Αν υπάρχουν γεύσεις που γνωρίσαμε από παιδιά και καθορίζουν τα γευστικά κριτήρια της ενήλικης ζωής μας, η μαστίχα Χίου είναι σίγουρα μία από αυτές. Για τα ελληνόπουλαπου μεγάλωσαν στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 η ΕΛΜΑ στην πρασινοκίτρινη χάρτινη συσκευασία-κουτάκι ήταν ένας πολύτιμος θησαυρός στο βάθος της σχολικής τσάντας. Είχε άλλωστε το άρωμα του καλοκαιριού, με το παγωτό μαστίχα, αλλά και των γιορτών. Οι μαμάδες και οι γιαγιάδες –κυρίως όσες είχαν καταβολές από την Πόλη ή τη Μικρά Ασία –πάντα «έκρυβαν» και ένα κουταλάκι χιώτικης μαστίχας μαζί με το μαχλέπι στην πίτα των Χριστουγέννων αλλά και στα τσουρέκια του Πάσχα. Για ημέρες το άρωμα της μαστίχας παγιδευόταν στο σπίτι και για πολλούς σήμερα είναι συνυφασμένο με όμορφες γιορτινές στιγμές. Είναι η γεύση που αγαπήθηκε πολύ και σήμερα, ανεξαρτήτως ηλικίας και παρά τον καταιγισμό εκατοντάδων προϊόντων τσίκλας –με πολύχρωμες συσκευασίες, ποικίλες γεύσεις και διαφορετική υφή -, εξακολουθεί να διατηρεί ανέπαφο το γευστικό της αποτύπωμα κάθε φορά, σαν την πρώτη φορά.
Από το 336 π.Χ. ως την UNESCO


Η ιστορία της μαστίχας με… ονομασία προέλευσης χάνεται στα βάθη της Ιστορίας. Σε αρχαία κείμενα (336-146 π.Χ.) υπάρχουν αναφορές τόσο στη χιώτικη όσο και σε άλλες μαστίχες (ιλλυρική, αιθιοπική, ινδική και αιγυπτιακή). Στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη μετέπειτα η μαστίχα ήταν πολύτιμη και απευθυνόταν στους προνομιούχους. Η ακμή του εμπορίου της διατηρήθηκε ακόμη και επί οθωμανικής κυριαρχίας έως ότου ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε για πρώτη φορά σε αναστολή της καλλιέργειας του μαστιχόδεντρου.
Το 1938 όμως ανοίγει μια νέα σελίδα. Συστήνεται η Ενωσις Μαστιχοπαραγωγών Χίου ως αναγκαστικός συνεταιρισμός. Κάθε παραγωγός ήταν υποχρεωμένος να παραδώσει ολόκληρη την παραγωγή του και η Ενωση ήταν υπεύθυνη για την επεξεργασία και την προώθηση στην αγορά.Τότε η τιμή παραγωγού τριπλασιάζεται και η ζήτηση διεθνώς αυξάνεται. Ομως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αναστέλλει τη δραστηριότητα της Ενωσης προτού ακόμη ξεκινήσει.
Μεταπολεμικά, σημαντικότεροι σταθμοί είναι το 1950, οπότε αρχίζει να παρασκευάζεται το μαστιχέλαιο, το 1957, όταν δημιουργήθηκε το εργοστάσιο τσίκλας ΕΛΜΑ, και το 1997, οπότε αναγνωρίστηκε ως προϊόν προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) μαζί με τη μαστίχα Χίου και το μαστιχέλαιο. Το 2014 η μαστιχοκαλλιέργεια εγγράφηκε στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας από την UNESCO.
Σήμερα η ενωση έχει κύκλο εργασιών κοντά στα 25 εκατ. ευρώ, εκατό εργαζομένους και 4.500 εγγεγραμμένα μέλη, εκ των οποίων 2.350 ενεργά. Αποτελεί πρότυπο συνεταιρισμού, σε επίπεδο εξωστρέφειας, οικονομικών αποτελεσμάτων και εξυπηρέτησης παραγωγού. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα 24 Μαστιχοχώρια της Νότιας Χίου στηρίζουν αποκλειστικά την οικονομική τους επάρκεια στην καλλιέργεια της μαστίχας.
Και φάρμακο…


Στις ημέρες μας, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ενωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου κ. Γιώργο Τούμπο, οι εμπορικές χρήσεις της μαστίχας διευρύνονται, εκτός των παραδοσιακών αγορών της Μέσης Ανατολής, της Τουρκίας και της Βόρειας Αφρικής, και τελευταία κατακτά νέες αγορές: ΗΠΑ, Καναδά, Κεντρική Ευρώπη, Κορέα, Ιαπωνία, Κίνα και Αυστραλία.
Το 2015 η μαστίχα Χίου αναγνωρίστηκε ως παραδοσιακό φάρμακο από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων για στομαχικές διαταραχές και φλεγμονές του δέρματος και εντός του 2016 «προσδοκούμε να πιστοποιηθούμε με τα σχετικά δικαιώματα από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας Τροφίμων» τονίζει ο κ. Τούμπος, υπογραμμίζοντας ότι πλέον η στρατηγική για τη μαστίχα έχει στόχο το φάρμακο και το λειτουργικό τρόφιμο.
«Κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να διαφυλάξουμε την ποιότητα του προϊόντος και να δώσουμε κίνητρα σε νέους παραγωγούς να μπουν στη μαστιχοκαλλιέργεια» αναφέρει ο πρόεδρος της Ενωσης, υποδεικνύοντας ως βασικό ανασταλτικό παράγοντα την υψηλή φορολογία και τις μεγάλες ασφαλιστικές εισφορές. Παράλληλα, όπως σημειώνει, η αποτροπή των συνταξιούχων από την καλλιέργεια για τη συμπλήρωση του εισοδήματός τους καθώς και οι υψηλές χρεώσεις ασφαλίστρων του ΕΛΓΑ αποθαρρύνουν τους μαστιχοπαραγωγούς να μπουν στην παραγωγή ή να επεκτείνουν τις υπάρχουσες καλλιέργειες.
Επιπλέον, ήρθε και ο νόμος 4384/2016 (άρθρο 32 παρ. 1), ο οποίος αφήνει ανοιχτό «παράθυρο» για να λυθούν οι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί, γεγονός που, όπως σημειώνει ο κ. Τούμπος, «προκαλεί τεράστιο πρόβλημα χάραξης μακροπρόθεσμης επενδυτικής πολιτικής, καθώς μας υποχρεώνει να περιοριζόμαστε σε βραχύβια επιχειρησιακά προγράμματα, χωρίς να μπορούμε να εκμεταλλευτούμε μακροπρόθεσμα τα εξαιρετικά δυναμικά εμπορικά χαρακτηριστικά της μαστίχας και των προϊόντων της». Δεν είναι τυχαίο ότι την επομένη της δημοσίευσης του νόμου σε ΦΕΚ, με υπουργική απόφαση ήρθη η αναγκαστικότητα του συνεταιρισμού κρασιού της Σάμου.
Από την πλευρά του πάντως ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Βαγγέλης Αποστόλου υποστηρίζει ότι «η αναγκαστικότητα της μαστίχας, όπως δεν αμφισβητήθηκε ποτέ μέχρι σήμερα, έτσι θα συνεχιστεί». Σε κάθε περίπτωση, η μαστίχα, εκτός από σημαντικό προϊόν για την οικονομία του νησιού, λειτουργεί και ως συνεκτικός ιστός για την τοπική κοινωνία καθώς κάθε δραστηριότητα στη Νότια Χίο, όπως πάντα, οργανώνεται και καθορίζεται από τη μαστίχα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ