Στην ανατολή του 2016 ο φόβος απότομης επιβράδυνσης της οικονομίας της Κίνας οδήγησε σε μια επανάληψη του κλίματος ανασφάλειας που επικράτησε στις αγορές το καλοκαίρι του 2015 οι οποίες βρέθηκαν στη σκιά του «Κίτρινου Δράκου».
Τα χρηματιστήρια σημειώνουν απώλειες 4 τρισ. δολαρίων παγκοσμίως από την αρχή του έτους καθώς στην αρχή της εβδομάδας το «ξεπούλημα» των μετοχών της Κίνας, που ενεργοποίησε τον μηχανισμό αναστολής διαπραγμάτευσης, συμπαρέσυρε το σύνολο των μετοχών σε Ασία, Ευρώπη, ΗΠΑ και αναδυόμενες αγορές. Η κατάρρευση οδήγησε σε μια έντονη διάθεση αποφυγής κινδύνου και ενίσχυσε τα ασφαλή καταφύγια όπως ο χρυσός, το ιαπωνικό γεν και το ελβετικό φράγκο.
Το πετρέλαιο και τα εμπορεύματα υποχώρησαν, η μεταβλητότητα στις αγορές εκτινάχθηκε και το κινεζικό νόμισμα αποδυναμώθηκε, ενώ τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας υποχώρησαν.
Την Παρασκευή ωστόσο το Πεκίνο εγκατέλειψε τα πολυδυσφημισμένα όρια παύσης διαπραγμάτευσης. Αν μάλιστα αρθεί η απαγόρευση των θεσμικών πωλήσεων στις αγορές της ηπειρωτικής Κίνας, όπως έχει προγραμματιστεί για τη Δευτέρα, τότε θα μπορούσε η αρχή της επόμενης εβδομάδας να είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σε όλη την περιοχή, εκτίμησε η Saxo Bank.
Αναλυτές σημείωναν πάντως ότι άλλο πράγμα είναι η χειραγώγηση της οικονομίας και τελείως άλλο πράγμα η διαχείριση των αγορών. Σε αυτόν τον τομέα η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας παρενέβη δυναμικά προκειμένου να υπερασπιστεί το γουάν για συναλλαγές στο εξωτερικό, ενώ σύμφωνα με το Reuters βρίσκεται υπό αυξανόμενη πίεση από συμβούλους χάραξης πολιτικής προκειμένου να αφήσει το γουάν να υποχωρήσει γρήγορα και απότομα.
Η μεγάλη «έξοδος» επίσης δολαριακής προέλευσης κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί στις αγορές της περιφέρειας και ειδικά στην Ασία και στη Ν. Αμερική τα τελευταία 5-6 χρόνια των αλλεπάλληλων προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης από τη Fed έχει προκαλέσει μια απότομη διολίσθηση στις συναλλαγματικές ισοτιμίες των αναδυομένων αγορών.
Μεταφορά προβλημάτων
Η μετάλλαξη, όπως λέγεται, του οικονομικού μοντέλου της χώρας, που θα βασίζεται λιγότερο στις εξαγωγές και περισσότερο στην εγχώρια ζήτηση, στην κατανάλωση και στις υπηρεσίες, δεικνύει ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου βρίσκεται σήμερα σε ένα μεταβατικό στάδιο που δεν θα περάσει δίχως κραδασμούς για την παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα «μεταφέρει τα προβλήματά της στον υπόλοιπο κόσμο» εκτίμησε ο δισεκατομμυριούχος μεγαλοεπενδυτής Τζορτζ Σόρος, ο οποίος επεσήμανε πως οι επενδυτές πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί καθώς η κατάσταση της Κίνας «εξελίσσεται σε κρίση» και θυμίζει την περίοδο του 2008.
Σημαντικό στοιχείο για τις αγορές αποτελεί το γεγονός πως οι οικονομολόγοι δεν είναι σίγουροι για τα οικονομικά στοιχεία που παρουσιάζει. Για τη UBS πάντως η ανάπτυξη στην Κίνα θα επιβραδυνθεί στο 6,2% το 2016 και στο 5,8% το 2017, κάτω δηλαδή από τον μέσο όρο των εκτιμήσεων.
Πάντως στο «κακό σενάριο» της UBS η ανάπτυξη της Κίνας υποχωρεί στο 4%, μια εξέλιξη που αν επιβεβαιωθεί θα επηρεάσει καθοριστικά την παγκόσμια οικονομία, ενώ σε επίπεδο αγορών το πετρέλαιο θα κινηθεί προς τα 25 δολάρια/βαρέλι, τα βιομηχανικά μέταλλα θα χάσουν ένα επιπλέον 20%, ο δείκτης των παγκόσμιων μετοχών MSCI World θα υποχωρήσει 25%-30% και των αναδυομένων αγορών MSCI EM κατά 40%. Τα ομόλογα στις ΗΠΑ θα σημείωναν κέρδη, ενώ στα νομίσματα το δολάριο και το ευρώ θα ενισχυθούν και τα νομίσματα των αναδυομένων αγορών θα υποχωρήσουν 12%-15%.

Το στάδιο μετάβασης του μοντέλου ανάπτυξης
Η μετάλλαξη της οικονομίας και ο φόβος της ύφεσης
Η Κίνα βρίσκεται σε ένα στάδιο μετάβασης του μοντέλου ανάπτυξής της από τις ξένες, άμεσες επενδύσεις και τις εξαγωγές προς την αύξηση της εγχώριας ζήτησης και της εσωτερικής κατανάλωσης, παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ συνολικά η οικονομία της μεταβαίνει μερικώς από μια κατευθυνόμενη σε μια πιο ελεύθερη αγορά. Και τα δύο αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την πορεία της ανάπτυξης αλλά και για τις προοπτικές σχετικά με τις ροές κεφαλαίων.
Σύμφωνα με αναλυτές, η οικονομία της βρίσκεται μεταξύ επιβράδυνσης και εντονότερης επιδείνωσης, σε ένα περιβάλλον όπου η επερχόμενη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων και η μείωση των εγχώριων συναλλαγματικών διαθέσιμων καθιστούν τον πολύ υψηλό εσωτερικό δανεισμό πιο επικίνδυνο, καθώς έτσι αυξάνονται και οι δυνάμεις υποτίμησης του κινεζικού νομίσματος (γουάν). Ο Βίλεμ Μπούιτερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Citigroup, εκτιμά ότι υπάρχει πιθανότητα 55% να υπάρξει κάποιας μορφής παγκόσμια ύφεση, ήπια σε διάρκεια και βάθος, τα επόμενα χρόνια, η οποία θα μπορούσε να προκύψει από τη μείωση της ζήτησης από τις αναδυόμενες αγορές, ιδιαίτερα από την Κίνα, η οποία έχει διογκωθεί και έχει γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως.
Μεταξύ των λόγων ανησυχίας βρίσκεται η άποψή του ότι στην πραγματικότητα η ανάπτυξη της Κίνας ήδη βρίσκεται πιο κοντά στο 4% παρά στον κυβερνητικό στόχο του 7% για εφέτος. Παράλληλα σημειώνει το τεράστιο χρέος που έχουν συσσωρεύσει οι κινεζικές επιχειρήσεις εκτός του χρηματοπιστωτικού κλάδου σε σύντομο χρονικό διάστημα. Την περασμένη δεκαετία η υπερχρέωση του κινεζικού ιδιωτικού τομέα ξεπέρασε ακόμη και αυτήν των ΗΠΑ, η οποία έχει μια πιο προηγμένη οικονομία και ένα πιο σοβαρό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη χρηματοοικονομική κρίση, η πιστωτική άνθηση της Κίνας αποτέλεσε βασικό μοχλό στήριξης της παγκόσμιας ανάπτυξης. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία της BIS, το ιδιωτικό χρέος (νοικοκυριά και μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις) της Κίνας έχει αυξηθεί από 117% του ΑΕΠ το 2008 στο 198% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2015, κινούμενο πλέον σε επίπεδα μεγαλύτερα των ΗΠΑ και της ευρωζώνης (147% του ΑΕΠ και 167% του ΑΕΠ αντίστοιχα).
Τα στοιχεία της BIS δείχνουν επίσης ότι αν στο ιδιωτικό χρέος της Κίνας προστεθεί και το δημόσιο (+92% του ΑΕΠ από το 2008), τότε φθάνει σήμερα στο 240% του ΑΕΠ, σε παρόμοιο επίπεδο με αυτό των ΗΠΑ (239% του ΑΕΠ) και μερικώς μικρότερο από την ευρωζώνη (276% του ΑΕΠ).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



