Οσοι περιμένουν από το εκλογικό σώμα πιο νηφάλια και υπεύθυνη συμπεριφορά στις επόμενες εκλογές έχουν λόγους να αισιοδοξούν. Σύμφωνα με απόφαση του τ. αναπληρωτή υπουργού Παιδείας κ. Τάσου Κουράκη, από το σχολικό έτος 2015-16 οι μαθητές της Γ’ Λυκείου, ανακουφισμένοι από τους «λαπάδες» (τιμαλφής ρήση λησμονημένου πολιτικού μεγιστάνος) της Λογοτεχνίας, μπορούν να εντρυφούν απερίσπαστοι στην Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών και να καλλιεργήσουν έτσι την κριτική τους σκέψη «λίγο καιρό πριν αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου». Ο σκοπός είναι άγιος, το μέσο που προτείνεται για την επίτευξή του είναι αναμφίβολα ενδιαφέρον και, αν οι επόμενες εκλογές γίνουν μετά το πέρας της σχολικής χρονιάς, αναμένω από την υψηλή διαγνωστική τεχνολογία των δημοσκόπων να μάθω αν και πόσο υπεύθυνα ψήφισαν στο εκλογικό τους ντεμπούτο τα δεκαοκτάχρονα μειράκια και οι κορασίδες που θα έχουν αποστηθίσει (το λέω με την καλή έννοια, δηλ. «ενστερνιστεί») την αποσταγμένη σοφία του σχετικού εγχειριδίου. Γιατί, ασφαλώς, άλλο είναι να προσέλθεις στο εκλογικό παραβάν πασπαλισμένος με λίγο Durkheim και Giddens (για παράδειγμα) και άλλο, γηράσκων εν αμαρτίαις, να ψηφίζεις με ένστικτα βετεράνου των γαλάζιων και των πράσινων καφενείων.
Υπάρχουν, βέβαια, κάποια προβλήματα στην υπόθεση. Ενα, ας πούμε, είναι η ποιότητα του εγχειριδίου. Δεν το έχω δει και καλή τη πίστει ελπίζω να έχει συνταχθεί από κάποιον ή κάποιους που πληρούν τουλάχιστον τρεις όρους: ότι ξέρουν πολύ καλύτερα ελληνικά από ορισμένους υπουργούς· ότι έχουν ένα ελάχιστο ένδοθεν γνώσης και ερευνητικής τριβής με το αντικείμενο και συνεπώς γνωρίζουν τη δύσκολη τέχνη της «υψηλής εκλαΐκευσης»· και ότι δεν εννοούν την αφήγηση του υλικού ως καταλογική απαγγελία πεσόντων και εν τη τέχνη διαλαμψάντων. (Το ότι πρέπει να διαθέτουν και μια καίρια αίσθηση «ειρωνικής» απόκλισης από το αφήγημά τους είναι ρήτρα έσχατης πολυτέλειας που μπορούμε να την ξανασυζητήσουμε στον μέλλοντα μεταμνημονιακό αιώνα.) Οσοι παροικούν την εκπαιδευτική Ιερουσαλήμ αντιλαμβάνονται πολύ καλά το ζήτημα που θίγω εδώ. Αλλά το πρόβλημα αυτό, αν υπάρχει, μπορεί να διορθωθεί. Ενα άλλο επαρκέστερο εγχειρίδιο μπορεί κιόλας να βρίσκεται στα σκαριά την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένα άλλο πρόβλημα, πολύ πιο βαθύ και ατίθασο. Το ξέρουμε από καιρό αλλά ξαναήρθε στην επιφάνεια πρόσφατα με την έκθεση του ΟΟΣΑ για τις επιδόσεις των (και) ελλήνων μαθητών στον διεθνή διαγωνισμό PISA. Εδώ καταγράφονται αποκαλυπτικές στατιστικές και άλλα χρήσιμα στοιχεία, αλλά για το θέμα μας ενδιαφέρει κυρίως η επίδοση των ελλήνων μαθητών στο κεφάλαιο «κατανόηση κειμένου», όπου παραμένουμε βυθισμένοι κάτω από τον μέσο όρο, με τον έναν στους τέσσερις να μην μπορεί να εντοπίσει τα πληροφοριακά στοιχεία του κειμένου και, κυρίως, να μην μπορεί να συνδέσει τις πληροφορίες που περιέχει το κείμενο με κοινή καθημερινή γνώση και εμπειρία.
Η επισήμανση της «αδυναμίας σύνδεσης του κειμένου με την καθημερινή γνώση-εμπειρία» ιχνογραφεί ένα ευρύτερο ζήτημα συνθετικής και αναγωγικής σκέψης. Ο καθηγητής Ναπολέων Μαραβέγιας, σε ένα σαφές άρθρο στο κυριακάτικο «Βήμα» της 28.2.2016, παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι ο πληθωρισμός πληροφόρησης από τα νέα ψηφιακά μέσα απεργάζεται παθητική στάση και ψευδαίσθηση γνωστικού πλούτου χωρίς ουσιαστική γνώση. Χωρίς αμφιβολία, ο πληροφοριακός φόρτος, με την ετερόκλιτη και αποσπασματική κατά κανόνα μορφή του, δεν διευκολύνει πάντα τον εύτακτο μεταβολισμό της πληροφοριακής μάζας σε καθαρή γνωστική και διαγνωστική ενέργεια. Είναι δεδομένη επίσης η συνέργεια άλλων ενδοσχολικών ή ευρύτερα κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων. Ωστόσο, προτού θεωρητικοποιήσουμε υπερβολικά το πρόβλημα εντάσσοντάς το στα αναπεπταμένα συμφραζόμενα ενός υποτιθέμενου πολιτισμικού fin-de-siècle (όπου η εκθετική γιγάντωση της τεχνολογίας ενοχοποιείται πλέον καθ’ έξιν ως μάστιγα των προσφιλών μας βεβαιοτήτων), ας ομολογήσουμε εν ομονοία ότι η σεσημασμένη «αδυναμία κατανόησης κειμένου» έχει την κακή της ρίζα στη γλώσσα ή, μάλλον, στο είδος της γλωσσικής μέριμνας που επιφυλάσσει το σχολείο στους μαθητές του.
Με όλη την αντικομφορμιστική τους αυταρέσκεια και τις παραδοξολογικές εξάρσεις τους, η περίφημη «γλωσσική στροφή», η σημειωτική, ο στρουκτουραλισμός και τα «άσωτα» μεταστρουκτουραλιστικά τέκνα τους αν μη τι άλλο κατόρθωσαν, στο μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα, να διευρύνουν την αντίληψή μας για τη γλώσσα πέρα από τα παραδοσιακά αιτήματα της γραμματικοσυντακτικής επάρκειας ή της καλολογίας και να αναδείξουν τη γλώσσα ως τον αδυσώπητο οριοθέτη της συνειδησιακής μας εμβέλειας, του γνωστικού μας εύρους και των «ποικίλων στοχαστικών προσαρμογών» μας. Και έτσι κατόρθωσαν να οξύνουν τη γλωσσική μας αυτοσυνειδησία.
Η λογοτεχνία ενσαρκώνει την πιο προσηνή και «σέξι» εκδοχή αυτής της γλωσσικής αυτοσυνειδησίας. Και η σωστά οργανωμένη και στοχευμένη διδασκαλία της στα δεκαπεντάχρονα και τα δεκαοκτάχρονα της μέσης εκπαιδευτικής βαθμίδας μπορεί λογικά να υποσχεθεί καλύτερα αποτελέσματα στην «κατανόηση κειμένου» στους επόμενους διαγωνισμούς. Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος: μα είναι τελικά τόσο μεγάλο πλήγμα η μία ωρίτσα που της υπεξαίρεσαν το υπουργείο και η συντεχνιακή πίεση των κοινωνιολόγων; Δεν ξέρω αν είναι μεγάλο πλήγμα, αλλά ξέρω ότι η προσθαφαίρεση του τ. αναπληρωτή υπουργού υπακούει σε ένα σύγχρονο είδος πρακτικής γνωσιοθεωρίας με οικουμενική κατανομή αλλά και με φωνήεσσα εκπροσώπηση ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς επιτετραμμένους του ΣΥΡΙΖΑ –που δεν αποκλείεται να πιστεύουν ότι η «αδυναμία κατανόησης κειμένου» δεν έχει καμιά σημασία για την ωριμότητα των ψηφοφόρων αν οι τελευταίοι είχαν την ευκαιρία να τραβήξουν μια «τζούρα» από Κοινωνικές Επιστήμες. Θα συνεχίσω.

O κ. Θόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ