Τις τελευταίες ημέρες, μετά τον θάνατο του Ουμπέρτο Eκο, ένα από τα πράγματα που με εντυπωσίασαν ήταν όχι μόνο πόσοι μου μίλησαν ή μου έστειλαν συλλυπητήρια (σαν να ήμουν συγγενής του) αλλά και σε πόσες άσχετες συζητήσεις άκουσα να αναφέρεται το όνομά του. Και μάλιστα σε παρέες από τις οποίες δεν το περιμένεις, από κυρίες που έπιναν καφέ σε ένα διπλανό τραπεζάκι, από νεαρούς και κοπελίτσες. Να είχαν διαβάσει όλοι αυτοί τον Εκο; Βαριά-βαριά, ένα-δύο βιβλία, άντε να είδαν και «Το Ονομα του Ρόδου» σε ταινία. Και το πιο παράξενο ακόμα ήταν ότι όλοι αναφέρονταν στο πρόσωπό του με αγάπη. Και κατέληξα ότι δεν ήταν μόνο ένα λαμπρό, διαυγέστατο, σοφό μυαλό αλλά και μια οικεία εικόνα.
Ηταν ο θείος ή ο παππούς που μας επισκέπτεται μία-δύο φορές τον χρόνο με δώρα και ένα κόμικ στην κωλότσεπη και πάντα χαιρόμαστε γιατί δεν μας ζαλίζει και έχει να μας πει ένα σωρό ιστορίες, να παίξει και να γελάσει. Ηταν ο άνθρωπος που πίσω ακόμα και από τις πιο στριφνές αναλύσεις του καραδοκούσαν το χιούμορ και η αγάπη για τη ζωή και αυτό το έβλεπες ακόμα και στη στάση του, στις συνεντεύξεις του, στην πολυπραγμοσύνη του. Ηταν ένας άνθρωπος φιλοπερίεργος που καταπιανόταν με τα πάντα –ποιος δεν θα ήθελε να τον έχει παππού; (Δεν ξέρω πώς θα ήταν ως πατέρας, δύσκολο να αναμετριέσαι με ένα τέτοιο ανάστημα.) Για μένα, το είπα ήδη, ήταν κάτι μεταξύ δασκάλου και πατέρα, χωρίς στην ουσία να τον γνωρίσω.
Οι προσωπικές μας συναντήσεις ή επαφές ήταν απειροελάχιστες, ωστόσο μου κατηύθυνε τον τρόπο σκέψης και με διαμόρφωσε με έναν τρόπο για τον οποίο του χρωστώ ευγνωμοσύνη. Με παίδεψε πολλές φορές, ιδίως στα θεωρητικά του έργα, με έκανε να γελάσω πολύ περισσότερες, με εξέπληξε άλλες τόσες με την τσεκουράτη αντιμετώπισή του. Και φτάνω στο σημαντικό: μου έμαθε πώς να ταξιδεύω με έναν σολομό. Οποιος έχει διαβάσει τα Ελάχιστα Ημερολόγιά του, ίσως να θυμάται την ιστορία με τον σολομό σε κάποιο σκανδιναβικό ξενοδοχείο. Με λίγα λόγια, η ιστορία ήταν η εξής: αγόρασε ο Εκο έναν σολομό (καπνιστό, φαντάζομαι), τον πήγε στο ξενοδοχείο, άδειασε το μίνι μπαρ, έχωσε τα τζάτζαλα σε συρτάρια και έβαλε μέσα τον σολομό. Την άλλη μέρα βρίσκει τον σολομό έξω, το μίνι μπαρ ξανά γεμάτο με καινούργια τζάτζαλα και τα συρτάρια να παραμένουν γεμάτα. Αν θυμάμαι καλά, αυτό επαναλήφθηκε 2-3 φορές και μετά του ζητούσαν να πληρώσει 3-4 μίνι μπαρ. Δεν θυμάμαι πώς τελείωνε η ιστορία, αλλά έτυχε να βρεθώ κι εγώ σε ξενοδοχείο σκανδιναβικής χώρας παρέα με έναν σολομό. Εκανα λοιπόν το ίδιο και έπαθα το ίδιο, αλλά μία και μοναδική φορά. Διότι, χάρη στον Professore και στη φιλοσοφία, έμαθα πώς να ταξιδεύω με έναν σολομό. Δένεις λοιπόν τον σολομό και τον κρεμάς από το παράθυρο –έξω έχει έτσι κι αλλιώς μείον –και αφήνεις το μίνι μπαρ άθικτο, άσε που έχεις και σημείο αναφοράς μέσα σε όλη εκείνη τη λευκότητα («Σε ποιο δωμάτιο είστε;», «Εκεί που κρέμεται ο σολομός»). Λοιπόν, ακόμα κι αν ήταν αυτό το μόνο που με δίδαξε μέσα στα 32 χρόνια «συναναστροφής» μας, ήταν ένα μάθημα ζωής. Grazie, Professore. Και όταν και αν τύχει να ξανασυναντηθούμε, μια μακαρονάδα «αλ σαλμόνε» θα την τσακίσουμε.
Η κυρία Εφη Καλλιφατίδη είναι μεταφράστρια. Εχει μεταφέρει στην ελληνική γλώσσα την πλειονότητα των έργων του Ουμπέρτο Εκο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ