Βιντεοκλάμπ. Ουφάδικα. Γουόκμαν. Κασέτες. Μαγνητόφωνα. Γραφομηχανές. Atari. Πολαρόιντ. Αυτόματος τηλεφωνητής. Πολιτμπιρό. Τσερνομπίλ. Γκραντζ. Αν αναγνωρίζετε όλες ή κάποιες μόνο από τις παραπάνω έννοιες ή συσκευές, κατά πάσα πιθανότητα μεγαλώσατε στη δεκαετία του ’80, ανήκετε στην Generation X και μόλις χριστήκατε υποψήφιοι για να σώσετε τον κόσμο. Οπως διακηρύττει το τεύχος Σεπτεμβρίου του «Vanity Fair», ήρθε η ώρα οι baby boomers να παραμερίσουν και η γενιά των millennials να αναμείνει στο ακουστικό της: είρωνες, συνειδητοποιημένοι και ισορροπημένοι, αυτοί που γεννήθηκαν μεταξύ των μέσων της δεκαετίας του ’60 και των αρχών της δεκαετίας του ’80, οι τελευταίοι εκπρόσωποι της αναλογικής εποχής, κρίνονται άξιοι να αντιμετωπίσουν τα ζόρια του πρώιμου 21ου αιώνα.
Αν ο Ντάγκλας Κόπλαντ έδωσε στην Generation X το όνομα και το στίγμα της νεότητάς της με το ομώνυμο μυθιστόρημα το 1991, το μανιφέστο της ωριμότητάς της το 2017 ανήκει στον Ριτς Κοέν. Ο 49χρονος αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας επισημαίνει στο «Vanity Fair» ότι η γενιά του βρέθηκε στριμωγμένη ανάμεσα σε δύο πιο πολυάριθμες πληθυσμιακά ομάδες, αυτές των baby boomers και των millennials.
Τα παιδιά της πληθυσμιακής έκρηξης, γεννημένα μεταξύ του 1945 και των αρχών της δεκαετίας του ’60 ήξεραν τι ήθελαν: μια εξέγερση. «Ελεγαν ότι ήταν κατά του Ρίτσαρντ Νίξον ή του πολέμου στο Βιετνάμ ή του κομφορμισμού της δεκαετίας του 1950 ή της ντίσκο, στην πραγματικότητα όμως εξεγείρονταν ενάντια στους γονείς τους, ειδικά ενάντια στους πατέρες τους. Ηταν μια απόρριψη της αστικής ζωής, του άνδρα με το γκρίζο φανελένιο κοστούμι, μαζί με τα προάστια, τη διαδρομή από και προς τη δουλειά, την εταιρική ιεραρχία, τις απλές απολαύσεις τής φαινομενικά άτολμης ζωής». Η δική τους αντίδραση έφερε το ροκ εν ρολ, το LSD, τη σεξουαλική επανάσταση, τα 60s όπως τα ξέρουμε. Τα παιδιά της χιλιετηρίδας, πάλι, όσα γεννήθηκαν μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του ’80 και του 2000, δεν ξέρουν τι θέλουν, εκτός ίσως από ατελείωτο σκρολάρισμα σε οθόνες και φευγαλέα όνειρα ουτοπίας. Το τι ακριβώς θα δώσουν στο μέλλον παραμένει άδηλο.
Στο ενδιάμεσο, ο Κοέν τοποθετεί τη δική του γενιά, αυτή που το 1990, τον πρώτο καιρό της ενηλικίωσής της, είχε κατηγορηθεί για έλλειψη πρωτοβουλίας και προσανατολισμού: «Δυσκολεύονται στη λήψη αποφάσεων. Προτιμούν την αναρρίχηση στα Ιμαλάια από την ανάβαση της εταιρικής κλίμακας. Δεν έχουν ήρωες, ύμνους, δικό τους στυλ. Αποζητούν τη διασκέδαση, όμως η διάρκεια της προσοχής τους ισούται με αυτή ενός ζάπινγκ στην τηλεόραση. Μισούν τους χίπηδες, τους γιάπηδες, τους ναρκομανείς. Αναβάλλουν τον γάμο γιατί φοβούνται το διαζύγιο.
Ειρωνεύονται τα Range Rover, τα Rolex και τις κόκκινες τιράντες. Αγαπούν την οικογενειακή ζωή, τον τοπικό ακτιβισμό, τα εθνικά πάρκα, τα φθηνά μοκασίνια και τα mountain bikes». Η μεγάλη έρευνα των Ντέιβιντ Γκρος και Σοφρόνια Σκοτ που περιέγραφε τους τότε «είκοσι και κάτι» στο περιοδικό «Time» της 16ης Ιουλίου 1990 τούς απέδιδε ως βασικό χαρακτηριστικό την επιθυμία να αποφύγουν «το ρίσκο, τον πόνο και τις απότομες αλλαγές».
Ωστόσο, ήταν ακριβώς αυτές οι απότομες αλλαγές που διαμόρφωσαν τη συλλογική συνείδηση της Generation X –από τον Ψυχρό Πόλεμο στον πολυπολικό κόσμο, από τα αναλογικά τηλέφωνα στα κινητά με οθόνες αφής, από τη γραφομηχανή στο τάμπλετ. «Σκεφτείτε όλα τα πιθανά μέλλοντα που είδαμε να απαρχαιώνονται και να εξαφανίζονται: το CD, το DVD, ο αυτόματος τηλεφωνητής, το γουόκμαν, οι κασέτες, το βιντεοκλάμπ», γράφει ο Κοέν. Τέκνα μιας εποχής μετάβασης, ανήκουν στην «τελευταία γενιά που μεγάλωσε με χάλια βιντεογκέιμ, με «ουφάδικα» αντί για ποιοτικές κονσόλες παιχνιδιού, που αν ήθελαν να παίξουν έπρεπε να βγουν από το σπίτι και να αναμετρηθούν με τους ζόρικους τύπους». Εχοντας βγει από αυτή τη διαδικασία «κυνικοί, υποψιασμένοι, ψυχικά υγιείς», οι εκπρόσωποι της Generation X, καταλήγει ο Ριτς Κοέν, είναι σήμερα οι καταλληλότεροι υποψήφιοι για να αναλάβουν τα ηνία στο φόντο μιας δύσκολης ιστορικής στιγμής.
Ενα μανιφέστο φυσικά είναι μια διακήρυξη αρχών και προθέσεων, όχι πλήρες πρόγραμμα. Δεν διαθέτει τις λεπτομέρειες στις οποίες κρύβεται ο Θεός ή ο Διάβολος, ανάλογα με το γνωμικό που προτιμάτε. Για να τεκμηριώσει κανείς τις προτάσεις του Κοέν πρέπει να προστρέξει σε άλλους που επεσήμαναν κατά καιρούς με πιο αποσπασματικά στοιχεία τις προοπτικές της δεδομένης ηλικιακής ομάδας. Η Γουίτνι Κόλινς ισχυριζόταν στο «Salon» το 2013 ότι μεταξύ των άπληστων baby boomers και των εγωκεντρικών millennials βρίσκεται μια ισορροπημένη βαθμίδα ανθρώπων που τους αρέσει η εργασία, είναι εξασκημένοι στην υπομονή, έχουν συμβιβαστεί με το σώμα τους όπως είναι, συνήθισαν ως παιδιά να παίζουν με τους ομοίους, όχι με τους γονείς τους, και έμαθαν να αποδέχονται την παροδικότητα των πραγμάτων. Είτε πρόκειται για «τα παιδιά της Θάτσερ» στη Βρετανία είτε για τα «τελευταία παιδιά της Σοβιετικής Ενωσης» στη Ρωσία, οι κοινές διαμορφωτικές εμπειρίες του «ασφαλούς σεξ» λόγω του AIDS, της εκμάθησης νέων δεξιοτήτων λόγω της επανάστασης των υπολογιστών, της ανατροπής του πολιτικού τοπίου λόγω 1989, αποτελούν ειδοποιούς διαφορές για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο (και την κοντινή του περιφέρεια). Οι διακεκριμένοι αμερικανοί δημοσιογράφοι Νιλ Χάου και Γουίλιαμ Στράους σημείωναν σε άρθρο τους στη «Harvard Business Review» το 2007 ότι τα μέλη της Generation X «αποτελούν τη μεγαλύτερη επιχειρηματική γενιά στην Ιστορία των ΗΠΑ», ενώ την επόμενη χρονιά ο συγγραφέας και αρθρογράφος των «New York Times» Τζεφ Γκόρντινιερ υποστήριζε στο βιβλίο του «X Saves the World» (εκδ. Penguin) ότι η συμβολή τους στη σύγχρονη κουλτούρα περιλαμβάνει ήδη επινοήσεις όπως το Google και η Wikipedia, το Amazon και το YouTube.
Ομως η σωτηρία του κόσμου είναι μια περίπλοκη υπόθεση –εκτός του ότι απαιτεί όρους και προϋποθέσεις. Για τι είδους σωτηρία πρόκειται, κατ’ αρχάς; Από τον Τραμπ και τον λαϊκισμό, από τις ανερχόμενες κοινωνικές ανισότητες, από τα οικονομικά απόνερα της κρίσης, από την εργασιακή επισφάλεια, από τον ορυμαγδό των social media; Επιπλέον, για να μιλήσουμε πρακτικά, υπάρχουν εχέγγυα ηγεσίας; Εχει δώσει η Generation X δείγματα υπεροχής ως προς την ποιότητα του πολιτικού λόγου ή των ιδεών της; Αν εξαιρέσει κανείς τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος γεννημένος το 1961 θα μπορούσε οριακά να συμπεριληφθεί στο κατώτατο όριο της καμπύλης της (οι περισσότεροι υπολογισμοί λαμβάνουν ως αφετηρία το 1965), ποιοι την έχουν εκπροσωπήσει στην άσκηση εξουσίας;
Υπάρχουν στην Ευρώπη κάποια ονόματα που έρχονται στο μυαλό· ο 42χρονος Ματέο Ρέντσι, ο 43χρονος Αλέξης Τσίπρας, ο 39χρονος Εμανουέλ Μακρόν. Κοινό στοιχείο όλων η επαγγελία της ελπίδας, της ρήξης με το παρελθόν, της ποιοτικής διαφοράς με ό,τι προηγήθηκε. Κοινή όμως παραμένει και η αμφιθυμία της κοινής γνώμης ως προς την ουσία των υποσχέσεών τους σε σχέση με το ηρωικό ρητορικό τους περιτύλιγμα –διόλου τυχαίο ότι και οι τρεις διάγουν περίοδο χαμηλής δημοτικότητας. Ο δήμος σήμερα, βέβαια, τρώει τους πολιτικούς του ηγέτες. Τα τωρινά ινδάλματα παραπέμπουν αλλού, εξ ου και η λίστα των επιφανών που παραθέτει ο Ριτς Κοέν, με την εξαίρεση του επιχειρηματία και εκδότη της «Washington Post» Τζεφ Μπέζος, γέρνει προς την πλευρά της τέχνης: Κερτ Κομπέιν, Σοφία Κόπολα, Μπεκ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο αποτελούν ενδεικτικές επιλογές. Εστω κι αν προσθέσει κανείς εδώ τους Σεργκέι Μπριν και Λάρι Πέιτζ της Google, υπενθυμίσει τον προικισμένο Εντουαρντ Νόρτον και χωρέσει στην εξίσωση τον Ιλον Μασκ, θα μείνει στην καλύτερη περίπτωση με μια χούφτα κυνηγούς του ονείρου της καινοτομίας και τον Μπαράκ Ομπάμα και θα αναρωτιέται αν πράγματι αρκούν για να γυρίσουν το παιχνίδι.
H αλήθεια είναι ότι λίγο-πολύ δικαιούται να πει κανείς πως η Generation X τα κατάφερε καλύτερα από ό,τι περίμεναν οι ενήλικοι της εποχής της: οι βαριεστημένοι, αποπροσανατολισμένοι, χωρίς φιλοδοξίες νέοι αποδείχτηκαν τελικά πιο κοντά στο πρότυπο που περιέγραψε στο μυθιστόρημά του ο Κόπλαντ –ευαίσθητοι, επιφυλακτικοί, βραδείας καύσεως στην εξέλιξή τους, αλλά τελικά ικανοί να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που τους τέθηκαν. Σύμφωνα με στοιχεία του 2011 από την έγκριτη «Longitudinal Study of American Youth» του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, η οποία τρέχει από το 1987, η Generation X στη μέση ηλικία της απαρτίζεται από «ισορροπημένα, ενεργά και ευτυχή» μέλη που έχουν επιτύχει αρμονία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής.
Βέβαια, αυτά ισχύουν σε κανονικές συνθήκες. Σε μη κανονικές, όπως στην Ελλάδα της κρίσης, η επίτευξη της ισορροπίας είναι πολύ πιο προβληματική. Κατά την ετήσια έκθεση World Happiness Report του Δικτύου Ανάπτυξης Βιώσιμων Λύσεων του ΟΗΕ για το 2017, η χώρα μας μετά το 2007 βίωσε την απόλυτη κατάρρευση του δείκτη ευτυχίας πέφτοντας στην 124η θέση μεταξύ 126 χωρών ως προς το μέγεθος της αρνητικής μεταβολής. Αν σκεφτεί κανείς ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύθηκαν τον περασμένο Ιούνιο δείχνουν πως σημαντικό ποσοστό των εκπροσώπων των ηλικιακών ομάδων 35-44 και 45-54 (ομάδων που είθισται να βρίσκονται στο peak της σταδιοδρομίας τους) αντιμετωπίζει αυξημένα προβλήματα ανεργίας, 19,6% και 18,2%, αντίστοιχα, αντιλαμβάνεται ότι η δική μας «Γενιά Χ» δεν αισθάνεται και τόσο άνετα. Ισως αυτό να είναι και ένα από τα κλειδιά της ερμηνείας της αυξανόμενης νοσταλγίας για τη δεκαετία του ’80. Ο διαδικτυακός αντίκτυπος του θανάτου του Τζορτζ Μάικλ ή η δημοτικότητα εκδηλώσεων όπως η έκθεση «GR80s» πηγάζουν από τη μυθοποίηση της εφηβείας και της ενηλικίωσης των σημερινών σαραντάρηδων ή πενηντάρηδων, η οποία οπωσδήποτε χαρακτηρίζει κάθε γενιά, επενδύεται ωστόσο στην περίπτωση αυτή με θερμότερα χρώματα γιατί ανακαλεί στη μνήμη μια σαφώς ασφαλέστερη και σταθερότερη εποχή σε σχέση με το τώρα.
Επιστρέφοντας όμως στους ευτυχείς, είναι ίσως πιο φυσιολογικό να δει κανείς το μανιφέστο του Ριτς Κοέν ως κείμενο προορισμένο να δημιουργήσει θόρυβο. Τώρα που οι ιστορικοί baby boomers συνταξιοδοτήθηκαν και τα υπολείμματά τους, από τον 71χρονο Τραμπ, την 63χρονη Μέρκελ και την 60χρονη Μέι έως τους εβδομηντάρηδες Rolling Stones δίνουν πεισματικά τις τελευταίες μάχες οπισθοφυλακής με τον χρόνο, διακηρύξεις όπως του Κοέν συνιστούν προειδοποιητικές βολές. Ηλικιακά, η Generation X είναι έτοιμη να λάβει την πρωτοκαθεδρία στη δυτική κοινωνία. Οπως κάθε γενιά που έρχεται στα πράγματα, μας κλείνει το μάτι ότι θα πολιτευτεί πιο αποτελεσματικά από την προηγούμενη, με ρεαλισμό και νοσταλγία. Σε δέκα ή είκοσι χρόνια, όταν έρθει η σειρά των millennials, κάποιοι μάλλον θα λένε τα ίδια.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ