Το ταλαντούχο και όμορφο νέο παιδί του «Γυάλινου κόσμου» έγινε, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, ο γοητευτικός ηθοποιός της σκηνής και της μεγάλης οθόνης. Η χρονιά του, που ξεκίνησε με Γκαίτε («Φάουστ»), συνεχίζει με Κεχαΐδη («Το τάβλι») και θα ολοκληρωθεί το καλοκαίρι με Αισχύλο («Ορέστεια»), χωράει και πολλά άλλα πράγματα –τον Ομπάμα και τον Κύρκο, τον Τσίπρα και τον Καβάφη, τους ανθρώπους που συνάντησε και τον καθόρισαν, τον Μπαντή, τον Μαυρίκιο, τον Χουβαρδά, τον Βογιατζή. Και φυσικά, τον οκτάχρονο γιο του, τον Πέτρο. Και η κουβέντα ξεκινά από τα παιχνίδια…
Αλήθεια, Νίκο, παίζεις τάβλι; «Φυσικά. Τέλειο τάβλι. Και τον σκίζω τον Μάκη (σ.σ.: Παπαδημητρίου). Επαιζα πολύ, παλαιότερα, με τον φίλο μου τον Σταύρο. Παίζω και σκάκι».


Τα παιχνίδια σού αρέσουν; «Οχι, δεν μου αρέσουν πολύ τα παιχνίδια, ούτε τα χαρτιά. Αλλά το τάβλι είναι κάτι άλλο, μια διαδικασία ολόκληρη».
Στην παράσταση παίζετε; «Στις πρόβες μόνο παίξαμε λίγο. Δεν προλαβαίνουμε. Αλλά έχουμε πει με τον Μάκη ότι στην τελευταία παράσταση θα κάτσουμε να παίξουμε τάβλι και θα έρθει ο κόσμος να βλέπει. Πόρτες, πλακωτό, φεύγα. Το φεύγα μού αρέσει πολύ. Είναι το πιο δύσκολο. Και χωρίς καλό ζάρι, αν ξέρεις καλά, μπορείς να τον κερδίσεις τον άλλον. Είναι μαθηματικό παιχνίδι…».


Στο έργο του Κεχαΐδη οι ήρωες θέλουν να πιάσουν την καλή. Για εσένα τι σημαίνει αυτό; «Ελα ντε… Ομολογώ πως σε ό,τι με αφορά, κάθε επιλογή μου πάει μαζί με τον φόβο της έκπτωσης. Θέλω να ξέρω γιατί κάνω κάτι. Στο «Τάβλι», όπου ήρωες είναι δύο λαμόγια, η ανάγνωσή μας αφορά στην έμπνευση: Γιατί ο Φώντας κι ο Κόλιας είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν πράγματα για να πιάσουν την καλή».


Κάνεις φίλους μέσα από τις δουλειές; «Οχι».
Πώς αποφασίσατε να κάνετε κάτι με τον Μάκη Παπαδημητρίου στο θέατρο; «Ο Μάκης είναι φίλος, από τον «Πλούτο». Ο Μάκης είναι ένα παιδί τόσο ακέραιο, τόσο κανονικό –με την καλή έννοια –και τόσο ψυχικά ευφυές άτομο. Είναι καθαρός. Του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Είναι από τα πιο εντάξει άτομα. Σαν να μην είναι ηθοποιός. Αυτό που μου αρέσει εμένα. Και ο κόσμος τον αγαπάει. Ο Μάκης έφερε στην κωμωδία ένα άλλο πράγμα, ένα σκέτο πράγμα. Αλλά μπορεί να παίξει και δραματικούς ρόλους. Κάνει κάτι πολύ δικό του».


Δύο επί σκηνής, ανταγωνισμός; «Δεν ξέρω. Μπορεί. Ούτε εγώ ούτε ο Μάκης είμαστε ανταγωνιστικοί, και αυτό μας έχει φέρει πολύ κοντά. Υπάρχει, βέβαια, στο θέατρο ανταγωνισμός και καπελώματα, είτε παίζουν δύο είτε περισσότεροι. Για εμένα το σημαντικότερο πράγμα είναι η γενναιοδωρία. Και να αντιληφθεί κανείς ότι το καλό του άλλου είναι και δικό του καλό. Και άσε τον κόσμο να αποφασίσει ποιος του αρέσει περισσότερο».

Και πώς γίνεται κανείς γενναιόδωρος;
«Νομίζω ότι έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου και το θέατρο, ο τρόπος με τον οποίο κάνεις θέατρο σου εξασφαλίζει τη γενναιοδωρία. Και δεν μιλάω για χριστιανική γενναιοδωρία, πάρε τον έναν χιτώνα μου».


Ούτε για το αν ο άλλος είναι καλύτερος από εσένα… «Καθόλου. Είμαστε και οι δύο στον αγώνα για να υπηρετήσουμε ένα πράγμα, και αυτός ο αγώνας είναι πάνω από εμάς. Δεν γίνεται να μην υπάρχει κάτι πάνω από εσένα. Δεν έχει νόημα, είναι βαρετό. Είναι σαν να βγαίνεις ερωτικό ραντεβού και να ξέρεις από πριν τι θα συμβεί. Επειδή το ‘χεις… Πόσο κρατάει η ευχαρίστηση αυτή; Μηδέν. Αν όμως έχεις κάτι να κερδίσεις, κάτι που δεν μπορείς να ελέγξεις, και σε προσπερνά και σε συγκινεί, αυτό σου δίνει ευχαρίστηση. Και αυτό το στοιχείο το έχουν και το θέατρο και η ζωή».


Σε μια παράσταση δεν θες να είσαι ο καλύτερος; «Τι θα πει ο καλύτερος; Να κάνω το μπαμ; Οk… Αλλά εγώ δεν ήμουν ποτέ τού να φάω τον διπλανό μου. Εγώ έβλεπα τα έργα πάντα και έλεγα τι είναι αυτό… Δεν έβλεπα τον εαυτό μου πάνω από τον ρόλο ούτε καν έβλεπα τον εαυτό μου μέσα στον ρόλο. Εβλεπα τον ρόλο. Μόνον τον ρόλο. Κι εγώ μέρος αυτού…».


Δεν ήθελες, δεν θέλεις να λάμπεις επί σκηνής; «Ναι… Και βέβαια να λάμψεις στη σκηνή, αλλά με ποιους όρους; Πώς θα λάμψεις; Υπάρχουν ηθοποιοί που λάμπουν από μόνοι τους. Η άλλη περιοχή είναι να μεταμορφωθείς χωρίς να μεταμορφώσεις τίποτα».


Οταν μοναδικός σου στόχος είναι να λάμψεις, δεν κινδυνεύεις να καείς νωρίτερα; «Το θέμα είναι αν αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου σε μια διαδρομή ή σε μια-δυο παραστάσεις. Ο ρόλος είναι μέρος μιας διαδρομής. Ο Λευτέρης (σ.σ.: Βογιατζής) αντιλαμβανόταν τα πράγματα, τους άλλους, τον εαυτό του, μέσα σε μια διαδρομή εξέλιξης. Θυμάμαι, μου έκανε μια παρατήρηση κι εγώ προσπαθούσα να την εντάξω στην παράσταση που δουλεύαμε. Κι εκείνος μου έλεγε: «Ασ’ το. Δεν μπορείς να κάνεις τώρα τίποτα γι’ αυτό. Σ’ το λέω για μετά από δέκα χρόνια»…».
Και αυτό ισχύει και εκτός θεάτρου; «Φυσικά. Αν μπορούσε να το καταλάβει αυτό ο Τσίπρας… Είναι σαν κάποιος να λέει: «Εγώ θα κάνω τον Αμλετ». Μα το θέμα δεν είναι ούτε καν αν θα το κάνεις καλά ή κακά. Το ζήτημα είναι αν εσύ έχεις καταλάβει τη δυσκολία του πράγματος, τη θέση σου σε σχέση με το έργο, πού είσαι εσύ σήμερα και τι διαδρομή ακολουθείς».
Στη δική σου διαδρομή, τι ρόλο έπαιξε η ομορφιά σου; «Δεν είχα αυτή την εντύπωση για τον εαυτό μου. Ούτε αυτή την πεποίθηση. Γιατί είχα άλλες προτεραιότητες. Ομως –κι αυτό το καταλαβαίνω εκ των υστέρων –νομίζω ότι στην ουσία η ομορφιά, η εμφάνιση, που σου ανοίγει δρόμους, σε κλείνει τελικά. Σε κάνει πολύ νάρκισσο. Σε επηρεάζει. Ολο το θέμα στη ζωή είναι οι προτεραιότητες. Τι προέχει; Η υποκριτική σου ή το άμα τη εμφανίσει; Η διαδρομή μέσα σε έναν ρόλο ή το φαίνεσθαι; Αλλά και το έξω σου είσαι εσύ. Οταν δουλεύεις στο θέατρο, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σε επηρεάζει;».
Πέρασες φάση ναρκισσισμού; «Ναι, φυσικά, πολύ. Και νομίζω ότι ακόμη έχω έναν ναρκισσισμό που είναι καλυμμένος, κι από εμένα τον ίδιο. Κι αυτό είναι το χειρότερο κομμάτι μου. Αυτό που σε κάνει να σκέφτεσαι πώς φαίνεσαι. Είναι φοβερό πράγμα στο θέατρο αυτό, αλλά και γενικώς… Στην πραγματικότητα, είναι μη γοητευτικό. Το πρόβλημα δεν είναι ότι είσαι όμορφος, το πρόβλημα είναι ότι το ξέρεις».


Και τι κάνεις μ’ αυτό; «Αλλο είναι να το ξέρεις και να το ξεχνάς την ώρα που ζεις ή παίζεις. Κι άλλο να ζεις και να παίζεις με αυτό… Μόνον όταν συμβεί να ξεχαστείς μέσα στον άλλον καταλαβαίνεις τι σημαίνει ηδονή…».
Βοήθησες, όμως, κι εσύ, με την εμφάνισή σου, γυμνάζοντας το σώμα σου… «Κατ’ αρχάς, το σώμα μου είναι έτσι από μόνο του. Γυμνάζομαι πλημμελώς πια. Παλαιότερα το έκανα για λόγους αντοχής, για να έχω ενέργεια».
Τώρα δεν γυμνάζεσαι; «Οχι, καθόλου. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να δεχτεί ο Λευτέρης (σ.σ.: Βογιατζής). Οπως και ο γιος μου, που θέλει να έχει το μπράτσο το δικό μου. Είναι και η μαμά του (σ.σ.: η χορεύτρια και ηθοποιός Ελενα Τοπαλίδου) που έχει αυτό το σώμα, οπότε…».


Αυτός ο ναρκισσισμός σε οδήγησε ευκολότερα στις ημίγυμνες φωτογραφίσεις; «Μου έχουν κάνει προτάσεις πάρα πολύ ακραίες για τέτοια πράγματα και έχω πει «όχι», φυσικά. Εχω κάνει πράγματα που είναι κοντά στο γούστο μου. Ισως επειδή ήμουν πάντα, έστω και ψευδώς, πολύ ταπεινός σε σχέση με αυτό και έκανα πως δεν υπάρχει. Και πήγα κόντρα σε αυτό και το έκανα. Η φωτογράφιση που έγινε τότε για τη «Lifo» ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ. Είχε και στόχο, πουλήθηκε, βγήκαν χρήματα, αλλά ήταν πολύ ωραία η φωτογραφία. Δεν κάνω γενικώς γυμνά».


Στο θέατρο έχεις κάνει γυμνό… «Ηταν στο «Καθαροί πια», με τον Λευτέρη (σ.σ.: Βογιατζή). Κι εγώ έτρεμα που γδύθηκα για πρώτη φορά. Πρώτη γδύθηκε η Αμαλία (σ.σ.: Μουτούση). Ετσι όπως καθόμασταν όλοι, σηκώθηκε πρώτη και γδύθηκε μπροστά μας. Μπήκαμε μέσα σ’ αυτό αφύλαχτοι και πραγματικά μάς βγήκε η πίστη. Γι’ αυτό και δεν μίλησε ποτέ κανείς για εκείνο το γυμνό, δεν το σχολίασε. Το έργο ήταν έτσι. Και γδυθήκαμε όλοι. Γιατί βάλαμε μια άλλη προτεραιότητα. Να γίνουμε μέρος της ιστορίας. Τρέμαμε. Σοκαριστήκαμε. Μόνον ο Λευτέρης δεν γδύθηκε –μας την έκανε».
Ασχολείσαι με τον γιο σου; Βλέπει θέατρο; «Ναι, ναι. Οσο μπορώ. Βλέπει θέατρο μαζί μου. Είναι πολύ καλός θεατής. Είναι συγκεντρωμένος. Είδαμε πρόσφατα μαζί την «Οπερα της πεντάρας». Ενθουσιάστηκε με τον «Φάουστ», τον είδε τρεις φορές. Aπό το 2010 και μετά τα έχει δει όλα, εκτός από τον «Πουπουλένιο»».
Σε θαυμάζει; «Ναι. Κι εμένα και τη μαμά του. Ευτυχώς, ό,τι ακούει για εμάς, προς το παρόν, είναι θετικό».
Το καλοκαίρι θα είσαι Αγαμέμνων στην «Ορέστεια» του Γιάννη Χουβαρδά. Μεγάλωσες; «Εχω κάνει τον Ορέστη, δεν νομίζω ότι θα τον έκανα ξανά. Ο Αγαμέμνων είναι μεγάλη πρόκληση για εμένα. Ο Γιάννης (σ.σ.: Χουβαρδάς) είναι ο άνθρωπος που πάντα με σκέφτεται για πράγματα πιο ενδιαφέροντα, ίσως γιατί σκέφτεται λίγο ανάποδα».
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας άνθρωπος της γενιάς σου. Πώς σου φαίνεται; «Ηταν ένα θετικό σημείο στην αρχή. Πίστεψα, αλλά με μεγάλες επιφυλάξεις. Ολοι μας θέλαμε να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο. Αλλά, τελικά, επειδή δεν αλλάζει η κατεύθυνση που κοιτάς από το παράθυρο, κοιτάς λάθος τοπίο. Αυτό που δεν έχει αλλάξει, τώρα περισσότερο από ποτέ, είναι το πόσο κάτω είμαστε. Πιο κάτω δεν πάει».
Πάντα υπάρχει πιο κάτω… «Ναι, ως προς τις συνέπειες. Δεν ακούμε τίποτα σήμερα που να έχει ένα ύψος. Κανένας δεν λέει κάτι που να σου γαληνεύει τη σκέψη. Ακούς πράγματα χυδαία, ποταπά, πρώτου επιπέδου –με ελάχιστες, πραγματικά, εξαιρέσεις. Ξέρεις, στην τέχνη το λάθος σου το πληρώνεις εσύ, άντε και οι θεατές που σε βλέπουν… Στην πολιτική, είναι πολύ σοβαρό το πράγμα. Δεν μπορείς να παίζεις».
Και πώς αντιδράς; «Εγώ ψήφισα «Οχι», από του Καβάφη το «Οχι». Υπό την έννοια ότι είναι πιο δύσκολο να εκχωρήσεις κάτι από το να κρατήσεις κάτι. Οτι το πληρώνεις».
Ολοι μας το πληρώνουμε… «Μόνο που ο Καβάφης βάζει άρθρο στο «Οχι», για να το διαφοροποιήσει. Γιατί είναι ένα και το λέει ένας. Είναι ένας πάντα αυτός για τον οποίο μιλάμε. Πού ‘ν’ τος; Πού είναι σήμερα;».
Εχεις κάποιον στον μυαλό σου; «Πρέπει να δεις τη συνέντευξη του Κύρκου στο ΥouΤube, πρέπει να τη δεις… Είναι σαν να βλέπεις έναν πολύ μεγάλο ηθοποιό, με την έννοια της συγκίνησης, της αλήθειας, της ευγένειας. Αμα είχα έναν τέτοιο άνθρωπο να μου μιλάει, ναι, θα μπορούσα να τον εμπιστευθώ. Γιατί τον εμπιστεύομαι ψυχικά, όχι σε σχέση με αυτό που λέει ή με αυτό που κρύβει, αλλά σε σχέση με αυτό που είναι. Οπως ο Ομπάμα. Δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Αλλά ο Ομπάμα κάτι έκανε…».
«Το τάβλι»: Θέατρο Μουσούρη (πλατεία Καρύτση 7), Τετάρτη έως Κυριακή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ