αυτό ακριβώς που χρειάζονται η ελληνική πολιτική σκηνή και η ελληνική κοινωνία. Οχι αυτόκλητους ήρωες αλλά αποδοτικούς τεχνοκράτες που να παράγουν έργο και να αφήνουν θετικότερο πρόσημο από αυτό που παρέλαβαν την ώρα της παράδοσης – παραλαβής.
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ