Γερμανία, Δεκέμβριος 2015. Η εορταστική περίοδος εκτοξεύει στο ζενίθ τις καταναλωτικές συνήθειες των κατοίκων της πλέον εύρωστης χώρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η γλυκιά αποχαύνωση που προσφέρουν οι δεκάδες χριστουγεννιάτικες αγορές και οι στολισμένοι δρόμοι αδυνατούν να βγάλουν από το επίκεντρο των συζητήσεων το μείζον θέμα που απασχολεί σήμερα τον μέσο Γερμανό. Αν στην Ελλάδα η ανεργία, το ασφαλιστικό και η μείωση των συντάξεων αποτελούν ζητήματα που επηρεάζουν σε βάθος την καθημερινότητα και την ψυχολογία των πολιτών, στη Γερμανία το μεταναστευτικό κυριαρχεί σε κάθε δημόσια και ιδιωτική συζήτηση. Αίσθηση που επιβεβαιώνεται με αριθμούς. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος για ζητήματα του μέλλοντος (Stiftung für Zukunftsfragen), το 55% των Γερμανών (31% το 2014) δηλώνει ότι φοβάται για το μέλλον «με τις σημαντικότερες ανησυχίες να αφορούν τις «ανθρωπιστικές κρίσεις» που βρίσκονται σε εξέλιξη», όπως επισημαίνει ο Ούλριχ Ράινχαρτ, επιστημονικός διευθυντής του Ιδρύματος.
Μιλώντας στο Βερολίνο με στέλεχος της καγκελαρίας, μη γερμανικής καταγωγής, υπεύθυνο για ζητήματα μεταναστευτικής ενσωμάτωσης, προσδιόρισε τις αγωνίες των Γερμανών σήμερα. «Οι φόβοι της τρομοκρατίας εξαιτίας της αυξημένης ροής μεταναστών, της ισλαμοποίησης της κοινωνίας, της απώλειας ελέγχου και οικονομικής αποδυνάμωσης του κράτους λόγω της χρήσης εκτεταμένων πόρων για τη μεταναστευτική πολιτική αποτελούν τους τέσσερις βασικούς λόγους ανησυχίας των Γερμανών». Φόβος ή αναγκαιότητα; Αναρωτηθήκατε ποτέ για τη χρησιμότητα των μεταναστών στην κοινωνική αλυσίδα της Γερμανίας; Στη συνομιλία με την Κριστιάνε Σλέτσερ, δημοσιογράφο της εφημερίδας «Süddeutsche Zeitung», προέκυψε μια ενδιαφέρουσα οπτική της κατάστασης. «Στην ουσία δεν υπάρχει γερμανική εθνική ταυτότητα. Πρόκειται για κάτι πολύ καινούργιο. Η Γερμανία είναι οι πόλεις της και όχι μια ολόκληρη ιδέα. Οι μετανάστες αποτελούν τον ενοποιητικό παράγοντα για το γερμανικό έθνος. Μεγαλώνουν, γαλουχούνται και μεταλαμπαδεύουν το ενιαίο γερμανικό στοιχείο. Σκεφτείτε ότι οι Γερμανοί ένιωσαν ενιαίο έθνος για πρώτη φορά το 1996 με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος ποδοσφαίρου». Οξύμωρο βάσει των θετικών οικονομικών δεικτών και αποθαρρυντικό ταυτόχρονα ως γεγονός, είναι η υπογεννητικότητα που χαρακτηρίζει τη γερμανική κοινωνία. «Ο δείκτης για να αναπαραχθεί η υπάρχουσα γενιά αντιστοιχεί στο 2,1%. Στη σημερινή γερμανική πραγματικότητα βρίσκεται γύρω στο 1,4%. Ακόμη και στην τουρκική κοινότητα που αριθμεί περίπου 3 εκατομμύρια πολίτες, η δεύτερη γενιά Τούρκων δεν κάνει παιδιά με τη συχνότητα των γονιών τους» επισημαίνει κυβερνητική πηγή.
Η ατμομηχανή της γερμανικής οικονομίας βασίζεται στη βιομηχανία και τα εργατικά της χέρια. Επίσημες προβλέψεις προκρίνουν έλλειψη επτά εκατομμυρίων εργατικών χεριών τα επόμενα 20 χρόνια. Πώς θα καλυφθεί το κενό; Ποιος θα διατηρήσει το ασφαλιστικό σύστημα στα σημερινά του επίπεδα; Η απάντηση βρίσκεται στις στρατιές των μεταναστών. «Η Γερμανία υποδέχθηκε μόνο το 2015 περίπου ένα εκατομμύριο μετανάστες, κάτι περισσότερο από το 1% του συνολικού πληθυσμού της. Εχουμε ανάγκη από εργατικά χέρια. Στο παρελθόν, τους χρειαζόμασταν προσωρινά. Τώρα, τους θέλουμε μόνιμα. Είναι αυτοί που θα πληρώνουν τις συντάξεις μας» εκμυστηρεύεται η ίδια κυβερνητική πηγή, αρμόδια για ζητήματα ενσωμάτωσης. Την ίδια ώρα, έρευνα του Ινστιτούτου Ipsos στην οποία αναφέρεται το περιοδικό «Der Spiegel», καταδεικνύει την επιφυλακτικότητα των Γερμανών, με ποσοστό μόλις 16% να συμμερίζεται την άποψη ότι οι νεοαφιχθέντες πρόσφυγες θα δημιουργήσουν περισσότερες ευκαιρίες από ό,τι προβλήματα.
Για το μεταναστευτικό, λέξη-κλειδί αποτελεί η «ενσωμάτωση», που ακούγεται στη Γερμανία με την ίδια συχνότητα όπως οι λέξεις «οικονομική κρίση» στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα μελετημένο και απόλυτα οργανωμένο πρόγραμμα ένταξης μεταναστών που αποσκοπεί στο δίπτυχο ίσες ευκαιρίες / ίση πρόσβαση σε παροχές. Μετά την έγκριση του αιτήματος ασύλου, ο μετανάστης παρακολουθεί δωρεάν τρίμηνο πρόγραμμα διδασκαλίας γερμανικής γλώσσας, κατά τη διάρκεια του οποίου επιδοτείται με 600 ευρώ και έπειτα απορροφάται από την αγορά εργασίας. Ταυτόχρονα, από το 2006 δόθηκε έμφαση στη σχολική εκπαίδευση των μεταναστών. Μισθώθηκαν περισσότεροι δάσκαλοι με μεταναστευτική προέλευση και ενισχύθηκαν με μαθητές γερμανικής καταγωγής τα τμήματα τα οποία στην πλειονότητά τους απαρτίζονται από παιδιά μεταναστών. Αταβιστικά, στη συνείδηση του μετανάστη αποφεύγεται η αίσθηση του παρία και καλλιεργείται η εικόνα ενός πολίτη με ίσα δικαιώματα που αισθάνεται σεβασμό –πιθανώς και υπερηφάνεια –για τη χώρα διαμονής του. Μια ιδιαίτερης μορφής δεύτερη εθνική συνείδηση, που αποτελεί το μεγάλο κερδισμένο στοίχημα της γερμανικής μεταναστευτικής πολιτικής.
Οι εξελίξεις, όμως, λόγω του μεγάλου προσφυγικού ρεύματος από τον πόλεμο στη Συρία, άλλαξαν τα δεδομένα στη διαδικασία χορήγησης ασύλου: του βασικού σταδίου πριν από την έναρξη της διαδικασίας ενσωμάτωσης. «Υπάρχουν πρόσφυγες που περιμένουν έως και δύο χρόνια για τις διαδικασίες ασύλου» αναφέρει η Μόνικα Σταϊνχόιζερ, γενική διευθύντρια του Συμβουλίου Προσφύγων του Μονάχου. «Από το ένα εκατομμύριο μεταναστών και προσφύγων που έχουν εφέτος εισρεύσει στη Γερμανία, έχει καταγραφεί το 60% με 70%, ενώ σύμφωνα με εκτίμηση το 40% των καταγεγραμμένων θα απελαθεί. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για τόσο μεγάλο όγκο ανθρώπων» σημειώνει κυβερνητική πηγή από το τμήμα ενσωμάτωσης του γερμανικού υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και συμπληρώνει: «Σύροι, Ιρακινοί και κατά περίπτωση Αφγανοί θα γίνονται δεκτοί με μεγαλύτερη ευκολία. Εκείνοι που θα επωμιστούν τις συνέπειες της κατάστασης είναι οι Βαλκάνιοι, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων θα απελαθεί».
Στην πραγματική ζωή βρεθήκαμε στο Λαγκέζο (LaGeSo), το πολυσυζητημένο κέντρο υποδοχής μεταναστών στο Βερολίνο. Βρίσκεται στον κεντρικό ιστό της πόλης, σε πυκνοκατοικημένη περιοχή όπου η αστυνόμευση είναι εμφανής. Το κρούσμα απαγωγής 4χρονου Βόσνιου που βρέθηκε δολοφονημένος, καταγγελίες μεταναστών για κακομεταχείριση, αλλά και πηχυαίοι τίτλοι στα διεθνή μέσα, όπως «Οι μετανάστες που φτάνουν στο Βερολίνο αντιμετωπίζουν ένα χαοτικό κέντρο υποδοχής (σ.σ.: Λαγκέζο)» που δημοσίευσαν σε άρθρο τους οι «New York Times», είναι μερικά μόνο από τα γεγονότα που συνδέθηκαν με το συγκεκριμένο κέντρο υποδοχής.
Το κρύο βράδυ της επίσκεψής μας, τα πράγματα ήταν περισσότερο οργανωμένα. Βρεθήκαμε κατ’ αποκλειστικότητα στο εσωτερικό του Λαγκέζο. Πρόκειται για μια τεράστια υπαίθρια τέντα σε σχήμα «Π». Στον πρώτο χώρο βρίσκονται πρόσφυγες και μετανάστες που φθάνουν καθημερινά με λεωφορεία από τα γερμανικά σύνορα. Στον ενδιάμεσο χώρο έχει στηθεί ένα υποτυπώδες κυλικείο που προσφέρει σχεδόν όλο το 24ωρο νερό και τρόφιμα. Στον τρίτο χώρο, όπου αναγράφονται στους «πλαστικούς τοίχους» οι γλώσσες επικοινωνίας των μεταναστών, είναι το σημείο μπροστά από το οποίο περιμένουν το πρωί την καταγραφή τους. Η ώρα είναι περασμένη. Αρκετοί προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν το σημείωμα που είναι γραμμένο στα αγγλικά και αναφέρει διαδικαστικά στοιχεία καταγραφής. Μια γυναίκα από τη Συρία, μιλώντας σπαστά αγγλικά, ζητάει τη βοήθειά μου για την ανάγνωση του κειμένου. Μια ηλικιωμένη Μολδαβή, χρησιμοποιώντας περισσότερο τη γλώσσα του σώματος, ζητάει να μεσολαβήσω για να εξυπηρετηθεί. Λίγο πιο πέρα, ο 27χρονος Αφγανός Μανσούρ Αλέμι, πτυχιούχος Αρχαιολογίας, κάθεται απορροφημένος στο κινητό του. Ηρθε το πρωί στο κέντρο υποδοχής και σχεδόν έναν μήνα μετά τη συνάντησή μας συνομιλήσαμε τηλεφωνικά για να περιγράψει τη διαδικασία μετά την πρώτη ημέρα στο Βερολίνο. «Βρίσκομαι σχεδόν έναν μήνα στη Γερμανία. Την πρώτη ημέρα στο κέντρο υποδοχής αιτήθηκα άσυλο. Την επομένη μάς μετέφεραν σε ένα κέντρο διαμονής μεταναστών μέσα στο Βερολίνο, όπου μας παρείχαν φαγητό και ρούχα. Μας πήραν αποτυπώματα και απομένουν κάποιες ιατρικές εξετάσεις. Δεκαπέντε ημέρες μετά μας μετακίνησαν σε άλλο κέντρο διαμονής μακριά από το Βερολίνο. Εδώ, εθελοντές μάς διδάσκουν γερμανικά ανάλογα με τη γλώσσα επικοινωνίας. Μας επιτρέπεται η έξοδος, αλλά μόνο στο πλαίσιο των «συνόρων» της πόλης. Το 60% είναι Σύροι. Το επόμενο βασικό στάδιο είναι εκείνο της συνέντευξης για την παροχή ασύλου. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία επίσημη ενημέρωση για το χρονικό όριο της διαδικασίας και το πιθανότερο είναι μια νέα μετεγκατάσταση σε άλλο κέντρο διαμονής τις επόμενες ημέρες».
Τόσο στο Βερολίνο όσο και στο Μόναχο «η παρουσία των μεταναστών είναι πλέον αισθητή στον δρόμο, αλλά και στα μέσα μεταφοράς», όπως αναφέρει η Αντρε Ρουφ, συνεργάτις του Ινστιτούτου Γκαίτε. Ειδικά στο Βερολίνο, όσοι περάσουν και καταγραφούν από τα κέντρα υποδοχής, έχουν τη δυνατότητα δωρεάν πρόσβασης στα μέσα μεταφοράς της πόλης με την επίδειξη ειδικού πλαστικού βραχιολιού που τους παρέχουν οι Αρχές κατά την καταγραφή τους. Στο Μόναχο, πρωτεύουσα της Βαυαρίας, που αποτελεί τη βασική πύλη εισόδου μεταναστών στη Γερμανία, η πρόκληση είναι πιο έντονη «σε μια πόλη όπου το 38% των κατοίκων δεν είναι γερμανικής καταγωγής» σημειώνει η δημοσιογράφος Κριστιάνε Σλέτσερ. Η Βαυαρία, το πιο ισχυρό οικονομικά ομόσπονδο κρατίδιο της Γερμανίας, «καλείται να επωμιστεί το 15,3% των μεταναστών και προσφύγων που καταφθάνουν, ενώ η πόλη του Μονάχου το 1,5% του συνόλου» αναφέρει πηγή από το βαυαρικό υπουργείο Εσωτερικών.
Στο Μόναχο λειτουργούν περισσότερα από δέκα κέντρα διαμονής μεταναστών, ενώ η στέγαση αποφεύγεται να γίνεται σε δημόσια κτίρια, για να μην προκληθεί το δημόσιο αίσθημα. Στην προσπάθεια εντοπισμού αντίστοιχων κέντρων στα νότια της πόλης, η βοήθεια της 27χρονης Μερβέ, παιδιού δεύτερης γενιάς τούρκων μεταναστών, ήταν πολύτιμη. «Γεννήθηκα στο Μόναχο και εργάζομαι σε μια εταιρεία λογισμικού στην οποία το 90% είναι Γερμανοί. Τα γραφεία της εταιρείας βρίσκονται απέναντι από ένα νέο κέντρο διαμονής μεταναστών στο Νοτιοανατολικό Μόναχο, που άνοιξε μόλις πριν από μερικές ημέρες. Οι συνάδελφοί μου ομολογούν ότι φοβούνται να εκφράσουν την ανησυχία τους για τους μετανάστες, για να μην τους κατηγορήσουν ότι είναι φασίστες». Το νέο κέντρο διαμονής είναι τα πρώην γραφεία εταιρείας γεωργικών προϊόντων. Μπαίνοντας στο εσωτερικό αντιλαμβάνεται κανείς πως πρόκειται για καλής κατασκευής διώροφα κοντέινερ, που παρέχουν στους μετανάστες μια εξαιρετικής ποιότητας διαβίωση, όπως ομολογούν οι ίδιοι σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μας. Και όλα αυτά μέχρι τη στιγμή της έγκρισης του ασύλου ή της απόφασης της απέλασης. Οι διαδικασίες απέλασης έχουν γίνει πιο αυστηρές. Η ανακοίνωση της απόφασης και η απέλαση πραγματοποιούνται πλέον στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Αποφεύγονται έτσι οι εξαφανίσεις μεταναστών, που ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένες όταν ενημερώνονταν αρκετές ημέρες πριν από την απέλαση.
Μια πολύ διαδεδομένη γερμανική παροιμία αναφέρει πως ο ξένος και το ψάρι δεν είναι φρέσκα μετά την τρίτη ημέρα. Οσο ο αντιμεταναστευτικός σκεπτικισμός θα ισχυροποιείται στο εσωτερικό της χώρας με ρατσιστικά κινήματα όπως το PEGIDA, όσο θα αυξάνονται οι φωνές στον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό που θα εναντιώνονται στην πολιτική της Μέρκελ να ανοίξει τα σύνορα της χώρας, τόσο περισσότερο θα ταυτίζονται με τη λαϊκή ρήση ο εξτρεμισμός και η Ακροδεξιά. Η Γερμανία προφανώς μπορεί, το ζήτημα είναι αν θα αντέξει.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ