Οι συνέπειες της τρέχουσας διακυβέρνησης αποκαλύφθηκαν με τον πλέον καθαρό τρόπο τις προηγούμενες ημέρες.
Η απόρριψη του προτεινόμενου διευθύνοντος συμβούλου της Τράπεζας Πειραιώς από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, η επανεκκίνηση στη συνέχεια της σχετικής διαδικασίας αναζήτησης νέου προσώπου, αλλά και η ταυτόχρονη καρατόμηση όλων των μελών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας φανερώνουν ακριβώς την απώλεια ελέγχου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Κάτι που δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτέλεσμα των ανακεφαλαιοποιήσεων που απαιτήθηκαν έπειτα από τον διπλό εκτροχιασμό της οικονομίας στη 18μηνη διακυβέρνηση του κ. Τσίπρα.
Χωρίς αμφιβολία οι ελληνικές τράπεζες ανήκουν πλέον στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στους ξένους μετόχους.
Κακά τα ψέματα, η ελληνική κυριαρχία επί των τραπεζών μας έχει χαθεί.
Και μαζί της θα χαθεί και η κυριαρχία συνολικά επί της ελληνικής οικονομίας.
Μέσω της επερχόμενης διαχείρισης των κόκκινων δανείων αλλά και των νέων αρχών που θα επικρατήσουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μέσω του Υπερταμείου Αποκρατικοποιήσεων η ελληνική οικονομία θα αλλάξει στην κυριολεξία χέρια.
Η επόμενη περίοδος θα χαρακτηριστεί από ένα κύμα εξαγορών, συγχωνεύσεων και αναδιαρθρώσεων, στις οποίες κυρίαρχο ρόλο θα έχουν οι ελεγχόμενες από τους ξένους διοικήσεις των τραπεζών και των κρατικών επιχειρήσεων.
«Σε πέντε χρόνια», όπως προβλέπει ο πρόεδρος της Eurobank κ. Ν. Καραμούζης, «θα έχουμε μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα, οι ξένοι μέτοχοι θα παίζουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική επιχειρηματικότητα και η ελληνική πολιτική θα έχει περιορισμένη επιρροή στην οικονομία της χώρας».
Με άλλα λόγια, η ελληνική πολιτική θα πάψει να έχει τον έλεγχο στα μεγαλύτερα και πιο δυναμικά κομμάτια της οικονομίας και το έργο της θα περιορίζεται στη διοίκηση του στενού κράτους, στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών και στη διοίκηση των φόρων.
Αλλά και σε αυτά τα πεδία θα ετεροκαθορίζεται από προκαθορισμένους στόχους και συγκεκριμένες επιδιώξεις που θα εξασφαλίζουν τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Το δυστύχημα είναι ότι η ελληνική πολιτική δεν συνειδητοποιεί τη μεταβολή των συνθηκών και σε κάθε περίπτωση βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τα τεκταινόμενα στην οικονομία.
Οι πολίτες ωστόσο μπορούν να αντιληφθούν το βάρος της ευθύνης του πολιτικού κόσμου και ιδιαιτέρως των κυβερνώντων, οι οποίοι δεν δύνανται να εξηγήσουν γιατί μετά τόσα βάρη δημοσιονομικής προσαρμογής και τόσες προσπάθειες διαρθρωτικής αλλαγής δεν υπάρχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Η Ελλάδα έχει επιτύχει απείρως μεγαλύτερη και ισχυρότερη προσαρμογή από την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, αλλά δεν απολαμβάνει τίποτε πέρα από δυσπιστία και καχυποψία.
Στα τόσα χρόνια της κρίσης η χώρα μας έχει μειώσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα από 14,5% του ΑΕΠ ίσως και κάτω του 3%, επιτυγχάνοντας και μικρά πρωτογενή πλεονάσματα. Ακόμη έχει βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της μειώνοντας κατά 22% το κόστος ανά μονάδα εργασίας. Επίσης έχει μετατρέψει σε μικρό πλεόνασμα το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών που έφθανε στο 15% του ΑΕΠ και επιπλέον πέτυχε να περιορίσει το βάρος των τόκων στο 7% του ΑΕΠ.
Είναι εν τέλει η αναξιοπιστία της κυβέρνησης και συνολικά του πολιτικού συστήματος που δεν επιτρέπει την κεφαλαιοποίηση της τόσο μεγάλης προσαρμογής.
Αυτή είναι η κεφαλαιώδης διαφορά μας από την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Οσο δεν κλείνει το έλλειμμα αξιοπιστίας της πολιτικής, προκοπή δεν πρόκειται να δούμε. Αντί αυτής, θα καταγράφουμε συνεχώς απώλειες εθνικής κυριαρχίας, ιδιαιτέρως από πρόσωπα που δρουν στο όνομά της.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ