ΤΟ ΒΗΜΑ – THE PROJECT SYNDICATE
Έως τη στιγμή που οι βρετανοί πολίτες προσήλθαν στις κάλπες την 23η Ιουνίου για να αποφασίσουν για την παραμονή ή όχι της χώρας τους στην ΕΕ, δεν υπήρχε στο δημόσιο βίο έλλειψη απόψεων υπέρ της παραμονής. Ξένοι ηγέτες και επίσημε Αρχές είχαν εκφράσει ξεκάθαρα την ανησυχία τους για τις συνέπειες της εξόδου και οικονομολόγοι είχαν προειδοποιήσει ότι η αποχώρηση από την ΕΕ θα είχε σημαντικό οικονομικό κόστος.
Οι προειδοποιήσεις, ωστόσο, αγνοήθηκαν. Μια προ του δημοψηφίσματος δημοσκόπηση του ιδρύματος YouGov εξηγεί το γιατί: όλοι όσοι τάσσονταν υπέρ της εξόδου δεν είχαν καμία απολύτως εμπιστοσύνη στους παρόχους συμβουλών. Δεν ήθελαν η κρίση τους να βασίζεται σε πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, διεθνείς οργανισμούς ή δεξαμενές σκέψης. Ως ένας από τους ηγέτες της εκστρατείας υπέρ της εξόδου, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μάικλ Γκόουβ, ο οποίος τώρα προσπαθεί να διαδεχθεί τον Ντέιβιντ Κάμερον, το έθεσε ωμά: «οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα έχουν αγανακτήσει με τους ειδικούς».
Είναι δελεαστικό να απορρίψει κανείς αυτή τη στάση ως θρίαμβο του πάθους επί του ορθολογισμού. Ωστόσο, το μοτίβο συμπεριφοράς που παρατηρείται στη Βρετανία είναι παραδόξως οικείο: στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι αγνόησαν τις αυθεντίες και επέλεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ ως υποψήφιο του κόμματός τους για την προεδρία, στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου είναι ελάχιστα συμπαθής μεταξύ των ειδικών αλλά έχει ισχυρή λαϊκή υποστήριξη.
Που οφείλεται αυτή η οργισμένη στάση απέναντι στους φορείς της γνώσης και τους ειδικούς; Η πρώτη εξήγηση είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι αποδίδουν μικρή αξία στις απόψεις εκείνων που απέτυχαν να τους προειδοποιήσουν για τον κίνδυνο της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008. Η Βασίλισσα Ελισάβετ μίλησε για πολλά, όταν, σε μια επίσκεψη στο London School of Economics, το φθινόπωρο του 2008, με ρώτησε γιατί κανείς δεν την είχε προβλέψει. Οι απλοί άνθρωποι αισθάνονται θυμωμένοι για αυτό που θεωρούν ως προδοσία από την πλευρά των διανοούμενων.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, πόσο μάλλον οι ειδικοί σε άλλους κλάδους, θεωρούν άδικες αυτές τις κατηγορίες, διότι μόνο λίγοι από αυτούς είχαν αφιερωθεί στην εξέταση των οικονομικών εξελίξεων, αλλά η αξιοπιστία τους έχει δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Επειδή κανένας δεν δήλωσε ένοχος για τα δεινά που ακολούθησαν την κρίση, η ενοχή έχει γίνει συλλογική.
Η δεύτερη εξήγηση έχει να κάνει με τις πολιτικές που υποστηρίζουν οι γνώστες. Οι ειδικοί κατηγορούνται για μεροληψία, όχι απαραίτητα επειδή περιορίζονται από συγκεκριμένα συμφέροντα, αλλά επειδή υποστηρίζουν την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, το άνοιγμα του εμπορίου και την παγκοσμιοποίηση γενικότερα. Υπάρχει κάποιο νόημα στο επιχείρημα αυτό: παρότι δεν υποστηρίζουν όλοι οι οικονομολόγοι, και σίγουρα όχι όλοι οι κοινωνικοί επιστήμονες, τη διεθνή ολοκλήρωση, είναι αναμφισβήτητα περισσότερο διατεθειμένοι να επισημάνουν τα οφέλη της από ό, τι είναι ο μέσος πολίτης.
Αυτό αναδεικνύει την τρίτη και πιο πειστική εξήγηση: ενώ οι εμπειρογνώμονες τονίζουν τα συνολικά οφέλη μιας ανοιχτής κοινωνίας, τείνουν να αγνοούν ή να υποβαθμίζουν τις επιπτώσεις της σε συγκεκριμένα επαγγέλματα ή κοινότητες. Θεωρούν ότι η μετανάστευση – στην οποία ο Κάμερον απέδωσε τη νίκη της εκστρατείας υπέρ της εξόδου –αποτελεί όφελος για την οικονομία αλλά αποτυγχάνουν να δώσουν προσοχή σε ό, τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους που δέχονται πιέσεις για μειώσεις των μισθών τους ή για τις κοινότητες που είναι αντιμέτωπες με την ανυπαρξία οικονομικά προσιτής στέγασης, με υπερπλήρη σχολεία και ένα επιβαρυμένο σύστημα υγείας. Με άλλα λόγια κατηγορούνται για αδιαφορία.
Αν οι οικονομολόγοι και οι λοιποί ειδικοί θέλουν να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των συμπολιτών τους, δεν θα πρέπει να αγνοούν αυτές τις ανησυχίες. Θα πρέπει πρώτα να είναι ταπεινοί και να αποφεύγουν τα κηρύγματα. Θα πρέπει να βασίζουν τις απόψεις τους για τις όποιες πολιτικές στα διαθέσιμα στοιχεία, και όχι σε προκαθορισμένες αντιλήψεις. Και θα πρέπει να αλλάζουν γνώμη, εάν τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν τις πεποιθήσεις τους. Αυτό αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που οι ερευνητές πραγματικά κάνουν, αλλά όταν μιλάνε στους πολίτες, οι ειδικοί τείνουν να υπεραπλουστεύουν τις απόψεις τους.
Επειδή η αυξανόμενη δυσπιστία των πολιτών προς τους γνώστες προσφέρει γόνιμο έδαφος στους δημαγωγούς, αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία. Ακαδημαϊκοί και φορείς χάραξης πολιτικής μπορεί να μπουν στον πειρασμό να απαντήσουν απορρίπτοντας ό, τι μοιάζει με ένα εγκώμιο της άγνοιας και υποχωρώντας σε γυάλινους πύργους. Αλλά αυτό δεν θα βελτιώσει τα πράγματα. Και δεν υπάρχει καμία ανάγκη να παραδοθούν. Αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη ειλικρίνεια, περισσότερη ταπεινότητα, πιο λεπτομερή ανάλυση και πιο συγκεκριμένες συμβουλές.
* Ο κ. Ζαν Πιζανί – Φερί είναι καθηγητής στη σχολή Διοίκησης Hertie στο Βερολίνο και γενικός επίτροπος του ιδρύματος πολιτικών αναλύσεων France Stratégie