Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι πίστευε ότι οι άνθρωποι που δεν τρελαίνονται ποτέ ζουν φρικτή ζωή. Από αυτή την άποψη ο εκκεντρικός αμερικανός συγγραφέας θα έβρισκε ίσως στη χώρα μας την ιδανική σκηνογραφία για τα έργα του, εκείνες τις οριακές καταστάσεις που λαίμαργα επιζητούσε για να ανοίγει αναπάντεχες διαδρομές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Η αντίστιξή του, μολονότι γοητευτική για την αποδόμηση της κανονικότητας και παρηγορητική ως προς την απόκλιση, αντιστρέφεται από τη βιωμένη πραγματικότητα, καθώς οι άνθρωποι μπορεί να τρελαίνονται επειδή ζουν φρικτή ζωή. Στη δική μας εποχή, τουλάχιστον, που ενέχει μια ταυτόχρονη έννοια ιστορικής τομής, αυτό φαίνεται να ισχύει.

Η κρίση, πολύ περισσότερο από μια εκτεταμένη οικονομική δυσπραγία και απότομη πρώτη του βιοτικού επιπέδου, σηματοδότησε μια πολλαπλή και βίαιη συχνά ανατροπή του συνολικού φάσματος της ζωής. Η ρευστοποίηση του συστήματος πολιτικής εκπροσώπησης, οι πολιτικές διαψεύσεις, η άνοδος του εξτρεμισμού, η απαξίωση των θεσμών σε συνδυασμό με τις προσωπικές ματαιώσεις απορρύθμισαν την παρτιτούρα της ζωής μας πυροδοτώντας την έξαρση της ψυχοπαθολογίας ενός πληθυσμού που ακροβατεί μεταξύ ενός νευρωσικού πληθωρισμού και μιας πένθιμης ιεροτελεστίας της καθημερινότητας. Το βλέπουμε στην αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους. Το ζούμε στις αδιόρατες αλλά τόσο βροντερές μεταβολές της δικής μας συμπεριφοράς. Αλλάζει ο κόσμος γύρω μας και αλλάζουμε μαζί του ανακαλύπτοντας την ευαλωτότητά μας.
Ο,τι μέχρι πρότινος συνιστούσε εξειδικευμένη ορολογία στο DSM (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders) αποικιοποιεί το σώμα μας και την έκφρασή μας. Παθαίνουμε κρίσεις πανικού, σωματοποιούμε το άγχος μας, βουλιάζουμε στην κατάθλιψη, υποφέρουμε από αϋπνίες, παράγουμε νευρικότητα και επιθετικότητα, θυματοποιούμε ή ενοχοποιούμε τον εαυτό μας, φερόμαστε αλλοπρόσαλλα, ανεβοκατεβαίνουμε χωρίς φρένο στο ασανσέρ των συναισθηματικών μεταπτώσεων και φροντίζουμε να έχουμε πάντα εύκαιρο ένα Χanax στην άκρη της τσέπης μας. Μοιάζουμε άλλοτε με τους αδέξιους και αυτοσαρκαστικούς πρωταγωνιστές της αστικής νεύρωσης του Γούντι Αλεν και άλλοτε με τα καταραμένα και διψασμένα για λύτρωση υποκείμενα της αρχαίας τραγωδίας. Μια ολόκληρη χώρα είναι ξαπλωμένη σε ένα συμβολικό ντιβάνι ψάχνοντας ανακούφιση στην οντολογική της αγωνία.
Το καταγράφουν τα ερευνητικά δεδομένα. Οι δείκτες ψυχικής υγείας είναι εξίσου ζοφεροί με τους δείκτες της οικονομίας. Η συσχέτιση μεταξύ των δύο είναι υπαρκτή. Οχι απαραίτητα σε ευθεία γραμμή. Ενδεχομένως σε τεθλασμένη. Είναι σημαντικό στη συζήτηση για την ψυχική υγεία να αποφευχθούν δύο βασικές και συνήθεις παρανοήσεις για να μην οδηγηθούμε σε απλουστευτικά σχήματα και αυθαίρετες γενικεύσεις. Από τη μία, λοιπόν, η ερμηνεία της συμπτωματολογίας κινδυνεύει να διολισθήσει στην ψυχιατρικοποίηση της κοινωνικής ζωής, ενώ μπορεί να είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε μη φυσιολογικές συνθήκες. Από την άλλη, η οικονομική κρίση από μόνη της δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση σε κάθε ερώτημα, επειδή οι άλλες απαντήσεις είναι πιο κοπιαστικές και απεικονίζουν πιο καθαρά το είδωλό μας στον καθρέφτη. Η κρίση σίγουρα αυξάνει τη νοσηρότητα. Οχι απαραίτητα, όμως, ως μονοσήμαντη αιτία, αλλά απογυμνώνοντας τις μακιγιαρισμένες μέχρι πρότινος ουλές μας. Υπάρχουν διαχρονικές συνισταμένες που επηρεάζουν τον ψυχισμό μας και διαμορφώνουν τις στάσεις μας. Πολλές από τις δομικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας παρέμεναν επί χρόνια αποσιωπημένες και εκτρέπονταν στον καταναλωτισμό ή στο lifestyle. Τώρα που έφυγε το λευκό σεντόνι της παραμυθένιας αυταπάτης αποκαλύπτονται μπροστά μας και μας πληγώνουν. Το ΒΗΜΑgazino συζήτησε για όλα αυτά με τέσσερις κορυφαίους επιστήμονες του κλάδου και παρουσιάζει το «εθνικό μας ψυχογράφημα».
Μαρίνα Οικονόμου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ψυχιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Α΄ Ψυχιατρική Κλινική, Αιγινήτειο Νοσοκομείο, ΕΠΙΨΥ
Συνάντησα τη Μαρίνα Οικονόμου στα γραφεία του ΕΠΙΨΥ στο απομονωμένο και κατάφυτο άλσος στου Παπάγου. Τα τελευταία χρόνια το ερευνητικό έργο της προσανατολίζεται, μεταξύ άλλων, στον προσδιορισμό των κοινωνικών παραγόντων της ψυχικής υγείας. «Ο όρος κρίση, έπειτα από οκτώ χρόνια οικονομικής ύφεσης, τείνει μάλλον να χάσει το νόημά του, το νόημα μιας προσωρινής διατάραξης των πραγμάτων. Στην ελληνική πραγματικότητα ο όρος κρίση έχει γίνει ταυτόσημος με τη φτωχοποίηση ενός σημαντικότατου μέρους του ελληνικού πληθυσμού και τη συρρίκνωση της οικονομίας. Εχουμε περάσει στην επόμενη ημέρα μιας κρίσης που δεν ξεπεράστηκε ποτέ» αποσαφηνίζει η ίδια στην αρχή της συζήτησής μας.
Σε αυτή τη γενικευμένη δυστοπία το πεδίο της ψυχικής υγείας κάθε άλλο παρά αλώβητο έμεινε. «Την πρώτη διετία θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα σοκ, το οποίο σταδιακά δίνει τη θέση του σε ένα συλλογικό πένθος τόσο για τις υλικές όσο και για τις συμβολικές απώλειες, όπως τις σχετιζόμενες με την εθνική ταυτότητα, το κοινωνικό status, αλλά πολύ περισσότερο με τη ματαίωση των προοπτικών για το μέλλον» επισημαίνει. Σειρά επιδημιολογικών μελετών του ΕΠΙΨΥ κατέγραψαν τον ψυχικό αντίκτυπο αυτής της συνθήκης, αναδεικνύοντας την κατάθλιψη στην κλινική οντότητα που εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα. Συγκεκριμένα, η μηνιαία επικράτηση της μείζονος κατάθλιψης στον ελληνικό πληθυσμό από το ποσοστό του 3,3% που ήταν το 2008 κλιμακώθηκε σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013. Αντίστοιχα, τα ποσοστά του αυτοκτονικού ιδεασμού που κυμαίνονταν στο 2,4% το 2008 αυξήθηκαν σε 5,2% το 2009 και 6,7% το 2011, για να υποχωρήσουν στα προ κρίσης επίπεδα του 2,6% το 2013.
«Αλλάζει το ίδιο το επιδημιολογικό προφίλ της κατάθλιψης. Παλαιότερα αφορούσε περισσότερο τις γυναίκες. Τώρα αυτό ανατρέπεται. Το παρατηρούμε και στην αυτοκτονικότητα. Οι περισσότερες συντελεσθείσες αυτοκτονίες πραγματοποιήθηκαν από άνδρες. Ενα επιπλέον επιβαρυντικό στοιχείο είναι ότι οι άνδρες δεν επισκέπτονται συχνά τον ψυχίατρο. Το να παραδεχτούν ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα το βιώνουν ως πλήγμα για την αυτοεικόνα τους» αναφέρει η Μαρίνα Οικονόμου. Ενα θέμα που απασχολεί αρκετά τους επιστήμονες της ψυχικής υγείας είναι η νέα γενιά της Ελλάδας που έχοντας σφραγισμένο τον ορίζοντα μπροστά της, παραπαίει μεταξύ ξεσπάσματος και απόσυρσης. «Πρόκειται επί της ουσίας για μια ακούσια παρατεταμένη εφηβεία» λέει η κυρία Οικονόμου κωδικοποιώντας το βίωμα χιλιάδων νέων και υψηλά καταρτισμένων ανθρώπων που αναμετρούνται με τα κρεμασμένα πτυχία και την ακύρωση της δυνατότητάς τους για ανεξαρτησία.
Βέβαια, η ίδια διευκρινίζει ότι δεν είχαν όλες οι χώρες που πέρασαν περιόδους οικονομικής ύφεσης τις ίδιες συνέπειες στον τομέα της ψυχικής υγείας: «Οπου υπήρχε ισχυρό κοινωνικό κράτος οι επιπτώσεις ήταν μειωμένες. Επίσης, όπου λειτουργούν οι θεσμοί τα πράγματα πάνε πολύ καλύτερα». Εδώ, όμως, δεν ισχύει καμία από τις δύο παραμέτρους. Το κοινωνικό κράτος ήταν ελαττωματικό από την εποχή που ολόκληρη η χώρα ήταν πασπαλισμένη με χρυσόσκονη και οι θεσμοί είναι διαβρωμένοι και απαξιωμένοι στη συνείδηση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων. Το κατέδειξε μελέτη του ΕΠΙΨΥ το 2011, η οποία κατέγραψε κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς σε αντίθεση με την εμπιστοσύνη στις διαπροσωπικές σχέσεις που παρέμενε αμετάβλητη.
Στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο η οικονομική κρίση διασταυρώθηκε με την προσφυγική κρίση, αλλά παρά την κρατική απραξία και τις ξενοφοβικές ιαχές της Ακροδεξιάς, αναπτύχθηκε ένα απροσδόκητο και πολύμορφο ρεύμα αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες. Λίγο προτού ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, ρώτησα τη Μαρίνα Οικονόμου αν αυτό το ρεύμα εκπορεύεται από μια εγγύτητα του πόνου που ενδεχομένως υπάρχει μεταξύ ενός τμήματος του ελληνικού πληθυσμού και των προσφύγων ή αν είναι πρόσκαιρο και μπορεί να μετεξελιχθεί σε μια τυφλή εχθρικότητα. «Δεν γνωρίζουμε ακόμη. Δεν έχουμε ερευνητικά δεδομένα. Εμπειρικά μόνο να σας πω ότι φαίνεται να υπάρχει μια χειρονομία αλληλοβοήθειας. Είναι εντυπωσιακή μέχρι στιγμής η στάση των Ελλήνων» απάντησε.
Γιώργος Αλεβιζόπουλος


Καθηγητής Ψυχιατρικής, Τομέας Ψυχικής Υγείας και Επιστημών Συμπεριφοράς, Τμήμα Νοσηλευτικής ΕΚΠΑ, διευθυντής Κέντρου Ψυχικής Υγείας Ζωγράφου


Σε διαφορετικά σημεία και περισσότερο αφανή στον δημόσιο λόγο εστιάζεται η τοποθέτηση του καθηγητή Ψυχιατρικής Γιώργου Αλεβιζόπουλου. «Βεβαίως και η κρίση επηρεάζει τον ψυχισμό μας. Βεβαίως και επειδή δεν μπορώ να πληρώσω το σχολείο του παιδιού μου δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχω πάθει κατάθλιψη. Τα επεισόδια πανικού έχουν αυξηθεί, η νόσος πανικός δεν ξέρω. Μην ψυχιατρικοποιούμε τα πάντα» λέει διαχωρίζοντας το σύμπτωμα μιας νόσου από την κλινική διάγνωσή της. Υποστηρίζει ότι η Ελλάδα κινείται περίπου στα ίδια επίπεδα ψυχικών διαταραχών με τις υπόλοιπες χώρες. «Αυτό που διαφέρει», προσθέτει, «είναι η διαχείριση της ψυχικής νόσου. Στη Σκανδιναβία, για παράδειγμα, την επωμίζεται το κράτος, στις μεσογειακές χώρες η οικογένεια».
Η κεντρικότητα της οικογένειας στη δομή της ελληνικής κοινωνίας αποτελεί ασπίδα προστασίας και ταυτόχρονα πηγή καταπίεσης. Αφενός η οικογένεια λειτουργεί ως άτυπο δίκτυο αλληλεγγύης που εκπληρώνει ένα κενό της πολιτείας, αφετέρου ως μικρό και κλειστό σύστημα δεν μπορεί να αποχρωματίσει την ιδιαιτερότητα και προσωποποιεί το πρόβλημα. «Στην Ελλάδα υπάρχει στίγμα, όχι μόνο για τους ψυχικά πάσχοντες. Υπάρχει στίγμα για τους ομοφυλόφιλους, για τους ανθρώπους με αναπηρία, γενικά για την ετερότητα. Αυτό είναι το αντίτιμο που πληρώνει η χώρα μας για ένα μοντέλο φροντίδας επικεντρωμένο στην οικογένεια. Ο ψυχωτικός είναι ο ασθενής της οικογένειάς του και αυτό δεν το θέλει η οικογένειά του. Οσο πιο κρατικός και απρόσωπος είναι ένας μηχανισμός, τόσο αμβλύνεται το στίγμα. Γι’ αυτό οι βορειοευρωπαϊκές χώρες είναι πιο ανεκτικές στις παραλλαγές της ανθρώπινης συμπεριφοράς» σημειώνει. Βέβαια, ο ίδιος τονίζει ότι το στίγμα –ανεξάρτητα από την ένταση και τη διαβάθμισή του – υπήρχε και θα υπάρχει για την ψυχική ασθένεια «αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι μπορεί να μην ελέγχουν το μυαλό τους».
Οι άνθρωποι, ενώ αποτελούν ίσως τη μοναδική μορφή ζωής που μπορεί να διερωτηθεί σε υψηλό επίπεδο για την ύπαρξή της και έχουν επίγνωση της θνησιμότητάς τους, εν τούτοις αδυνατούν συχνά να συμβιβαστούν με το εύθραυστο του βίου τους. Ο Γιώργος Αλεβιζόπουλος διαπιστώνει πιο οξυμένο το πρόβλημα στην Ελλάδα: «Ο κόσμος δεν μπορεί να εξοικειωθεί με την ιδέα της αρρώστιας και του θανάτου. Οι μελέτες δείχνουν ότι στη χώρα μας η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στην αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών Υγείας φτάνει το 80%. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία είναι 11%. Δεν έχουν χειρότερες υπηρεσίες οι Γερμανοί. Η διαφορά είναι στο attitude. Εχουμε υπέρμετρες προσδοκίες από το Σύστημα Υγείας. Εκεί που σε άλλες χώρες σταματάει η θεραπεία και αρχίζει η παρηγορητική φροντίδα γιατί ο ασθενής βρίσκεται σε τελικό στάδιο, εδώ επιμένουμε σε αδιέξοδες θεραπείες. Είμαστε η τελευταία χώρα στον κόσμο που ακούς ακόμη τη φράση: Μετά τον Θεό, εσύ, γιατρέ μου».
Τώρα, λοιπόν, που το Σύστημα Υγείας, υποστελεχωμένο και υποχρηματοδοτημένο, καταρρέει, ο κρότος αντηχεί σε κάθε στενό της πόλης, σε κάθε σπίτι. Συμπαρασύρει μαζί και το προσδόκιμο ζωής που είχε μια σταθερά ανοδική πορεία για χρόνια, αλλά ο καθηγητής επιμένει ότι το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι αυτό: «Το ζητούμενο είναι η ποιότητα ζωής και όχι το προσδόκιμο, γιατί σ’ αυτό κατατείνουμε διαρκώς. Ζούμε δέκα χρόνια παραπάνω, αλλά άρρωστοι» λέει. Μου επιβεβαιώνει την αίσθηση που έχω ότι τα παυσίπονα έχουν αντικατασταθεί με αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά στην πρώτη θέση του οικιακού μας φαρμακείου. «Υπάρχει κατάχρηση και γενικά και ανά νόσο. Δίνουμε μεγαλύτερη ποσότητα ψυχοφαρμάκων για την ίδια νόσο σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Επίσης το 30% των φαρμάκων για ψυχικές διαταραχές συνταγογραφείται από άλλες ιατρικές ειδικότητες και όχι από ψυχιάτρους. Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα σε όλη την Ευρώπη που ανέπτυξε κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση της μείζονος ψυχικής διαταραχής. Το έπραξε μόλις εφέτος. Οσο δεν υπάρχει μπούσουλας, θα υπάρχει κατάχρηση» καταλήγει.
Γιάννης Ζέρβας


Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Α΄ Ψυχιατρική Κλινική, Αιγινήτειο Νοσοκομείο


«Τραύμα, αυτή είναι η σωστή λέξη» λέει ο Γιάννης Ζέρβας, συμπυκνώνοντας την κοινωνικοοικονομική συγκυρία στη χώρα μας. «Αυτό που συμβαίνει δοκιμάζει έντονα και επικίνδυνα τις αντοχές όλων, είτε σε επίπεδο επιβίωσης είτε σε επίπεδο αξιών. Και, όπως ξέρετε, το τραύμα είναι διαγενεακό. Μια τραυματισμένη γενιά επηρεάζει (βιολογικά και ψυχολογικά) την επόμενη. Το ανυπέρβλητο στρες, αυτό που είναι ικανό να «τραυματίσει» ψυχικά, επηρεάζει τόσο το κύτταρο όσο και τον πολιτισμό. Αυτό που συντελείται στις μέρες μας διακόπτει την ιστορία και υπονομεύει το μέλλον. Και ακριβώς επειδή νιώθουμε απειλή «λιγοστεύουμε», γινόμαστε «μικρότεροι», κλεινόμαστε περισσότερο στον εαυτό μας, στους αριθμούς μας και στους ορισμούς μας, που τα διαστρεβλώνουμε μερικές φορές για να μοιάσουν σε αυτά που ήδη ξέρουμε». Παίρνει αποστάσεις από λογικές συλλογικής ενοχοποίησης, φωτίζοντας τις στρεβλώσεις της αρχιτεκτονικής του συστήματος: «Εχουμε εμπλακεί σε έναν λογικοφανή κόσμο, εντελώς παράλογο. Ζούμε στην κυριαρχία του ψεύδους και της αναλγησίας των αριθμών. Αν το συλλογιστούμε, θα αντιληφθούμε πως κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ τη στατιστική με τον τρόπο με τον οποίο το κάνουν οι διαχειριστές του χρήματος και της εξουσίας».
Διαπιστώνει και ο ίδιος τον κομβικό ρόλο που διαδραματίζει η οικογένεια στη συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας εν γένει, αλλά και στην κρίση ειδικότερα. Είναι μια βασική αντίθεση μεταξύ των μεσογειακών κρατών και των βορειοευρωπαϊκών με φωτεινές αλλά και πιο θολές όψεις. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι όλες οι ελληνικές οικογένειες έχουν τις ίδιες τυπολογίες: «Υπάρχουν οικογένειες που έχουν αρκετά καλή βάση σε πραγματισμό και αξίες για να αντιμετωπίσουν τις ανατροπές και τις δυσκολίες που φέρνει η οικονομική κρίση, αλλά υπάρχουν και οικογένειες όπου η αυξανόμενη τριβή και η αλληλοκατηγορία ανάμεσα στα μέλη τους καταλήγουν σε πολλαπλασιασμό της πίεσης. Αυτά τα παρατηρεί κανείς και σε ομαδικό επίπεδο: ένα σωρό ομάδες συνασπίζονται και συνεργάζονται σε επίπεδο γειτονιάς ή κοινότητας προωθώντας την κοινωνική αυτοοργάνωση και άλλοι αναλώνονται στον φθόνο και στον αλληλοσπαραγμό».
Με την ιδιότητα του υπευθύνου του Τμήματος Ψυχικής Υγείας Γυναικών του Αιγινήτειου Νοσοκομείου συζητήσαμε για το αν ανιχνεύεται έμφυλη διάσταση στην ψυχική ασθένεια ή πώς η ψυχική υγεία διαπλέκεται με τις αναπαραστάσεις για τη θηλυκότητα και την αρρενωπότητα. «Υπάρχουν ψυχιατρικές παθήσεις πιο συχνές στο ένα ή στο άλλο φύλο και έχουν να κάνουν τόσο με τη βιολογική κατασκευή (ορμόνες κ.τ.λ.) όσο και με τους κοινωνικούς ρόλους του φύλου. Οι γυναίκες, λόγου χάρη, εμφανίζουν διπλάσια κατάθλιψη και άγχος από τους άνδρες. Ομως έχουν και ισχυρότερα υποστηρικτικά συστήματα γιατί, εν αντιθέσει με τους άνδρες, σχηματίζουν κοινωνικά δίκτυα επικοινωνίας μεταξύ τους. Οι γυναίκες μιλούν για τα προβλήματά τους και αλληλοστηρίζονται. Οι άνδρες είναι πιο απομονωμένοι στην προσπάθειά τους για επαγγελματική καταξίωση, φροντίδα της οικογένειας κ.τ.λ. Ορίζουν τον εαυτό τους πιο πολύ σε σχέση με τις επιτυχίες τους. Ετσι, καταστάσεις όπως η οικονομική κρίση τούς καθιστούν πιο ευάλωτους».
Ο Γιάννης Ζέρβας είναι συγγραφέας με πλούσιο ποιητικό και μεταφραστικό έργο, ενώ έχει επιμεληθεί, μεταξύ άλλων, και το έργο του Ιρβιν Γιάλομ. Ο Φρόιντ έλεγε «Οπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί», σκιαγραφώντας ίσως τη σχέση μεταξύ τέχνης και θεραπείας. «Η τέχνη σώζει, λοιπόν;», ρώτησα, «μπορεί να γαληνέψει την εσωτερική μας αναταραχή;». «Η τέχνη μάς μαθαίνει τον κόσμο ξαναδείχνοντάς τον και διευρύνοντάς τον, δημιουργεί δυνατότητες και προάγει νέα δημιουργία. Αποκαθιστά και συντηρεί, δεν καταστρέφει. Γι’ αυτό έχει θεραπευτικές ιδιότητες η τέχνη: γιατί μας φέρνει σε επαφή με την ουσία μας και με τον εαυτό μας. Κατά τη γνώμη μου, οι αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού είναι οι μοναδικές που αντέχουν να γίνουν ιδεολογία. Ειδικά όταν όλες οι άλλες έχουν αποτύχει κάνοντας πολύ θόρυβο και πολλή ζημιά» απάντησε.
Ηλίας Βλάχος


ψυχίατρος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Ο τέταρτος συνομιλητής μου είναι ο ψυχίατρος Ηλίας Βλάχος. Στον προβληματισμό για την ψυχική υγεία ενέταξε και την παράμετρο κλίμα, το asset μας, αυτόν τον ύστατο λόγο που μας ξεσηκώνει ακόμη στο πρώτο σκίρτημα της άνοιξης: «Η επίδραση του κλίματος αποτυπώνεται στη γλώσσα. Οι μεσογειακές χώρες έχουν πιο πολλά φωνήεντα, ενώ οι βόρειες πιο πολλά σύμφωνα γιατί λόγω του κρύου κλείνουν το στόμα τους. Επηρεάζει, όμως, και τον ψυχισμό μας. Είμαστε πιο εξωστρεφείς, πιο ομιλητικοί, τείνουμε ίσως στην υπερβολή, διακωμωδώντας ή διεκτραγωδώντας την κατάστασή μας. Δείτε, για παράδειγμα, πώς εικονογραφείται το μεσογειακό ταμπεραμέντο στην κλασική τέχνη. Τα αστικά δράματα του Ιψεν είναι πολύ πιο συγκρατημένα από τις κραυγές στην τραγωδία ή τις άριες».
Η πολιτική ζωή, όμως, του τόπου μοιάζει περισσότερο με ιλαροτραγωδία. Ο ίδιος διαγιγνώσκει μια διαχρονική έλξη του ελληνικού λαού στον λαϊκισμό και τη ροπή του σε ανώδυνα και ανακουφιστικά επιχειρήματα, τα οποία ενίοτε αποδεικνύονται αβάσιμα και προξενούν πολλαπλή απογοήτευση και ψυχική αποεπένδυση. «Οι ψηφοφόροι ταυτίζονται με τους ηγέτες. Αυτό τους καθιστά πιο επιρρεπείς σε συναισθηματικά συνθήματα που μπορεί να διαψευστούν από την πραγματικότητα» επισημαίνει και αναπόφευκτα στην κουβέντα ανακαλείται το περυσινό καλοκαίρι της εθνικής μας ψυχοπαθολογίας. «Το δημοψήφισμα είναι ένα γεγονός που πρέπει να μελετηθεί. Η πόλωση που είδαμε παραπέμπει σε σχάση, θα λέγαμε με ψυχιατρικούς όρους. Πρόκειται για έναν πρωτόγονο μηχανισμό άμυνας που ο άλλος είναι ο Θεός ή ο διάβολος. Υπάρχει μόνο άσπρο-μαύρο. Οι ενδιάμεσες αποχρώσεις εξαφανίζονται».
Σε αυτό το έδαφος –μεταξύ της Σχολής της Φρανκφούρτης και της Χάνα Αρεντ –διαβάζουμε την άνοδο και την παγίωση, καθώς φαίνεται, του ακροδεξιού εξτρεμισμού της Χρυσής Αυγής. Οι πρώτες ξαφνιασμένες αναλύσεις του φαινομένου που αξιολογούσαν την οικονομική κρίση ως μήτρα όλων των κακών, σήμερα δείχνουν αρκετά φτωχές και επιφανειακές. «Η Χρυσή Αυγή υιοθέτησε έναν λόγο που υπήρχε και παλιά σε ιδιωτικό επίπεδο. Ο λόγος του «Ελληναρά» που εμπεριέχει ρατσισμό, χουλιγκανισμό, σεξισμό, ομοφοβία. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ακόμη και στα χρόνια της ανάπτυξης είχαμε ένα μένος εναντίον των Εβραίων, βλέπαμε παντού τον διεθνή σιωνισμό να εξυφαίνει συνωμοσίες. Τώρα έχουμε μένος κατά των Γερμανών. Αυτός ο λόγος απενοχοποιήθηκε, βρήκε πολιτική έκφραση και διαπέρασε τη δημόσια σφαίρα» αναφέρει ο Ηλίας Βλάχος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ίσως είναι ότι όψεις αυτής της συμπεριφοράς, έστω και στιγμιαία, κατακλύζουν το σύμπαν μας ή το timeline μας, μιας που πλέον η δημόσια συζήτηση διαμεσολαβείται σε μεγάλο βαθμό από τα social media. Τα κατά καιρούς διαδικτυακά λιντσαρίσματα ανθρώπων δεν είναι καθόλου κολακευτικά για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την επικοινωνία και τον διάλογο. «Η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόιντ μάς δίνει τα εφόδια να ερμηνεύσουμε αυτές τις πρακτικές. Είναι το ένστικτο του θανάτου ή της καταστροφής. Αν ο έρωτας ενώνει, το ένστικτο του θανάτου αποδομεί και διαχωρίζει» τονίζει ο ψυχίατρος.
Ο Ηλίας Βλάχος συμπεραίνει ότι έχουμε μια ναρκισσιστική πρόσληψη της ύπαρξής μας ως κοινωνία: «Δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στον εαυτό μας, στο αναντικατάστατό μας. Δυσκολευόμαστε να παραδεχτούμε την τρωτότητά μας. Αυτό, σε συνδυασμό με τον φόβο της ετερότητας, δημιουργεί μια άκαμπτη ταυτότητα χωρίς μεγάλα περιθώρια ευελιξίας. Το Βερολίνο είχε για χρόνια έναν ανοιχτά γκέι δήμαρχο που συζούσε με τον σύντροφό του. Ηταν αυτονόητο. Εδώ δεν είναι. Ο φόβος, βέβαια, απέναντι στο ξένο και στο διαφορετικό είναι πανανθρώπινος. Κοιτάξτε τι συμβαίνει στην Αμερική με τον Ντόναλντ Τραμπ. Είναι ανατριχιαστικό ότι σε μια πολυεθνική και πολυπολιτισμική χώρα πριμοδοτείται από ένα τμήμα του πληθυσμού η ξενοφοβική ατζέντα του Τραμπ. Το απεύχομαι» είπε, και εγώ φανταζόμουν εκατομμύρια ανθρώπους εκείνη τη στιγμή στον πλανήτη να συμμερίζονται με ένα ιδρωμένο νεύμα την ίδια ανησυχία.
Κάπου εδώ ολοκληρώθηκε ο δικός μου σύντομος κύκλος «συνεδριών». Ενα από τα γραφεία που επισκέφθηκα στο πλαίσιο του ρεπορτάζ είχε καδραρισμένη την «Κραυγή». Είναι το έργο που έχω συναντήσει με μεγαλύτερη συχνότητα στους χώρους ψυχικής υγείας. Δεν ξέρω γιατί, δεν πρόλαβα να ρωτήσω. Ισως γιατί ο Εντβαρντ Μουνκ πάλευε ο ίδιος πολλά χρόνια με τα σκοτάδια του και η αδελφή του νοσηλευόταν επί σειρά ετών σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Ισως και για πιο πεζούς λόγους τυχαιότητας που εξιτάρουν λιγότερο τη φαντασία. Σκεφτόμουν, όμως, ότι αυτή η απόκοσμη και άφυλη φιγούρα που διατρανώνει σπαρακτικά τον φόβο και την αγωνία της, θα μπορούσε αντί για ένα νορβηγικό φιόρδ να έχει ως φόντο το αττικό ηλιοβασίλεμα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Μαΐου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ