ΤΟ ΒΗΜΑ – PROJECT SYNDICATE
Πριν από μία διετία, μια μακρά πορεία αυταρχισμού και απομονωτισμού υπό τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε ως κατάληξη την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία. Αλλά ενώ η διεθνής κοινότητα καταδίκασε την κίνηση αυτή, οι Ρώσοι έδειχναν να την επικροτούν. Πράγματι, η «επιστροφή» της χερσονήσου στη Ρωσία είχε βαθιά επίδραση στην κοινή γνώμη, ενισχύοντας έτσι τη θέση του Πούτιν στην εξουσία, παρά τις σημαντικές προκλήσεις, πολιτικές και οικονομικές, που αντιμετωπίζει η Ρωσία.
Τον Μάρτιο του 2016 το 83% των Ρώσων τασσόταν υπέρ της προσάρτησης της Κριμαίας ενώ κατά ήταν μόνον το 13 τοις εκατό. Ακόμα και οι προοδευτικοί – συμπεριλαμβανομένων και κάποιων που συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος στην πλατεία Μπολότναγια την περίοδο 2011-2013 –βρήκαν στην Κριμαία έναν λόγο για να υποστηρίξουν τον Πούτιν.
Ο λόγος είναι απλός. Για τους περισσότερους Ρώσους η Κριμαία εξακολουθεί να αποτελεί τμήμα της «αυτοκρατορίας», τόσο πολιτισμικά όσο γεωγραφικά. Η Ρωσία δεν έχει την ισχύ και τους πόρους για να αναδημιουργήσει μια αυτοκρατορία, ακόμα και μέσα στα όρια του αφηρημένου «ρωσικού κόσμου».
Αλλά εστιάζοντας στην Κριμαία, το καθεστώς του Πούτιν κατάφερε να δημιουργήσει μια αίσθηση αποκατάστασης της ιστορικής δικαιοσύνης και να τονώσει τις προσδοκίες όσον αφορά το ενδεχόμενο να ξαναγίνει η Ρωσία «μεγάλη δύναμη». Η αντίδραση αυτή μπορεί να προκαλεί έκπληξη, δεδομένου του οικονομικού αντίκτυπου των δυτικών κυρώσεων, οι συνέπειες των οποίων επιδεινώθηκαν από την κατακόρυφη πτώση των τιμών του πετρελαίου. Το συναισθηματικό στοιχείο διαδραματίζει σίγουρα κάποιο ρόλο. Αλλά αυτό δεν είναι απλά θέμα χειραγώγησης και προπαγάνδας.
Στην πραγματικότητα, ο κύριος λόγος που η πλειονότητα των Ρώσων υποστηρίζει την προσάρτηση της Κριμαίας φαίνεται να είναι ακριβώς αυτός: το ότι η πλειονότητα των Ρώσων την υποστηρίζει. Για τον μέσο μετα-σοβιετικό Ρώσο, ο οποίος ανέκτησε την Κριμαία από τον καναπέ του, με τηλεχειριστήριο στο χέρι, το ότι η άποψή του εναρμονίζεται με την άποψη της πλειονότητας είναι μακράν πιο ελκυστικό από το να ταράξει τα νερά –σε τέτοιο βαθμό που οι Ρώσοι αρνούνται πλήρως να σκεφτούν κριτικά όσον αφορά όλα όσα συμβαίνουν. Αυτό είναι τυπικό παράδειγμα ψυχολογίας των μαζών.
Αυτή η ακλόνητη στήριξη όσον αφορά τις «δίκαιες», «αμυντικές» και «προληπτικές» στρατιωτικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν στην Κριμαία, συνεχίστηκε και στο Ντονμπάς και στη Συρία, ακόμη και κατά τον εμπορικό πόλεμο με την Τουρκία. Παρά τους προφανείς κινδύνους των κινήσεων αυτών, οι Ρώσοι αποδέχτηκαν το αφήγημα σύμφωνα με το οποίο είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της σταθερότητας.
Αλλά οι Ρώσοι δείχνουν να υποστηρίζουν και την κακοδιαχείριση της οικονομίας από το καθεστώς Πούτιν ακριβώς γιατί η οικονομική τους κατάσταση είναι τόσο δεινή. Ο μέσος Ρώσος επέστρεψε γρήγορα σε συνήθειες που σχετίζονται με την κουλτούρα της ανεπάρκειας του πρόσφατου παρελθόντος. Εστιάζουν την προσοχή τους στην απόκτηση βασικών αγαθών όπως τρόφιμα και ρούχα. Ελάχιστοι ενδιαφέρονται για τις αιτίες της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου τους.
Και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει για αυτό; Στο κάτω-κάτω, εκείνοι οι Ρώσοι που λαμβάνουν υπόψη τα πολιτικά δρώμενα έρχονται αμέσως αντιμέτωποι με μια ζοφερή πραγματικότητα. Το καθεστώς έχει αφανίσει όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Περισσότεροι από ένας επικριτές του καθεστώτος είχαν ένα πρόωρο τέλος.
Καθώς δεν υφίσταται πολιτικός ανταγωνισμός, ο Πούτιν έχει δημιουργήσει ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών στο εσωτερικό της ελίτ. Μια ομάδα (πιστών στον Πούτιν) φιλελευθέρων κατέχουν καίριες θέσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, εξισορροπώντας τα γεράκια στο στρατό και τις ειδικές υπηρεσίες. Φυσικά, όλα τα μέλη της ελίτ πρέπει να επιδεικνύουν συνεχώς την πίστη τους στον Πούτιν.
Αυτό το σύστημα δεν αφήνει τις ελίτ της Ρωσίας να προωθήσουν την αλλαγή καθώς αποκλείει τη δυνατότητα κάποιας μηχανορραφίας κατά του Πούτιν. Και το καθεστώς φαίνεται σχετικά σταθερό, τουλάχιστον για τώρα. Πράγματι, από το 2012 και έπειτα, το καθεστώς μόνον ενδυναμώνεται, και τώρα, έχοντας κερδίσει χρόνο χάρη στην λαϊκή υποστήριξη, προσπαθεί να προσαρμοστεί στην παρατεταμένη οικονομική, πολιτική και κοινωνική δυσφορία.
Αλλά ο χρόνος αυτός είναι περιορισμένος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, το καθεστώς στρέφει ολοένα περισσότερο την προσοχή των πολιτών προς εσωτερικές «απειλές» – ήτοι, προς πολιτικούς αντιπάλους και υποτιθέμενους «προδότες». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο πρώην πρόεδρος της πετρελαϊκής εταιρίας Yukos Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, του οποίου οι αμφιβολίες όσον αφορά την ηγεσία του Πούτιν τον οδήγησαν στη φυλακή και στη συνέχεια στην εξορία.
Το 1970, ο σοβιετικός αντιφρονών Αντρέι Αμαλρίκ διερωτήθηκε, σε ένα προφητικό δοκίμιο: «Θα επιζήσει η Σοβιετική Ένωση έως το 1984 ; » Τώρα πρέπει εμείς να αναρωτηθούμε για πόσο ακόμα θα επιζήσει το καθεστώς του Πούτιν. Φαίνεται πιθανό ότι θα διαρκέσει μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές, το 2018. Το αν θα αντέξει έως τις προεδρικές εκλογές του 2024, αποτελεί ένα ερώτημα που οι «Κρεμλινολόγοι» θα ξεκινήσουν σύντομα να συζητούν.
* Ο κ.Αντρέι Κολέσνικοφ είναι πρόεδρος του Προγράμματος Ρωσικής Εσωτερικής Πολιτικής και Πολιτικών Θεσμών στο Κέντρο Carnegie στη Μόσχα.