Η βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν είναι τόσο διάσημη όσο η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Η πρώτη υπήρξε αλλά καταστράφηκε, ενώ η δεύτερη, παρά το γεγονός ότι εγκαινιάστηκε τουλάχιστον τρεις φορές, δεν υπήρξε ποτέ. Αν η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας που διέσωζε τον φιλοσοφικό πλούτο του αρχαίου κόσμου συμβολίζει κατά κάποιον τρόπο τις περιπέτειες της γνώσης στο πέρασμα από τον έναν πολιτισμό στον άλλο, η βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής Αθηνών συμβολίζει την αμηχανία των Νεοελλήνων απέναντι στην παιδεία τους.
Ο Νέος Ελληνισμός απέκτησε πρόσωπο μέσω της παιδείας, και από την παιδεία προσδοκούσε κάθε φορά την αναγέννησή του. Σε αυτήν εναπόθετε τις ελπίδες του το κοινωνικό σώμα, έστω ρομαντικά. Αλλά γιατί παρά τις διακηρύξεις δεν φτάνουμε ποτέ στην πραγματοποίηση ενός εκπαιδευτικού σχεδίου που να σχετίζεται, στοιχειωδώς, με τους στόχους που τέθηκαν; Στην εκπαιδευτική μας πολιτική υπάρχει κάτι ανάλογο του Τριγώνου των Βερμούδων. Καλές ιδέες, οι οποίες χάνονται ή αποδυναμώνονται και εν τέλει ακυρώνονται πριν καν δοκιμαστούν στην πράξη.
Καλές ιδέες που χάθηκαν


Πρώτο παράδειγμα είναι η αυτονομία του Λυκείου απέναντι στο Πανεπιστήμιο. Πρόκειται για την εκπαίδευση των ελλήνων εφήβων. Στα χρόνια αυτά δημιουργούνται προσωπικότητες, πολίτες, ανθούν ενδιαφέροντα και βρίσκουν τις γέφυρες με τον πραγματικό κόσμο. Αλλά η μεγάλη πλειονότητα των νέων της χώρας είναι καταδικασμένη σε έναν αγώνα άγονης γνώσης, η οποία τούς σφραγίζει έκτοτε. Η «φροντιστηριοποίηση» της γνώσης δημιουργεί ανήκεστο βλάβη συνολικά στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το λέμε και το ξαναλέμε χρόνια τώρα, αλλά οι εξετάσεις ζουν και βασιλεύουν με ολοένα πιο λεπτεπίλεπτες τεχνολογίες.

Δεύτερο
παράδειγμα, η αλλαγή του υποδείγματος μάθησης. Ολοι, ειδικοί παιδαγωγοί, σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής και κοινή γνώμη, συμφωνούν ότι σε μια εποχή που οι γνώσεις πολλαπλασιάζονται και αλλάζουν σημασία έχει να μαθαίνω πώς να μαθαίνω. Να μπορώ να αντιλαμβάνομαι τη μαθησιακή διαδικασία ως ένα πρόβλημα που έχω να λύσω, να ξέρω τα δεδομένα μου, τη μέθοδο ή τις μεθόδους και τα μέσα που έχω στη διάθεσή μου, τους περιορισμούς και τις δυνατότητες, τη λύση ή τις πολλαπλές λύσεις. Μπήκαν στην εκπαίδευση αυτές οι ιδέες; Βεβαίως, και πανηγυρικά. Διαφημίστηκαν ως το Νέο Σχολείο. Τι απέμεινε; Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο σχολαστικισμός και η συνήθεια τις μάσησαν, τις απώθησαν στο περιθώριο. Η γνώση αντί της συνεργασίας κατακερματίστηκε στις 140 ειδικότητες που κανείς δεν ξέρει ποιος διδάσκει τι.

Τρίτο
παράδειγμα, οι νέες τεχνολογίες. Σκανάρουμε τα τυπωμένα βιβλία και τα ανεβάζουμε στο Διαδίκτυο. Τα καινούργια μέσα όμως συνεπάγονται άλλη αντίληψη της μάθησης και της άντλησης πληροφοριών. Δεν είναι υποβοηθητικά στις παλιές. Δεν υποκαθιστούν ασφαλώς τον δάσκαλο και την κοινότητα της τάξης, αλλά οι σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής και οι εκπαιδευτές πρέπει να αντιληφθούν τι σημαίνει γνώση στο νέο διαδικτυακό-ψηφιακό περιβάλλον.
Κι άλλα παραδείγματα: Δεν είναι αυτονόητο ότι για την προετοιμασία των καθηγητών δεν φτάνει το πτυχίο της επιστήμης τους, αλλά θα πρέπει να το συνδυάσουν, όπως σε πολλές χώρες, με σπουδές παιδαγωγικής; Χρόνια τώρα παρατηρούμε μια άναρχη δημιουργία τμημάτων και πανεπιστημιακών σχολών, πολλές από τις οποίες δεν έχουν αντικείμενο, άλλες που επαναλαμβάνουν τμήματα που διδάσκουν ακριβώς το ίδιο, ή μικρό μέρος του αντικειμένου. Δεν είναι πασιφανές ότι χρειάζεται μια επαναχάραξη του χάρτη της εκπαίδευσης; Εντοπίζουμε προβλήματα, προετοιμάζουμε λύσεις, και αυτές εξαφανίζονται όπως τα καράβια στο Τρίγωνο των Βερμούδων. Αλλά η αναφορά στο μυστήριο της εξαφάνισης συνοδεύεται από ένα σωρό μύθους και θεωρίες συνωμοσίας. Ενας από αυτούς, ο πιο διαδεδομένος, είναι εκείνος που κατηγορεί την ελληνική κοινωνία ότι δεν μπορεί να προσαρμοστεί, ότι είναι αλλεργική στην καινοτομία, δεν διακινδυνεύει, είναι δέσμια των συντεχνιών. Αλλά αντίσταση δεν προβάλλουν μόνο τα παλιά χούγια. Η εκπαίδευση θεωρήθηκε μια λεία η οποία θα μπορούσε να κατακτηθεί με ρεσάλτο από αυτούς τους ίδιους που διαλαλούν την καινοτομική τους πραμάτεια. Πόσοι πόροι, εθνικοί και κοινοτικοί, δεν σπαταλήθηκαν σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς για να παράξουν εκπαιδευτικό λογισμικό; Τι έμεινε; Ο σχολαστικισμός εξάλλου δεν κρύβεται μόνο στις παλιές γνώσεις αλλά και στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθούν οι σύγχρονες θεωρίες. Είδα ένα εκπαιδευτικό βιντεάκι για τον σουρεαλισμό. Ονόματα, χρονολογίες, πληροφορίες. Δεν λέω, ακριβείς. Αλλά πού είναι το δείγμα του σουρεαλιστικού έργου, το ξάφνιασμα που οι σουρεαλιστές ήθελαν να προκαλέσουν; Πού είναι η απόλαυση όταν διδάσκουμε λογοτεχνία και τέχνη; Πού είναι η ιστορική σκέψη ανάμεσα στις άπειρες λεπτομέρειες της Ιστορίας;
«Συνένοχοι» στις αλλαγές


Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν έχουμε να ανακαλύψουμε πάλι τον τροχό, αρκεί να αντιγράψουμε τα μοντέλα που μας συστήνονται. Δεν συμφωνώ. Η εκπαίδευση, όπως και η κουλτούρα, θα χάσει αν μπει σε κανόνες τυποποίησης. Αλλωστε γι’ αυτό στις καταστατικές ευρωπαϊκές συνθήκες η εκπαίδευση και η κουλτούρα είναι υπόθεση κάθε κράτους. Οι γραφειοκράτες όμως βρήκαν τρόπο να τη συμπεριλάβουν βάζοντάς την από την πόρτα της οικονομικής ανταγωνιστικότητας. Την εκπαίδευση δεν τη σκοτώνουν μόνο όσοι επιμένουν στο να μην αλλάξει τίποτε, ενώ γύρω τους το σύμπαν έχει μεταβληθεί, αλλά και όσοι επιμένουν να τη συρρικνώνουν μόνο στις οικονομικές της πλευρές –που βεβαίως είναι πολύ σημαντικές αλλά όχι οι μόνες. Θα είναι ολέθριο να διχάσεις την εκπαιδευτική κοινότητα σε μάνατζερς και πρεκαριάτο, να την κάνεις να σκέφτεται μόνο πώς θα ανταποκριθεί στο επόμενο τεστ αξιολόγησης, που έχουν κάνει κάποιοι ανώνυμοι γραφειοκράτες. Ειδικά στην εκπαίδευση οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να επιβληθούν αυταρχικά, και δεν είναι μόνο ζήτημα αλλαγής νομοθεσίας. Δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς τη συμφωνία των κοινοτήτων που την κατοικούν και τη συγκροτούν. Θα έλεγα κάτι παραπάνω: Δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς τη συνενοχή της κοινωνίας. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα του καινούργιου εθνικού διαλόγου για την Παιδεία. Πώς θα κάνουμε όσο το δυνατόν πιο πολλούς συνενόχους στο έργο αλλαγής της εκπαίδευσης; Η ελληνική εκπαίδευση ιστορικά είχε έναν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική κινητικότητα, και έχει σημαντικές νησίδες δημιουργίας. Το ότι αποκρούστηκε ο φασισμός από τα σχολεία είναι κάτι που πρέπει να το εγγράψουμε τιμητικά στους καθηγητές. Προϋπόθεση της συνενοχής είναι η αναγνώριση και η εμπιστοσύνη.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ