«Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε» έλεγε ο Ζαν-Πολ Σαρτρ. Στην Ειδομένη κλαις, δεν βλέπεις. Η όραση θολώνει από τους καπνούς, την ομίχλη, την καταρρακτώδη βροχή και, κυρίως, από την ανείπωτη δυστυχία που περιβάλλει τον μεγαλύτερο προσφυγικό καταυλισμό της Ευρώπης. Ακούς μόνο το κλάμα των μωρών τις νύχτες μέσα σε υγρές, στενόχωρες σκηνές, τους αναστεναγμούς των ανδρών, τα αναφιλητά των γυναικών, πού και πού κανένα γελάκι ερωτευμένων ζευγαριών, προσευχές που γίνονται συλλογικό ανάθεμα και βήχα. Αυτό είναι το πιο οικείο άκουσμα. Εδώ όλοι βήχουν, ακόμη και οι περαστικοί, από τις αναθυμιάσεις, το κρύο, τις ιώσεις, τους εσωτερικούς πνιγμούς του λόγου τις στιγμές που χάνει το νόημά του.
Παρατηρούσα δίπλα μου φωτορεπόρτερ που έχουν ταξιδέψει στις πιο επικίνδυνες ζώνες του πλανήτη σαστισμένους και σιωπηλούς. Οχι επειδή δεν είχαν αντικρίσει πιο σοκαριστικές σκηνές ή επειδή δεν ήταν αρκετά σκληροτράχηλοι, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπάρχει ένα τέτοιο μέρος σ’ εκείνη την πλευρά του κόσμου που είναι ταυτισμένη με τον πολιτισμό και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Βούλιαξαν και τα δύο στον απέραντο λασπότοπο της Ειδομένης: 12.000 ψυχές, από περίπου 70 εθνικότητες, εγκλωβίστηκαν σ’ αυτή την προσομοίωση ζωής μετά το σφράγισμα των συνόρων και διαβιούν μέσα στον βούρκο, δίπλα σε σωρούς σκουπιδιών, εκτεθειμένοι στα έντομα, μονίμως βρεγμένοι και παγωμένοι. Ανάμεσά τους και πολλά παιδιά.
Παιδιά, κλάματα και παιχνίδια


Σύμφωνα με την εκτίμηση των μη κυβερνητικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στον καταυλισμό, το ποσοστό των παιδιών κυμαίνεται στο 36%-40% του συνολικού πληθυσμού. Τα ασυνόδευτα ανήλικα προσπαθούν να τα παραπέμψουν σε δομές ή να τα ενώσουν με τις οικογένειές τους. Τα βρέφη –γεννημένα σε συνθήκες διαταραγμένης κανονικότητας –κλαίνε, τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά, που δεν μπορούν να επεξεργαστούν αυτό που συμβαίνει, αποζητούν ένα παιχνίδι, βουτάνε στις λάσπες, παίζουν ξυπόλυτα ποδόσφαιρο δίπλα στα συρματοπλέγματα, πετάνε κουρέλια στις φωτιές, τρέχουν να αγκαλιάσουν κάθε καινούργιο και κάπως εξωτικό πρόσωπο που ανταμώνουν, παίρνουν ναζιάρικες πόζες μπροστά στον φωτογραφικό φακό. Η Σεχραζάτ όχι. Με τράβηξε μια μέρα από το μανίκι, αμίλητη και ανέκφραστη, και άρχισε να ξεφυλλίζει ένα μπλοκ ζωγραφικής μιας βαθιά τραυματισμένης παιδικότητας. Το εννιάχρονο κορίτσι με τα ροζ ρούχα ζωγραφίζει τζιχαντιστές να σκοτώνουν κόσμο, βάρκες να βουλιάζουν στο Αιγαίο, ανθρώπους που πεινάνε. Ζωγραφίζει τα βιώματα της, τη διαδρομή της από το Χαλέπι της Συρίας στην Ειδομένη.
Μένει σε μία από τις μεγάλες σκηνές που στήθηκαν με μέριμνα των ΜΚΟ. Φιλοξενούν 200-250 άτομα η καθεμία και η χωρητικότητα όλων υπολογίζεται σε 4.000 άτομα, όπως με πληροφορεί η Βίκυ Μαρκολέφα από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Είναι αδιάβροχες. Προστατεύουν μεν από τη βροχή, αλλά ο συγχρωτισμός τόσο πολλών ανθρώπων σε τόσο λίγα τετραγωνικά επιβαρύνει την ατμόσφαιρα, παρά την προσπάθεια που γίνεται να καθαρίζονται τακτικά. Ολοι οι υπόλοιποι μένουν σε πρόχειρες μικρές σκηνές που έχουν στηθεί παντού, σε λασπωμένα χωράφια, στον δρόμο, δίπλα στις γραμμές του τρένου, σε εγκαταλελειμμένα κτίσματα, σε παλιά βαγόνια του ΟΣΕ. Η καθημερινότητά τους είναι ανυπόφορη. Στον καταυλισμό υπάρχουν χημικές τουαλέτες που σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για έναν πληθυσμό στο μέγεθος μιας μικρής πόλης και ακόμη λιγότερες ντουσιέρες.
Η πρώτη απορία των προσφύγων όταν τους προτείνουν να μετακινηθούν σε κέντρα φιλοξενίας είναι αν εκεί θα μπορούν να κάνουν μπάνιο. Τις λίγες ηλιόλουστες ημέρες οι μητέρες πλένουν τα παιδιά τους έξω από τις σκηνές, όπως στο φωτογραφικό στιγμιότυπο που έκανε τον γύρο του κόσμου. Το συγκεκριμένο βρέφος δεν γεννήθηκε σε σκηνή στην Ειδομένη, όπως εσφαλμένα γράφτηκε σε πολλά Μέσα. Γεννήθηκε πριν από 25 μέρες στο Νοσοκομείο της Σάμου. Σύμφωνα με τα ιατρικά κλιμάκια των ΜΚΟ του καταυλισμού, δεν έχει καταγραφεί καμία γέννηση σε σκηνή. Εχει καταγραφεί όμως μια αποβολή. «Στο δικό μας κοντέινερ είχαμε μια αποβολή, τραβήξαμε ένα νεκρό έμβρυο από μια γυναίκα που δεν πρόλαβε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Αυτή ήταν μία από τις χειρότερες εμπειρίες που ζήσαμε από τον Αύγουστο που είμαστε εδώ» σημειώνει η Κορίνα Κανίστρα από τους Γιατρούς του Κόσμου.
Η εκπρόσωπος των Γιατρών του Κόσμου αναφέρει ότι τα συνηθέστερα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες στην Ειδομένη είναι λοιμώξεις του αναπνευστικού και γαστρεντερίτιδες. «Υπήρξε μια περίοδος, όταν ανακοινώθηκε το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου, με πολλές κρίσεις πανικού. Είναι μάλλον μια φυσιολογική αντίδραση σε μια ανώμαλη κατάσταση» προσθέτει. Μια μέρα, ένα ασθενοφόρο πήρε ένα εννιάχρονο παιδί από τη Συρία με ηπατίτιδα Α. Διαγνώστηκε από το κλιμάκιο του ΚΕΕΛΠΝΟ που εμφανίστηκε το τελευταίο δεκαήμερο στην περιοχή. Οταν ρώτησα έναν υπάλληλο του Οργανισμού για το περιστατικό, μου αποκρίθηκε αρκετά παραστατικά: «Κι εσείς αν ζούσατε εδώ και τρώγατε ξηρά τροφή για πολλές μέρες, θα εμφανίζατε τα ίδια συμπτώματα». Απολύτως λογική διαπίστωση στον παραλογισμό της κρατικής ανυπαρξίας και αδιαφορίας. Οσες οργανώσεις ρώτησα αν είχαν οποιαδήποτε κρατική αρωγή μού απάντησαν με ένα κοφτό, κατηγορηματικό και μονολεκτικό «όχι». Το ισχνό υποστηρικτικό δίκτυο λειτουργεί με ΜΚΟ, εθελοντές, ιδιωτικές πρωτοβουλίες, με τη συνδρομή του δήμου και με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στον συντονιστικό ρόλο.
Εξω από μια σκηνή εντόπισα ένα πολύ αταίριαστο αντικείμενο σ’ ένα τόσο ζοφερό σκηνικό. Ηταν συλλέκτες ηλιακής ενέργειας. Η πιο απλή σημειολογία ότι αρκετοί από αυτούς τους ανθρώπους δεν ήταν πάντα φτωχοί και με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, όπως φαντασιώνεται το δυτικό στερεότυπο. Ηταν η –ρημαγμένη πλέον –μεσαία τάξη της Συρίας που είχε μια κανονική ζωή, με παρόμοιες συνήθειες με τη δική μας. «Είναι για να φορτίζονται τα κινητά μας» μου εξηγεί ο Σατζά Αλ Χαλίλ. Κατάγεται από την επαρχία Νταράα της Συρίας, όπου εργαζόταν ως καθηγητής αγγλικών. Εδωσε 3.000 ευρώ στον διακινητή στη Σμύρνη για να περάσει με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, δύο, τεσσάρων και οκτώ χρόνων, στη Λέσβο και σήμερα είναι κολλημένοι στην Ειδομένη. «Οταν βρέχει έξω, βρέχει και μέσα» μου λέει σαρκαστικά δείχνοντας προς τη σκηνή του. «Αυτό που με τρελαίνει είναι η απραξία. Στη χώρα μου δούλευα, διάβαζα, έφτιαχνα τον κήπο μου. Εδώ κάθομαι απλώς περιμένοντας να ανοίξουν τα σύνορα. Ανάβω φωτιές για να ζεσταθούμε και αδειάζω τα νερά από τη σκηνή. Αυτή είναι η καθημερινή μου δραστηριότητα» εξηγεί.
Φωτιά: ευλογία και κατάρα


Η φωτιά στον καταυλισμό είναι ευλογία και κατάρα μαζί, μια απαραίτητη και καθόλου ρομαντική τελετουργία. Ο κόσμος ανάβει φωτιές για να ζεσταθεί στις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν αυτές τις ημέρες και, επειδή τα ξύλα είναι ελάχιστα, καίει ό,τι βρει, δημιουργώντας μια τοξική και αποπνικτική ατμόσφαιρα. Εκεί ζεσταίνουν νερό για να πλυθούν, ενώ οι πιο ορεξάτοι μαγειρεύουν. Στις λιγοστές βρύσες που υπάρχουν οι γυναίκες κάνουν σαπουνάδα για να πλύνουν τα ρούχα τους, τα απλώνουν γύρω από τις σκηνές και δεν στεγνώνουν ποτέ, γιατί ξαναβρέχει. «Η συνωμοσία της βροχής» που λένε κι οι ίδιοι. Ετσι βασανιστικά και καρτερικά κυλούν οι μέρες σ’ αυτή την ιδιότυπη υπαίθρια φυλακή. Με λάσπες, φωτιές και ουρές. Ουρές για τα ιατρεία, για τα συσσίτια, για τη διανομή κουβερτών και ειδών υγιεινής, για τις τουαλέτες. Σε μία από αυτές τις ουρές το βλέμμα μου καρφώθηκε σε μια γυναίκα με τατουάζ στο πρόσωπο. Αναγνώρισα αμέσως μια εξαφανισμένη στον χρόνο παράδοση των Κούρδων, το deq. Ενα σπάνιο πολιτισμικό σημάδι με καταβολές στις προϊσλαμικές θρησκείες, το οποίο συναντά κανείς σε γυναίκες άνω των 60 χρόνων. Η Ζμπεντά το επιβεβαίωσε. Κατάγεται από το Κομπάνι. Πέρασε ένα διάστημα στα αφιλόξενα για τους Κούρδους camps της Τουρκίας και σήμερα βρίσκεται με την κόρη της στην Ειδομένη. Είναι 65 χρόνων και υποφέρει από ζάχαρο. «Το τατουάζ μού το έκανε όταν ήμουν 12 χρόνων μια νομάδα. Είναι σύμβολο γονιμότητας και δύναμης. Αυτή τη δύναμη που με κρατάει ακόμη όρθια εδώ, ενώ πονάει όλο μου το κορμί» λέει.
Εικόνες εξαθλίωσης


Οι πιο ντροπιαστικές εικόνες για τη δυτική κοσμοκατασκευή και δηλωτικές της εξαθλίωσης αυτών των ανθρώπων είναι εκείνες που εκτυλίσσονται γύρω από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγάκια που έρχονται να μοιράσουν διάφορα είδη στους πρόσφυγες. Τα απλωμένα χέρια, τα σπρωξίματα και οι ιαχές, ο διαγκωνισμός για ένα ζευγάρι γαλότσες ή ένα καφάσι με φρούτα γυρνάνε το ρολόι της ιστορίας σε περιόδους που θεωρούσαμε ότι ανήκουν μόνο στα σχολικά εγχειρίδια. Κάποιοι το κάνουν από ένα πραγματικό άγχος σίτισης και ρουχισμού. Κάποιοι άλλοι επειδή έχουν ξεμείνει από χρήματα και θέλουν να μαζέψουν όσο περισσότερα πράγματα μπορούν για να τα πουλήσουν στους συμπατριώτες τους. Εξάλλου, γύρω από τον καταυλισμό και έως την είσοδο του χωριού αναπτύσσεται μια μικρή αγορά, με Ρομά, καντινιέρηδες αλλά και τους ίδιους τους μετανάστες. «Το ταξίδι τους έχει διαρκέσει περισσότερο από όσο υπολόγιζαν και για κάποιους τελειώνουν τα χρήματα. Μπορεί να πουλήσουν ακόμη και το αντίσκηνό τους για 10 ευρώ. Εδώ ζούμε σκηνές αποκάλυψης με υποσιτισμένες γυναίκες και νέους με αυτοκτονικές τάσεις» με πληροφορούν οι υπάλληλοι της Υπατης Αρμοστείας.
Χειρονομίες προσφοράς


Από αυτή την ανθρωπιστική κρίση κανείς –πλην ίσως της ευρωπαϊκής και της ελληνικής ηγεσίας –δεν έμεινε ανέπαφος. Καθημερινά συρρέουν άνθρωποι για μια χειρονομία προσφοράς και ανακούφισης. Ακόμη και τους αστυνομικούς είδα ένα σούρουπο να δίνουν τα σάντουίτς τους. «Είναι το απογευματινό μας. Μ’ αυτά που έχουμε δει, ούτε όρεξη να φάμε έχουμε και αυτοί σίγουρα το χρειάζονται περισσότερο» εξομολογήθηκε ένας άνδρας της βάρδιας. Πολλοί κάτοικοι από την ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς προθυμοποιούνται να φιλοξενήσουν μια οικογένεια προσφύγων. Πρόσφυγες φιλοξενούνται και στον ξενώνα της εκκλησίας στην Τούμπα. Ανάμεσά τους, τρεις γυναίκες. Η Νίντα με τις δύο κόρες της. Ερχονται από το Ιράκ και ανήκουν στη μικρή χριστιανική μειονότητα του καταυλισμού. Ο σύζυγός της βρίσκεται ήδη στη Γερμανία. Ταξίδεψαν μόνες τους με σκοπό να τον ξαναδούν. «Δεν το πιστεύω ότι έκλεισαν τα σύνορα. Δεν θέλω να το πιστέψω, ούτε τολμώ να το πω στα κορίτσια μου. Ελπίζω ότι θα ανοίξουν και θα ξαναβρώ τον άνδρα μου» λέει.
Κανείς από τους πρόσφυγες δεν θέλει να το πιστέψει, είτε επειδή τα κυκλώματα διακινητών τούς παραμυθιάζουν με ψέματα είτε επειδή έχουν ανάγκη να γαντζωθούν από ένα όραμα ότι θα ξαναχτίσουν τη ζωή τους με όρους ασφάλειας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν τον καταυλισμό. Δεν θέλουν να κάνουν αίτηση ασύλου την Ελλάδα. Ευγνωμονούν τους πολίτες της χώρας για την αλληλεγγύη που τους δείχνουν. Γνωρίζουν, όμως, ότι εδώ δεν θα μπορέσουν να βρουν δουλειά και προοπτική για τα παιδιά τους. Γι’ αυτό επιχείρησαν τη μαζική έξοδο.

Μεγάλη φυγή
Oνειρο και διάψευση

Το πρωινό της Καθαράς Δευτέρας περίπου 2.000 άνθρωποι συμμάζεψαν γρήγορα τα λιγοστά υπάρχοντά τους και ξεκίνησαν μια πορεία 10 χιλιομέτρων μέσα από το βουνό για να περάσουν τα σύνορα. Φορτωμένοι με μπόγους και υπνόσακους, με τα μωρά στην αγκαλιά, κουβαλώντας στα χέρια τους ηλικιωμένους και τους ανήμπορους, με πληγωμένα πόδια, περπατούσαν για δύο ώρες από ένα δύσβατο μονοπάτι. Εξουθενωμένοι, ταλαιπωρημένοι, αλλά χαρούμενοι. Τους εξηγούσαμε ότι είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνουν, ότι θα τους συλλάβουν και θα τους επαναπροωθήσουν στην Ελλάδα. Απαντούσαν πως δεν είχαν άλλη επιλογή. Εφτασαν στον χείμαρρο, εκεί που την προηγούμενη νύχτα τρεις Αφγανοί έχασαν τη ζωή τους. Γι’ αυτούς σηματοδοτούσε ένα πέρασμα προς την ελευθερία. Μπήκαν μέσα στα παγωμένα και βρώμικα νερά, πιασμένοι χέρι-χέρι και με τη βοήθεια σχοινιών, έβαλαν στους ώμους τα παιδιά τους, σήκωσαν ψηλά τα αναπηρικά αμαξίδια, γλίστρησαν, τρόμαξαν, αλλά πέρασαν και έτρεξαν προς το τέλος του φράχτη. Κάπου εκεί, αυτό το σύντομο μεθυστικό όνειρο τελείωσε μπροστά στα όπλα του στρατού της πΓΔΜ.
Οι δημοσιογράφοι, οι φωτογράφοι και οι εθελοντές που τους ακολουθούσαν και πέρασαν τα σύνορα συνελήφθησαν. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο συνεργάτης μας Αλέξανδρος Κατσής. Η δική τους περιπέτεια κράτησε κάμποσες ώρες. Μεταφέρθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα της Γευγελής –όπου σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους υπήρχαν και τσέχοι αξιωματούχοι –, τακτοποίησαν το πρόστιμο για την παράνομη είσοδο στη χώρα και αργά το βράδυ αφέθηκαν ελεύθεροι με μια εντολή απαγόρευσης επίσκεψης της χώρας για ένα εξάμηνο. Για τους πρόσφυγες οι πληροφορίες είναι πολύ συγκεχυμένες. Από τη στιγμή που συνέλαβαν τους συναδέλφους μας, χάσαμε τη δυνατότητα επαφής μαζί τους. Κάποιους τους πέτυχα την επόμενη ημέρα να τριγυρνούν στον καταυλισμό σαν φαντάσματα με μια κρυσταλλωμένη έκφραση απογοήτευσης. Οι πληροφορίες των ΜΚΟ και οι ισχυρισμοί της γειτονικής χώρας συντείνουν στο ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, επαναπροωθήθηκαν άτυπα στην Ελλάδα. Ορισμένοι με ουλές κακοποίησης στο πρόσωπο και στο σώμα τους.
Από ‘κεί και πέρα διατυπώθηκαν πολλά σενάρια για το πώς εγκλωβίστηκαν οι πρόσφυγες σε μια κάλπικη ελπίδα. Η αλήθεια είναι ότι από το προηγούμενο βράδυ κυκλοφορούσε σε ορισμένες σκηνές ένα χαρτί που παρουσίαζε τη συγκεκριμένη διαδρομή ως οδό πετυχημένης απόδρασης. Κανείς όμως δεν γνωρίζει με ασφάλεια τον συντάκτη του. Η κυβέρνηση στις πρώτες αντιδράσεις της φωτογράφισε τη δράση ορισμένων ακτιβιστών και ΜΚΟ. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν πειστικά στοιχεία που να τεκμηριώσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αντιθέτως, αρκετοί από τους εθελοντές που συνόδευσαν τους πρόσφυγες σε αυτή την πορεία επεδίωξαν να τους αποθαρρύνουν και στον βαθμό που δεν το κατάφεραν, τους ακολούθησαν για λόγους καταγραφής του συμβάντος και προστασίας. Κυκλώματα διακινητών, από την άλλη, δρουν ανεξέλεγκτα στον καταυλισμό. Τους διαβεβαιώνουν ότι θα ανοίξουν τα σύνορα. Τους τάζουν εναλλακτικά περάσματα στην πΓΔΜ ή στην Αλβανία με ταρίφες που φτάνουν τα 800 ευρώ. Εχουν καταγραφεί περιπτώσεις ανθρώπων που πέρασαν μ’ αυτή τη μέθοδο τα σύνορα και γύρισαν δαγκωμένοι και χτυπημένοι.
Και όσο περνάει ο καιρός, με την απελπισία χαραγμένη στις σκιές των σκηνών, τα βράδια της Ειδομένης δυσκολεύουν και βαραίνουν. Τα μόνα φώτα που σκίζουν το σκοτάδι είναι κάτι έντονα κόκκινα, από τα ξέφρενα καζίνα της γειτονικής χώρας. Ολη η αντίθεση της εποχής μας σε ένα καρέ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ