Ρατσισμός υπήρχε και υπάρχει στις ΗΠΑ. Αντικομμουνισμό, και μάλιστα ακραίο, έχουν ζήσει οι Αμερικανοί με τον γερουσιαστή Μακ Κάρθι. Aλλά ναζισμό; Οχι βέβαια, ούτε φασισμό, τουλάχιστον όχι όπως τον ξέρουμε ιστορικά στη γηραιά ήπειρο.
Να όμως που σοβαροί άνθρωποι στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχουν αρχίσει να μιλάνε για «αμερικανικό φασισμό» για να περιγράψουν το φαινόμενο που λέγεται Ντόναλντ Τραμπ. Πόσο ακριβής είναι αυτός ο χαρακτηρισμός;
Βλέποντας τις επιτυχίες του ανεκδιήγητου κροίσου που έχει γίνει το φαβορί για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες επιχειρούν κατ’ αρχάς να ορίσουν τον «τραμπισμό». Λένε ότι διαφέρει από τον παραδοσιακό συντηρητισμό της αμερικανικής Δεξιάς και χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό, ρατσισμό και θρίαμβο της απρέπειας ενός λαϊκιστή αντι-συστημικού υποψηφίου. Αλλά μόνο καθ’ υπερβολήν μπορούμε να ονομάσουμε «φασίστα» τον Τραμπ.
Για να κυριολεκτήσουμε, ιστορικά φασισμός είναι ο όρος που επινοήθηκε στην Ιταλία για να περιγράψει το πολιτικό κίνημα με επικεφαλής τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος ίδρυσε το 1921 το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα και έγινε ηγέτης της χώρας λίγο αργότερα. Κύρια χαρακτηριστικά του φασισμού; Πρώτον, το φασιστικό καθεστώς διευθύνεται από έναν και μοναδικό, συνήθως χαρισματικό ηγέτη που διαθέτει απόλυτη εξουσία –έναν δικτάτορα που υποστηρίζεται από λατρεία της προσωπικότητας και καλλιεργεί ξενοφοβικό εθνικισμό: «Εμείς», το έθνος, εναντίον των «Αλλων» που είναι το πρόβλημα.
Η φασιστική οικονομική πολιτική δεν είναι απαραίτητα στα Αριστερά ή στα Δεξιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το καθεστώς ελέγχει την οικονομία, σε άλλες επιτρέπεται να λειτουργεί ένας ιδιωτικός τομέας, αν και ποτέ σε αντίθεση με τους στόχους της εξουσίας. Κάθε αντιπολίτευση είναι απαγορευμένη, και η παραμικρή διαφωνία θεωρείται προδοσία. Μια φασιστική κυβέρνηση βλέπει το κόμμα και το έθνος ως το ίδιο πράγμα. Και επιβάλλεται με την απειλή βίας –από τον όχλο ή από την αστυνομία και τον στρατό.
Ιστορικά οι διάφορες εκδοχές του φασισμού έχουν ποικίλει από τόπο σε τόπο, αλλά από τη δεκαετία του 1930 μεγάλο μέρος των βιομηχανικών κρατών ελέγχεται από φασιστικά καθεστώτα. Η Ιταλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Σοβιετική Ενωση, η Ισπανία από το 1939.
Ο φασισμός γοήτευσε και ορισμένους Αμερικανούς κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Ιδρύθηκε ένα μικρό αμερικανικό ναζιστικό κόμμα στη δεκαετία του ’30 και ένα εξίσου μικρό αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά υπήρχαν πολύ περισσότεροι Αμερικανοί που αναρωτιούνταν τότε αν η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν πραγματικά η καλύτερη μορφή διακυβέρνησης πια.
Ουάλας, ο πρώτος αμερικανός διδάξας
Οσοι αναζητούν το πλησιέστερο ιστορικό προηγούμενο στην Αμερική, καταλήγουν στον Τζορτζ Ουάλας, τον ρατσιστή κυβερνήτη της Αλαμπάμα.
Εκείνος θεωρείται ότι ανέδειξε την πιο ριζοσπαστική έκδοση «φασισμού» σε εθνικό επίπεδο, όταν κατέβηκε υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ ως ανεξάρτητος το 1968, και πάλι το 1972. Ηταν σαφώς λαϊκιστής και χάιδευε τα χειρότερα ένστικτα του αμερικανικού ρατσισμού.
Το 1962 υποστήριξε δημοσίως τον φυλετικό διαχωρισμό από τους μαύρους και κέρδισε την υποστήριξη των λευκών ψηφοφόρων της Πολιτείας του. Στις εκλογές του 1968, ο Ουάλας έλαβε 13,5% και σάρωσε σε 5 Πολιτείες, όλες στον Νότο (Αρκανσο, Λουιζιάνα, Μισισιπή, Αλαμπάμα και Τζόρτζια). Από τότε, κανένας τρίτος προεδρικός υποψήφιος δεν έχει κερδίσει ούτε μία Πολιτεία σε γενικές εκλογές.
Ο Ουάλας κυκλοφόρησε μια διαβόητη διαφήμιση που έδειχνε ένα λευκό κορίτσι να περιβάλλεται από επτά μαύρα αγόρια, με το σύνθημα «Ξύπνα, Αλαμπάμα! Οι μαύροι ορκίστηκαν να σε πάρουν».
Το 1972 κατέβηκε ως υποψήφιος στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, με υψηλά ποσοστά στις εθνικές δημοσκοπήσεις. Στη μάχη για το χρίσμα κέρδισε μάλιστα το Μίσιγκαν με λίγο περισσότερο από το 50% των ψήφων. Δεν εξελέγη βέβαια ποτέ πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά υπάρχουν ιστορικοί που λένε ότι ο Ουάλας έθεσε τα θεμέλια για την κυριαρχία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στην αμερικανική κοινωνία μέσω της χειραγώγησης των φυλετικών και των κοινωνικών ζητημάτων στη δεκαετία του 1960 και του 1970. Το ερώτημα τώρα είναι πόση στήριξη έχει ο Τραμπ στο γενικό εκλογικό σώμα και κατά πόσον έχει ξεπεράσει εκείνο το ιστορικό 13,5% του Ουάλας στις προεδρικές του 1968.
«Οι Ρεπουμπλικανοί αποτελούν το 1/3 των ψηφοφόρων στις ΗΠΑ. Τον Τραμπ τον ψηφίζει ένας στους τρεις από αυτούς. Δηλαδή, μόνο ένας στους εννέα Αμερικανούς, όσοι στήριζαν τον Μακ Κάρθι και άλλες εξτρεμιστικές απόψεις» λέει στο «Βήμα» ο δρ Σαμ Γουάνγκ, από το Πρίνστον.
«Υπό αυτή την έννοια, οι οπαδοί του Τραμπ είναι λιγότεροι από τους υποστηρικτές πολλών ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη. Αλλά σε ένα δικομματικό σύστημα, οι οπαδοί του μπορούν να κυριαρχήσουν στις εσωτερικές εκλογικές διαδικασίες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος» καταλήγει ο συνομιλητής μας.

HeliosPlus