«Οταν ζυγώνω στην Ελλάδα, νιώθω πάντα ένα είδος αγαλλίασης. Μου φαίνεται ότι γυρίζω σπίτι».
Ζαν Κοκτώ
Η ποίηση και η ζωγραφική πηγαίνουν συχνά μαζί ταξίδι. Ιδιαιτέρως στην περίπτωση του Ζαν Κοκτώ. Αν και πραγματοποίησε μόνο τρία σύντομα περάσματα από την Ελλάδα, ο νους του ανθρώπου που έγραφε ζωγραφιές ή ζωγράφιζε ποιήματα, ήταν μονίμως εδώ: «Πρέπει να το πάρουμε απόφαση και να το πούμε, και μόνο για το παράδοξο του πράγματος: η Ελλάδα είναι μια ιδέα που σχηματίζουμε στο μυαλό μας και που σχηματίζεται διαρκώς κάτω από έναν ουρανό πρόσφορο γι’ αυτού του είδους τις φαντασιώσεις, σε σημείο που αναρωτιέσαι εάν η Ελλάδα υπάρχει, εάν εσύ ο ίδιος υπάρχεις όταν ταξιδεύεις σ’ αυτήν, και μήπως όλα εκείνα τα νησιά της κι εκείνη η Αθήνα που στον αέρα της πετάει το πιπέρι από τα πιπερόδενδρα, είναι ένας μύθος, μια παρουσία τόσο έντονη και τόσο νεκρή όσο η Παλλάδα, για παράδειγμα, ή ο Ποσειδώνας. Αναρωτιέσαι και σκαρφαλώνεις σαν κατσίκι ανάμεσα από τα λείψανα των βασιλέων, τα μυρωμένα από τους αμάραντους απ’ όπου η καταιγίδα ελευθερώνει ένα απόσταγμα από μυρωδιές τόσο ζωντανές και τόσο πεθαμένες, όσο κι εκείνος ο ηνίοχος που βαδίζει δίχως να κινεί τα πόδια του και διασχίζει τους αιώνες με βλέμμα σαν το λευκό ραβδί των τυφλών…».
Ο Ηνίοχος! Τι συγκλονιστικό παράστημα, έτσι καθώς στέκεται μοναχός στο κέντρο εκείνης της ευρύχωρης αίθουσας του Μουσείου των Δελφών, κρατώντας αενάως τα γκέμια των αιώνων που καλπάζουν προς το άγνωστο, προς τους νέους μύθους του μέλλοντός μας. Στον καιρό του δεν το έκανε αυτό. Εμεινε όρθιος λιγότερο από εκατό χρόνια και μετά θάφτηκε κάτω από τα ερείπια. Ποιος έδωσε αυτή τη μαγική πνοή στον άψυχο χαλκό κι αυτό το διαπεραστικό βλέμμα που φτάνει μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής και της συνείδησής μας; Τι συναρπαστικό να ψάχνεις πράγματα που υπερβαίνουν τους κανόνες της λογικής σου…
Πιο βόρεια από τον Παρνασσό, στο σημείο σύγκλισης του Κάτω και του Ανω Ολύμπου, στα Λείβηθρα, εδώ που ίδρωσε το ξόανο του Ορφέα, ο ορφικός μύθος ανεβαίνει με χορευτικές κινήσεις προς τον ουρανό σαν τα κλαδιά των πανύψηλων πλατάνων. Ο περιηγητής αισθάνεται την ψυχή και τον νου του να λικνίζονται στον ρυθμό του τραγουδιού των πεσμένων φύλλων, που θροΐζουν κάτω από το πέρασμά του, μια τελετή μύησης στα ορφικά μυστήρια της μουσικής και της ποίησης. Ο Ζαν Κοκτώ, μυημένος πάντα στα ορφικά μυστήρια, περιέγραφε τον εαυτό του ως «ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια». Ο,τι δηλαδή και οι αρχαιοελληνικοί μύθοι που τόσο τον έθελγαν και τον συνέπαιρναν. «Νησιά φαλακρά, κατάξερα, φαγωμένα από τους μύθους. Ενας Κένταυρος δεν θα προκαλούσε καμία εντύπωση μέσα σε τούτα τα βουνά» έγραφε και περνούσε από την περιπλάνηση των λέξεων στην περιπέτεια της γραμμής. Ο «Δαφνοστεφανωμένος Ορφέας» (1951) είναι ένας από τους χαρακτηριστικούς πίνακες του Ζαν Κοκτώ, σε αυτήν την εκπληκτική συνομιλία του με τον Πάμπλο Πικάσο, στην έκθεση «Οι καινοτόμοι του μοντερνισμού», που συνεχίζεται έως τις 28 Φεβρουαρίου στο Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, ένας άθλος του Τάκη Μαυρωτά, ένα εικαστικό γεγονός-εμπειρία ζωής. Και βεβαίως, ο «Ορφέας με μαργαριταρένια μάτια», ο «Κένταυρος με τρίαινα από το έργο του Picasso» και ο «Σάτυρος» συναντούν τη «Βακχική σκηνή με Μινώταυρο» του Πικάσο. Οπως έγραψε και ο συλλέκτης των έργων του Κοκτώ που εκτίθενται, Γιάννης Κονταξόπουλος, «ο Ορφέας συναντά τον Μινώταυρο στην Αθήνα».
Στο τρίτο ταξίδι του Ορφέα-Ζαν Κοκτώ στην Ελλάδα, το 1952, πήγε να συναντήσει τον Μινώταυρο: «Σήμερα το πρωί πήγαμε στην Κνωσό. Αξίζει να διασχίσει κανείς τα πέλαγα για να τη δει. Χάρη στις θαυμάσιες ανασκαφές του σερ Αρθουρ Εβανς, περιδιαβαίνουμε την κατοικία του Μίνωα. Από τα ανάκτορα αυτά θα πρέπει να γεννήθηκε ο μύθος του Λαβύρινθου. Αν τούτη η εξαίσια μυρμηγκοφωλιά δεν ήταν ορθάνοιχτη, θα είχαμε χαθεί. Συνεχώς ανεβαίνουμε, κατεβαίνουμε, στρίβουμε, επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, νομίζουμε ότι βγαίνουμε και ξαναβρισκόμαστε στο τελικό αδιέξοδο ενός μαιάνδρου ή μιας σπείρας. Ιδού το παράδειγμα μιας παρακμής που είναι το ανώτατο σημείο του πολιτισμού. Επειτα έρχεται η παρακμή της παρακμής και ο σύγχρονος σκουπιδοτενεκές. Οι τοιχογραφίες αιχμαλωτίζουν τη φρεσκάδα και την κομψότητά τους».
«Ορφέας με λύρα», «Ορφέας με μακριές βλεφαρίδες», «Ορφέας με δάφνες», «Ορφέας με κύκλους» και «Ορφέας ΙΙ» με ιστία. Ο Ζαν Κοκτώ ταξιδεύει με αυτή τη θαλαμηγό για τις Σπέτσες: «Σπέτσες. Τα ερείπια μου φέρνουν θλίψη. Είναι ο τάφος του ωραίου. Αλλά οι Σπέτσες ζουν. Είναι δυνατό να υπάρχει ένα τέτοιο νησί; Δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις. Στο νησί αυτό δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι της η ασχήμια. Είναι τόσο όμορφο, που η ασχήμια το σιχαίνεται και φεύγει. Τόσο κομψό, που η χυδαιότητα εδώ πεθαίνει»…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ