Η απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν αποτέλεσμα της ανικανότητας του τραγικά «λίγου» Ντέιβιντ Κάμερον να δείξει στους Βρετανούς ψηφοφόρους τα πλεονεκτήματα της ΕΕ αλλά της εκστρατείας λαϊκισμού και εξαπάτησης των πολιτών που εξαπέλυσαν οι υποστηρικτές του BREXIT – κυρίως ο μικρόνους ακροδεξιός κ.Φάρατζ και ο επικίνδυνος καιροσκόπος Μπόρις Τζόνσον.
Ήταν όμως και αποτέλεσμα του θυμού που επικρατεί σε μεγάλο ποσοστό του βρετανικού πληθυσμού – ιδιαίτερα σε όσους ζουν σε υποβαθμισμένες επαρχιακές περιοχές, οι μεγαλύτεροι στην ηλικία και λιγότερο μορφωμένοι – από την μεγάλη οικονομική ψαλίδα που φαίνεται να διευρύνεται τα τελευταία χρόνια στη Βρετανία. Μεταξύ αυτών που έχουν καταφέρει να αρπάξουν το τρένο των ευκαιριών και της επιθετικής ανάπτυξης που προσφέρει σήμερα η χώρα κι εκείνων που έχουν μείνει φοβισμένοι στη σκιά των νέων εξελίξεων και βλέπουν τις κοινωνικές παροχές που κάποτε απολάμβαναν (υπηρεσίες υγείας, επιδόματα στήριξης κλπ) να φθίνουν συνεχώς λόγω και των περικοπών των κυβερνήσεων των Τόρις.
Αντίθετα απ ότι υποστηρίζουν τα κόμματα της Αριστεράς (ανάμεσά τους και ο ΣΥΡΙΖΑ) το βρετανικό «Όχι» στην ΕΕ, δεν ήταν αποτέλεσμα της λιτότητας που έχει επιβάλει η Μέρκελ στην υπόλοιπη Ευρώπη – η Βρετανία με δικό της νόμισμα και νομισματική πολιτική, με ανάπτυξη κοντά στο 2% και ανεργία λίγο πάνω από το 5% (τρεις φορές μικρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) δεν επηρεάζεται ευθέως από την οικονομική πολιτική του Βερολίνου. Αλλά αποτέλεσμα της στροφής της χώρας στην παγκοσμιοποίηση αλλά και των περικοπών στο κοινωνικό κράτος που επέβαλαν οι ίδιοι οι Βρετανοί Συντηρητικοί στη χώρα προκαλώντας όξυνση των κοινωνικών διαφορών.
Αποκορύφωμα των δύο ταχυτήτων στην βρετανική κοινωνία ήταν η οικονομική εκτόξευση του Λονδίνου τα τελευταία χρόνια, που μεταμόρφωσε την πόλη στην σημαντικότερη μεγαλούπολη στον κόσμο αποξενώνοντας συγχρόνως τους Βρετανούς της επαρχίας που δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από την πρωτοφανή οικονομική άνθηση και ήσαν θεατές της βροχής των εκατομμυρίων.
Αυτόν τον κοινωνικό διχασμό και αποκλεισμό μέρους του βρετανικού πληθυσμού εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ο Φάραντζ (και κάποιοι συντηρητικοί υπέρ του Brexit) προβάλλοντας ως υπαίτιο της οικονομικής ανασφάλειας και της συνεχώς μειούμενης κοινωνικής προστασίας των λαϊκών στρωμάτων τις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές από την Ευρώπη στην Βρετανία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την ευρωπαϊκή διεύρυνση του 2004 (8 χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ μαζί με την Μάλτα και την Κύπρο) έφτασαν στη Βρετανία περισσότερο από ένα εκατομμύριο ευρωπαίοι μετανάστες (κυρίως Πολωνοί και Ρουμάνοι) οι οποίοι άρχισαν να μετέχουν στα κοινωνικά επιδόματα και τις κοινωνικές παροχές ενός κράτους που μείωνε συνεχώς τον κοινωνικό προϋπολογισμό του.
Γι αυτό και οι σκληροπυρηνικοί του Brexit βάσισαν την εκστρατεία τους στα συνεχώς αυξανόμενα κύματα μετανάστευσης αλλά και την ανάγκη ενίσχυσης των υπηρεσιών υγείας της χώρας.» Πληρώνουμε 350 εκατομμύρια λίρες τη βδομάδα στην ΕΕ, ας χρηματοδοτήσουμε καλύτερα το Εθνικό Σύστημα Υγείας μας» έλεγε το κεντρικό σύνθημα – γραμμένο και στο κόκκινο λεωφορείο με το οποίο οι πολιτικοί του Leave περιόδευαν τη χώρα. Σύνθημα που εξαφανίστηκε ένα 24ωρο μετά την απόφαση για BREXIT, με τον ίδιο τον Φάρταζ να σφυρίζει…κλέφτικα όταν του έθεταν οι δημοσιογράφοι το θέμα.
Αλλά και ο κ. Κάμερον από την πλευρά του, πέραν του ότι προσέφυγε στη γκάφα του δημοψηφίσματος για εκλογικούς λόγους, επικεντρώθηκε σε μία εκστρατεία φόβου και καταστροφής χωρίς να μιλήσει επί της ουσίας και με παραδείγματα στον πολίτη για να του εξηγήσει τα οφέλη του μέσου Βρετανού από την ΕΕ.
Ωστόσο λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα οι Βρετανοί – πολιτικοί και πολίτες – αρχίζουν σιγά – σιγά να αντιλαμβάνονται την καταστροφή που θα φέρει στην βρετανική οικονομία το BREXIT,με τον Ρίτσαρντ Μπράνσον να προειδοποιεί για νέα ύφεση και να σημειώνει ότι οι επιχειρήσεις του (όπως και οι περισσότερες μεγάλες βρετανικές επιχειρήσεις) έχασαν το ένα τρίτο της αξίας τους μέσα σε λίγες ώρες και «έθαψαν» επενδύσεις που θα έφερναν δεκάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Ενδεικτικό της νέας οπτικής μετά το δημοψήφισμα ήταν η στάση της Sun,της λαϊκής ταμπλόιντ του Ρούπερτ Μέρντοχ, η οποία τασσόταν αναφανδόν υπέρ του BREXIT αλλά έφτασε να κυκλοφορήσει με έναν προειδοποιητικό δεκάλογο για τους πολίτες, εφόσον ολοκληρωθεί η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρώπη προκαλώντας ψυχρολουσία στους αναγνώστες της: «Ο πληθωρισμός θα ανέβει, το κόστος των διακοπών στο εξωτερικό θα αυξηθεί, τα σπίτια στο εξωτερικό θα κοστίζουν περισσότερο,η τιμή της μπίρας θα ανέβει, θα κοστίζει ακριβότερα κάθε τηλεφώνημα στην Ευρώπη, η ανεργία θ ανέβει και οι μισθοί θα πέσουν έως και 4%,το κόστος των στεγαστικών δανείων θα ανέβει, τα ποσοστά της φορολογίας θα αυξηθούν, τα επιδόματα των πολιτών θα μειωθούν» ανέφερε μεταξύ άλλων η εφημερίδα.
Αν χρησιμοποιήσει κανείς το ιδιαίτερα υπερβολικό στοιχείο που παρουσίασαν οι εκπρόσωποι του Leave – 350 εκατομμύρια λίρες εβδομαδιαία εισφορά της Βρετανίας στην Ευρώπη – βγαίνει,από μία απλή διαίρεση, ότι ο καθένας από τα 65 εκατομμύρια Βρετανούς πληρώνουν περίπου 260 λίρες το χρόνο (περίπου 310 ευρώ).Άρα ακόμη και με την λίστα της αντιευρωπαϊκής Sun,μόνο η αύξηση του καθημερινού «πάιντ» μπίρας και η πτώση των μισθών φτάνει για να υπερκαλύψει την εισφορά κάθε πολίτη στην Ένωση.
Τώρα πλέον, η βρετανική κοινωνία επεξεργάζεται,κατόπιν εορτής, τις πληγές που θα αφήσει ένα ενδεχόμενο BREXIT τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική υπόσταση της χώρας,αφού η Σκοτία φαίνεται πλέον διατεθειμένη να προχωρήσει στην απόσχισή της από το Ηνωμένο Βασίλειο για να παραμείνει στην Ευρώπη.
Και η Ευρώπη – εφόσον καταφέρει να επιβιώσει από την βρετανική περιπέτεια – και παρά τους πανηγυρισμούς κάποιων Γάλλων που θεωρούσαν το Λονδίνο καθημερινό εμπόδιο στην ευρωπαϊκή εμβάθυνση είναι βέβαιο ότι θα βγει τραυματισμένη και λιγότερο ισχυρή οικονομικά και γεωπολιτικά από την αποχώρηση της Βρετανίας.Η οποία κρατούσε μονίμως μία ανοιχτή γραμμή με τις ΗΠΑ.
Οι τρεις μήνες που απομένουν έως την έναρξη των διαπραγματεύσεων αποχώρησης της Βρετανίας δίνουν την ευκαιρία στην πολιτική ηγεσία της χώρας να αναθεωρήσει τη στάση της και να στραφεί ξανά προς την Ευρώπη νομιμοποιώντας τη στροφή της με νέες εκλογές ή νέο δημοψήφισμα.
Δίνουν,όμως, την ευκαιρία και στην υπόλοιπη Ευρώπη (με επίκεντρο την Γερμανία) να ανοίξει τα μάτια της και να αναζητήσει νέες ισορροπίες και συναινέσεις οι οποίες να μπορούν να δώσουν νέο όραμα στους Ευρωπαίους ικανοποιώντας και τις βρετανικές ανησυχίες και φόβους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ιδανική ή τέλεια. Κατάφερε,όμως, να κρατήσει για περισσότερο από μισό αιώνα τον πόλεμο μακριά από τα σύνορά της ενώ συνεχίζει να προσφέρει σε 500 εκατομμύρια πολίτες το υψηλότερο – κατά μέσο όρο – επίπεδο διαβίωσης και σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον πλανήτη. Χρειάζεται μία ακόμη ευκαιρία που τη δίνει το βρετανικό δημοψήφισμα. Αμ έπος αμ έργον.