Εν αρχή ην ο τόπος, το πρώτο στασίδι της καρδιάς, η μικρή πατρίδα, και μετά το τοπίο. Το τοπίο είναι αντανάκλαση του φωτός. Το φως είναι ο ροοστάτης της δύναμης του τοπίου. Η δύναμη του τοπίου είναι το χρώμα του. Το χρώμα είναι τα σχήματα του φωτός στην άκρη του χρωστήρα του ζωγράφου. Το έργο του ζωγράφου είναι το ψυχογράφημα του τοπίου, η απεικόνιση της αύρας του τόπου. Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, στην ομιλία της κατά την απονομή του πρώτου βραβείου εικαστικών τεχνών «Γιάννης Μόραλης» στον Παναγιώτη Τέτση, είπε ότι το παρουσιαστικό του ζωγράφου θύμιζε ορεινό τοπίο λουσμένο στο φως. Κι αμέσως άρχισαν τα ταξίδια συντροφιά με τον ακαδημαϊκό αλχημιστή των τόπων, των τοπίων, του φωτός, των σχημάτων και των χρωμάτων, που έφυγε την προηγούμενη εβδομάδα.

Εν αρχή ην η Υδρα, ο γενέθλιος τόπος του ζωγράφου, ένας από τους «θαυμασίους σκοπέλους» του Σολωμού, «οι κρημνώδεις ακτές και οι αλίπληκτοι βράχοι» του Ελύτη. Ο ίδιος ο ζωγράφος είχε εξομολογηθεί ότι κάθε πρωί που άνοιγε τα μάτια του αισθανόταν ότι συντελείται ένα θαύμα. Κι εμείς όταν ανοίγουμε τα μάτια μας μπροστά σε ένα από τα πιο πρόσφατα έργα του, που εκτέθηκαν στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, αισθανόμαστε ότι ζούμε ένα θαύμα. Βλέπουμε τα ερημονήσια του Σαρωνικού και την Υδρα αλλιώς, με όλη τη δύναμη του βράχου. Γιατί αυτό ακριβώς έκανε ο Παναγιώτης Τέτσης. Πίστευε ότι η μεγαλύτερη δύναμη του τόπου, ο καθρέφτης της ψυχής του, η ουσία του χαρακτήρα του, είναι τα πορτρέτα της γης του.

Παρακάμπτοντας, λοιπόν, τα Τσελεβίνια, το επικίνδυνο ναυτικό πέρασμα που σχηματίζουν τα νησάκια Σπαθί και Σκυλί στο άκρο της Τροιζηνίας, τα οποία ο Τέτσης πέρασε με το «Υδράκι» άπειρες φορές, βρισκόμαστε μπροστά στην ξηρασία του σκληρού τοπίου της Υδρας. Τι θα ήταν αυτός ο υπέροχος οικισμός αν δεν τον έσφιγγαν με πάθος στην αγκαλιά τους αυτά τα γκρίζα, με τις ελάχιστες πινελιές του χώματος, την υποψία σκούρων πράσινων μοναχικών δέντρων – υπαινιγμοί ελπίδας – και τις ισχνές ακτίνες του κίτρινου;

Η μεγαλοσύνη των βράχων σφραγίζει την εικόνα της Υδρας με τα χρώματα του δέους έως και του ζόφου, αυτού που προκάλεσε τον ζωγράφο να φιλοτεχνήσει τα έργα της σειράς «Ζάστανι». Και όταν ανηφορίζεις με τα πόδια, προς το τέλος σε πέτρινα σκαλοπάτια, από την άκρη του οικισμού στο όρος Ερως έως το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, νιώθεις τον Παναγιώτη Τέτση και τα βουνά της Υδρας να σε κυριεύουν. Και πάλι η εικόνα του λιμανιού, κάτω χαμηλά στο επίπεδο της θάλασσας, παίρνει όλη την ομορφιά της από την αυστηρότητα των γύρω βουνών.

Και τι θα ήταν αυτό το τοπίο της Υδρας χωρίς τη θάλασσα να χτυπά και να τινάζεται στο ακρωτήριο Σκύλαιον; Τι θα ήταν το ελληνικό τοπίο χωρίς την αρμύρα του πελάγους; Τι θα ήταν όλες αυτές οι αστραφτερές Χώρες των Κυκλάδων χωρίς το φόντο του Αιγαίου; Ο Παναγιώτης Τέτσης διέκρινε σε αυτές την αισθητική της ανάγκης, που είναι σίγουρος δρόμος προς το ωραίο: «Αυτή η περίεργη αρχιτεκτονική που θαυμάζουμε στα νησιά του Αιγαίου βγήκε από τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Εκτιζαν δυο δωμάτια, μετά γεννιόταν ένα παιδί και μετά κι άλλο, όσο κι αν έμεναν όλοι μαζί, κάποια στιγμή δεν χωρούσαν. Πρόσθεταν ακόμη ένα δωμάτιο. Είναι βασικό η ανάγκη, η οποία, όμως, δίνει και μορφές. Ενώ όταν ξεκινάς όχι από την ανάγκη σου, αλλά πώς θα το κάνεις να φαίνεται ωραίο, στο τέλος βγαίνει ένα ψυχρό πράγμα. Ορα τους αρχιτέκτονες, λίγοι είναι που ξέρουν να κάνουν ένα σπίτι που να μπορεί να ζήσει κανείς. Το θέμα τους είναι να κάνουν έργο τέχνης, χωρίς να ρωτάνε αυτόν που θα ζήσει σε αυτό. Οταν ζεις σε ένα μέρος και λες “αχ τι ωραία που είναι, τι ωραία είναι αυτή η πλατειούλα, αυτός ο δρόμος”, δεν είναι ένα μέρος της τέχνης αυτό; Η επίσημη τέχνη είναι δυσπρόσιτη, δεν είναι για όλους, ενώ αυτά τα σπίτια που λέμε τώρα, οι πόλεις, το σοκάκι, η πλατεία, η μεγάλη λεωφόρος, είναι για όλους».

Και κάπου εδώ ερχόταν η δεύτερη μικρή πατρίδα, η Σίφνος, από επιλογή. Γιατί νησιά σαν τη Σίφνο σε ταξιδεύουν, σε απογειώνουν, το φως και ο αγέρας βοηθούν τα χρώματα να απλωθούν. Οι ουρανοί την έβαλαν εκεί μαζί με τη ζωγραφική και τον άνθρωπο. «Ο μαύρος πεύκος στην πλατεία της Σίφνου». Μαύρος; Ο Παναγιώτης Τέτσης πίστευε ότι πρέπει να είσαι χρωματιστής χωρίς κατ’ ανάγκη να χρησιμοποιείς έντονα χρώματα. Οπως μας εξηγούσε, «εάν κάνετε μια φωτογραφία με αυτά τα σπίτια τα άσπρα, τα αιγαιοπελαγίτικα, με φόντο τον ουρανό, ο ουρανός φαίνεται μαύρος. Κατάμαυρος». Ετσι βάλθηκε να ζωγραφίζει τοπία της Σίφνου με αραιωμένη σινική μελάνη και πινέλο. Και καθώς κοίταζε το τοπίο από ψηλά, φαινόταν σαν να το ζωγράφιζε από ελικόπτερο. Αυτή η απίθανη γεωμετρία των χωραφιών, των σπιτιών, των ξωκλησιών, των βράχων, των δέντρων. «Ορισμένες ώρες το φως είναι δυνατό, εκτυφλωτικό. Και όταν είναι εκτυφλωτικό, δημιουργεί αντιθέσεις μεγάλες. Τεράστιες, μαύρες σκιές. Τα φώτα φαίνονται ελάχιστα. Το τοπίο είναι μαύρο. Κάποιοι νόμιζαν ότι ήταν νυχτερινά τα τοπία. Εγώ έκανα όμως αυτό που έβλεπα». Και ο Παναγιώτης Τέτσης έβλεπε τη μαγεία του αιγαιοπελαγίτικου φωτός την ημέρα και τη νύχτα και μας τη δίδαξε.

Από το ταρατσάκι του μικρού σπιτιού του στη Σίφνο, μας σύστησε το φεγγάρι του Αυγούστου να ανατέλλει μέσα από το πέλαγος: «Ηταν προχωρημένος ο Αύγουστος και είχαν μικρύνει οι ημέρες, έχει σημασία αυτό. Οταν το φεγγάρι τελειώσει πια να είναι ολόκληρο, ανατέλλει λίγο αργά, δηλαδή την ώρα που έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Οπως έβγαινε από τον ορίζοντα, από τη θάλασσα, στην αρχή, έβλεπα μια φλόγα κόκκινη, έτσι σαν να είχε πιάσει πυρκαγιά κάπου. Και μετά αυτό γινότανε ένα κόκκινο φωτεινό, μετά γινότανε σκούρο πορτοκαλί, μετά πορτοκαλί, τριγύρω δε, δεν ξέρω, λόγω του ότι υπάρχουν αιωρούμενα σωματίδια, όπως λέει και ο φίλος κ. Ζερεφός, ή περισσότερο λόγω των υδρατμών, επειδή το Αιγαίο έχει υδρατμούς, γινότανε γύρω από το φεγγάρι κόκκινο. Ξέρετε πως βλέπανε τις ζωγραφιές μου, ότι είναι η ανατολή του ήλιου ή η δύση του και όχι φεγγάρι». Ετσι είναι όταν ταξιδεύεις με την τέχνη του Παναγιώτη Τέτση. Ακούς τις μεταφυσικές φωνές του τόπου και του τοπίου, πιο δυνατά και πιο δραματικά από τις φυσικές. Γι’ αυτό είναι τόσο συναρπαστικό το ταξίδι σου.