Το Βήμα, The Project Syndicate

Είναι μία ζοφερή περίοδος για το αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ενώ τα περισσότερα απλά μέλη του κόμματος έχουν αποδεχθεί τον Ντόναλντ Τραμπ ως τον προεδρικό τους υποψήφιο, τα μέλη του Κογκρέσου δυσκολεύονται. Δεν έχει ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο στην αμερικανική πολιτική. Θα ήταν ωραίο να πιστέψουμε ότι εκείνοι οι Ρεπουμπλικανοί που δεν έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους προς τον Τραμπ (ή που έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους) το κάνουν από θέμα αρχής. Αλλά παρότι κάποιοι μπορεί να ανησυχούν για τη συμπεριφορά του ή να αμφιβάλλουν ως προς την καταλληλότητά του για το αξίωμα, οι περισσότεροι ανησυχούν για τις επιπτώσεις της υποψηφιότητάς του στις καριέρες τους.

Είναι διχασμένοι ανάμεσα στο γεγονός ότι ο Τραμπ δεν είναι έμπειρος, είναι απρόβλεπτος και αγενής και στο ότι οι ψηφοφόροι των συμπαθούν. Παρά τη συζήτηση για την ενότητα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, μόνο 11 από τους 54 γερουσιαστές του κόμματος έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους προς τον Τραμπ. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, μόλις 27 από τους 246 υποστηρίζουν τον Τραμπ. Ακόμη και αν ο Τραμπ δεν είχε νικήσει στις προκριματικές των Ρεπουμπλικανών, η θέση τους στη Γερουσία θα ήταν αμφίβολη αυτόν τον χρόνο. Είκοσι-τέσσερις Ρεπουμπλικανοί θέτουν υποψηφιότητα για επανεκλογή, ένας ασυνήθιστα υψηλός αριθμός και τουλάχιστον δέκα κινδυνεύουν να χάσουν.
Από αυτούς μόλις οι έξι υποστηρίζουν τον Τραμπ. Ρεπουμπλικανοί, Δημοκρατικοί και Ανεξάρτητοι, πιστεύουν ότι ο Τραμπ δεν είναι αρκετά ενημερωμένος για τα σημαντικά ζητήματα ώστε να γίνει πρόεδρος, ότι είναι πολύ απορροφημένος στον εαυτό του, ότι είναι παρορμητικός και απερίσκεπτος. Η απουσία ενοχής όταν χρησιμοποιεί τον ρατσισμό για να προωθήσει τις φιλοδοξίες του, δημιουργεί ανησυχία ότι μπορεί να αποξενώσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Τελευταίο παράδειγμα της τακτικής που ακολουθεί είναι ότι κατηγόρησε τους μουσουλμάνους μετανάστες για τις δολοφονίες στο Ορλάντο, παρότι ο δράστης είχε γεννηθεί στη Νέα Υόρκη. Υπάρχει ένας βαθμός υποκρισίας μεταξύ των Ρεπουμπλικανών όταν πρόκειται για την προσβολή των μειονοτήτων. Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι έχουν επιδείξει συμπάθεια προς το ρατσιστικό αίσθημα κατά καιρούς, αλλά το κάνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγουν τις γενικευμένες αποδοκιμασίες.
Ο Ρίτσαρντ Νίξον για παράδειγμα, είπε ότι δεν πίστευε στις προσπάθειες κατάργησης του φυλετικού διαχωρισμού στα σχολεία και ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία το 1980 κοντά σε μία πόλη του Μισισιπή όπου τρεις ακτιβιστές υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων δολοφονήθηκαν από λευκούς ρατσιστές το 1964. Τέτοιες τακτικές επέτρεψαν στους υποψηφίους και στους υποστηρικτές τους να αρνούνται ότι είναι ρατσιστές.
Αλλά ο Τραμπ έχει ξεπεράσει τα όρια. Αποκαλώντας τους παράτυπους μεξικανούς μετανάστες «βιαστές» και προτείνοντας να απαγορευτεί η είσοδος των Μουσουλμάνων στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρήκε απήχηση σε μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Όμως τα ρατσιστικά σχόλια με αποδέκτη τον ισπανόφωνο δικαστή Γκονζάλο Κουριέλ, ο οποίος χειρίζεται υποθέσεις εξαπάτησης φοιτητών όπου εμπλέκεται το «Πανεπιστήμιο Τραμπ» και η αντίδρασή του στην τραγωδία του Ορλάντο, έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο τις συζητήσεις προκειμένου να γίνει προσπάθεια να τον ανατρέψουν στο συνέδριο του κόμματος τον Ιούλιο. Αλλά για ακόμη μία φορά, προκύπτει το ερώτημα: «Ποιος είναι αυτός που θα μπορέσει να σώσει το κόμμα από τον ανεπιθύμητο επισκέπτη;»
Η Elizabeth Drew είναι συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Washington Journal: Reporting Watergate and Richard Nixon’s Downfall»