Μέσα στην αχλή της νεωτερικότητας το πλέον σίγουρο συμπέρασμα είναι ότι ως απότοκο της μετα-βεστφαλιανής πραγματικότητας οι Ελληνες αποτελούμε ένα άθροισμα ηττών. Είναι δε τόσο μεγάλο το χρονικό εύρος αυτών των αλλεπάλληλων ηττών που τους αποδώσαμε μεταφυσικό χαρακτήρα υπερβολής· τέτοιον που καταλήγουμε στο να θριαμβολογούμε για το ότι ηττόμαστε με χάρη αδιαφορώντας πλήρως για το τελικό αποτέλεσμα.
Προσπαθώ να εξηγήσω στους φοιτητές μου για παράδειγμα ότι, σε αντίθεση με τη λαϊκή μούσα που αρέσκεται στο να στεφανώνει τους ηρωικά ηττημένους, αν ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες του επιθυμούσαν απλώς μια υπερήφανη ήττα δεν θα αναζητούσαν την ευνοϊκή για μικρούς στρατούς γεωμορφία των Θερμοπυλών αλλά θα περίμεναν τους Πέρσες σε ένα ανοικτό πεδίο, ίσως κάτω από τα τείχη μιας πόλης, ώστε να είναι σίγουροι ότι θα καταγραφεί η θυσία τους και θα μείνουν στην αιωνιότητα μέσα από την γκρίζα αύρα της κομβικής θυσίας. Στις Θερμοπύλες όμως οι Σπαρτιάτες δεν πήγαν για να χάσουν αλλά για να κερδίσουν. Γιατί η διεθνής πολιτική με τους αδυσώπητους όρους της ισχύος που λειτουργεί αναγνωρίζει μόνο το θετικό αποτέλεσμα ως απαραίτητη συνθήκη εθνοκρατικής επιβίωσης.
Η Ελληνική Επανάσταση και το εσωστρεφές προτεκτοράτο που εμφανίστηκε μετά το Ναβαρίνο ήταν το αποτέλεσμα της ήττας μιας λαμπρής και φιλόδοξης διαδικασίας των Φιλικών που σε καμία των περιπτώσεων δεν στόχευε στο να απελευθερωθούν μόνο η Πελοπόννησος και τα νησιά του Σαρωνικού από την Υψηλή Πύλη. Το τέλος του μικρασιατικού Ελληνισμού ήρθε γιατί το ελληνικό εκλογικό σώμα επιβράβευσε την εύκολη λύση της «Μικρής πλην Τιμίας Ελλάδας» που υποσχόταν το Λαϊκό Κόμμα από την υπερήφανη, ισχυρή και νικηφόρα Ελλάδα των Δύο ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα ηττήθηκε, αν και βρισκόταν με το μέρος των νικητών, καταδικάζοντας τον εαυτό της σε μια εμφύλια αλληλοεξόντωση, γιατί το ΚΚΕ θεώρησε ότι μπορούσε να χαράξει μια δική του αυτόνομη πορεία, κόντρα στις πραγματικότητες της συμφωνίας των ποσοστών μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν, ενώ ο αστικός κόσμος απέτυχε να απομονώσει και να καταδικάσει τα λούμπεν εθνικοσοσιαλιστικά και δωσιλογικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις του Αξονα. Ηττηθήκαμε μην καταφέροντας να προστατεύσουμε τον Ελληνισμό της Πόλης από τον όχλο του Μεντερές τον Σεπτέμβριο του 1955, ηττηθήκαμε μην καταφέροντας να προστατεύσουμε το status του Ελληνισμού της Αιγύπτου τη δεκαετία 1955-1965, την εύθραυστη δημοκρατία μας από τις διαθέσεις των εγχώριων βιαστών της, την Κύπρο από τις φαντασιοπληξίες του χουντικού Ιωαννίδη. Αθροισμα ηττών κατέληξε να είναι ακόμη και η σημαντική επιτυχία εισόδου της χώρας στην ΕΟΚ με τα εκατομμύρια των επιχορηγήσεων της δεκαετίας του ’80 να σπαταλιούνται σε βαλκανομπααθικές φιέστες κομματικοδίαιτης σύγχυσης, όπως βέβαια ήττα κατέληξε να είναι και η κομβική είσοδος της χώρας στην ευρωζώνη και στο κοινό νόμισμα εξαιτίας της κοντόφθαλμης κραταιάς πεποίθησης ότι από τούδε και στο εξής θα μπορούσαμε να ζούμε ως η Μπλανς Ντιμπουά της Ευρώπης, στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στις καλές προθέσεις των άλλων.
Επτά χρόνια τώρα με φόντο το Καστελόριζο ζούμε μια διαρκή και καθημερινή συλλογική ήττα που ανάλογή της δεν έχει βιώσει κανένας λαός της Ευρώπης σε καιρό ειρήνης ή πολέμου. Κι όμως, ο δημόσιος διάλογος ακόμη πάσχει στο ότι δεν ακούγονται πολλές φωνές, τουλάχιστον όσες θα έπρεπε ως αντίδραση στο συγκαιρινό τέλμα, που να ζητούν να αρχίσουμε να κερδίζουμε. Να αρχίσουμε να καταγάγουμε νίκες ως κοινωνία απέναντι στην ημιμάθεια, στη βαρβαρότητα και στην ασκήμια που κατακλύζουν την καθημερινότητά μας, απέναντι στο εύκολο, στο ευτελές, στο μικρό και το μίζερο.
Για να επιστρέψουμε σε συνθήκες διεθνούς κανονικότητας, θα πρέπει ως πολιτεία και ως οργανωμένη συλλογικότητα να αποδεχθούμε την ήττα μας σε όλα τα επίπεδα και να δηλώσουμε ότι είμαστε διψασμένοι για νίκες. Για αριστεία. Για σκληρή προσπάθεια και δουλειά. Οτι δεν επιθυμούμε πλέον να είμαστε το κράτος που έχει μάθει να ηττάται με ψηλά το κεφάλι αλλά μια κοινή συνισταμένη που διδάχθηκε από τα λάθη της και πλέον «κατεβαίνει στο γήπεδο για να κερδίζει». Οι δύο αιώνες ελεύθερου ελληνικού κράτους μάς οδήγησαν στο σημείο της ελεύθερης πτώσης. Είναι καιρός να αλλάξουμε στόχους, μεθοδολογία και ασφαλώς τρόπο λειτουργίας απέναντι στην ίδια την πολιτική. Δεν υφίσταται η παραμικρή τιμή σε αυτόν που ηττάται παρά μόνο η διαχρονικά αλαζονική αντήχηση του Γαλάτη Βρέννου «Vae Victis».
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ