Η πρόσφατη επιβολή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) στο κρασί συζητήθηκε ευρέως και ποικιλοτρόπως. Η απόφαση για την επιβολή του φόρου και ο τρόπος με τον οποίο η Ελληνική Κυβέρνηση χειρίστηκε το ζήτημα παρέχουν τέσσερα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα η αξία των οποίων ξεπερνά κατά πολύ τα όποια κλαδικά συμφέροντα ή δημοσιονομικές ανάγκες.
Το πρώτο συμπέρασμα έχει πολιτιστικό χαρακτήρα: η Ελληνική Πολιτεία αποφασίζει να επιβάλει Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης σε γεωργικό προϊόν το οποίο συνιστά ταυτόχρονα μείζον πολιτιστικό αγαθό για την Χώρα. Υπενθυμίζουμε σχετικά ότι Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης επιβάλλεται σε προϊόντα η κατανάλωση των οποίων έχει «ειδικώς» επιβαρυντικό χαρακτήρα για την υγεία των καταναλωτών (οινοπνευματώδη ποτά, τσιγάρα) είτε για το περιβάλλον (ενεργειακά προϊόντα). Με την επιβολή του στο κρασί, το τελευταίο εξομοιώνεται με πάσης φύσεως οινοπνευματώδη ποτά (ήτοι βιομηχανικά προϊόντα, κατά κανόνα υψηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλη, σε σημαντικό βαθμό εισαγόμενα) και αναγνωρίζεται από την Πολιτεία έμπρακτα ως προϊόν υψηλού κινδύνου. Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα απεμπολεί το δικαίωμα που με μεγάλη συλλογική προσπάθεια κατοχύρωσαν τα αμπελοοινικά κράτη μέλη της Ε.Ο.Κ. πίσω στο μακρινό 1992, ώστε το άρθρο 5 της Οδηγίας 92/84 να εξαιρεί ρητώς και αποκλειστικώς το κρασί από την υποχρέωση επιβολής Ε.Φ.Κ. Στο εξής η Ελλάδα συντάσσεται ως προς την στάση του φορολογικού νομοθέτη έναντι του οίνου με την γείτονα Σουηδία, την ομοούσια Φινλανδία και τις ιστορικά κοντά μας Βαλτικές Χώρες…
Το δεύτερο δεδομένο έχει δικαιοπολιτικό χαρακτήρα: σταθερή επιλογή του Ελληνα νομοθέτη είναι να αναζητά εύκολα προσδιορίσιμη και ελεγκτέα φορολογητέα ύλη. Τέτοια είναι οι συντάξεις και μισθοί ή εσχάτως το νόμιμο κρασί. Αντιθέτως, ουδέν νεώτερο από το μέτωπο της πάταξης του λαθρεμπορίου της αιθυλικής αλκοόλης (το οποίο διακινείται ευρέως σε «σκληρά» και αμφίβολης ποιότητας ποτά και αποστάγματα). Το ύψος της λαθρεμπορίας ανέρχεται, σύμφωνα με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς, σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, ποσό πολλαπλάσιο από εκείνο που το κράτος εγγράφει με αφελή αισιοδοξία στον προϋπολογισμό του 2016 ως έσοδο από τον Ε.Φ.Κ. στο κρασί. Και όλα αυτά, ενώ η περίφημη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ έχει επισημάνει το ζήτημα της αναμόρφωσης του καθεστώτος φορολόγησης και ελέγχου της διακίνησης της αιθυλικής αλκοόλης. Ακόμα και η πρόσφατη αιτιολογημένη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δηλαδή το τελευταίο στάδιο πριν την προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας στο Δικαστήριο της Ε.Ε. για το ζήτημα της παράνομης διακίνησης αποσταγμάτων δεν αρκεί. Οι λόγοι προφανείς: πολιτικό κόστος και αδυναμία αναδιάρθρωσης και αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους.
To τρίτο συμπέρασμα αναφέρεται στα πολιτικά ήθη που επικρατούν στον ελληνικό δημόσιο χώρο: η σύλληψη της ιδέας ενός φόρου και η επιβολή του χωρίς καμία διαβούλευση και υπό την αναπόδραστη πίεση της κομματικής πειθαρχίας δεν είναι καινοφανής ούτε καν αποτελεί εξαίρεση στην εποχή των μνημονίων και της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ας έλειπε τουλάχιστον η ευθεία προσβολή της νοημοσύνης κλάδου και κοινής γνώμης: η «χαριστική» απόφαση ανύπαρκτος μέχρι χθες φόρος να…μειωθεί εν τέλει στο μισό έχει έντονα στοιχεία σουρεαλισμού. Όπως και η διαβεβαίωση ότι τελικά ο Ε.Φ.Κ. θα επιβληθεί και στα εισαγόμενα κρασιά. Ως αν το δίκαιο της εσωτερικής αγοράς να άφηνε περιθώριο για κάτι διαφορετικό.
Το τέταρτο και τελευταίο συμπέρασμα έχει τεχνικό και οικονομικό χαρακτήρα: είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο ο συγκεκριμένος φόρος, θα αποδώσει ενώ είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει στρεβλώσεις στην αγορά και θα αλλάξει τις καταναλωτικές συνήθειες επί τα χείρω. Το φαινόμενο της μείωσης της κατανάλωσης και κατά συνέπεια των αναμενόμενων δημοσίων εσόδων λόγω αύξησης των έμμεσων φόρων είναι γνωστό και επαναλαμβανόμενο. Επιπλέον, όμως στην περίπτωση του οίνου, είναι βέβαιο ότι η επιβολή Ε.Φ.Κ. θα επιτείνει τα φαινόμενα λαθραίας παραγωγής οίνου. Η ύπαρξη φορολογικής αποθήκης ή η ανάγκη άμεσου εκτελωνισμού του φορολογούμενου κρασιού που τίθεται σε κατανάλωση απαιτούν χρηματοπιστωτική κάλυψη, ρευστότητα και εκτεταμένους ελέγχους (τους οποίους είναι βέβαιο ότι η Διοίκηση, δυστυχώς θα αδυνατεί να πραγματοποιήσει). Συνεπώς, η λαθραία παραγωγή και διακίνηση οίνου θα διογκωθεί. Ενώ για λόγους που χρειάζονται εκτενή ανάλυση, θα υπάρξουν αλυσιδωτές αντιδράσεις και στην διακίνηση σταφυλιού (πρώτη ύλη για την παραγωγή τσίπουρου), την εστίαση και τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού. Το εμπόριο, η εστίαση και κατά συνέπεια ο καταναλωτής θα στραφεί μοιραία στο ανώνυμο, χύμα κρασί το οποίο θα είναι φτηνότερο. Το επώνυμο ποιοτικό κρασί που είχε αρχίσει να μπαίνει δυναμικά στα εστιατόρια και ξενοδοχεία της χώρας δέχεται σήμερα ισχυρότατο πλήγμα. Όχι λόγω των επιπλέον 20 λεπτών ανά λίτρο. Εξαιτίας της προκαλούμενης αναδίπλωσης της παραγωγής που θα στραφεί σε παράλληλα κανάλια διακίνησης. Είναι δε ζήτημα χρόνου η αύξηση του νέου Ε.Φ.Κ., γεγονός που θα επιτείνει τα αρνητικά αυτά φαινόμενα.
Δύο τινά λοιπόν: είτε οι ιθύνοντες νόες δεν έχουν την παραμικρή εικόνα ούτε ως προς τον αμπελοοινικό τομέα ούτε ως προς τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς. Είτε, το μέτρο είναι προσχηματικό και οι κυβερνώντες έχουν πλήρη επίγνωση του ανεφάρμοστου αυτού, και το αποσκοπεί αποκλειστικά να πειστούν οι δανειστές να αποδεσμεύσουν τα ποσά της «δόσης». Η απάντηση δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Το κακό έγινε. Όπως θα έλεγε και ο Coluche, καυστικός κωμικός και οινόφιλος: «αν φορολογείτο η ανοησία, το Κράτος θα αυτοχρηματοδοτούνταν». Και δεν είχε καν στο νου του το ελληνικό Κράτος…


Ο κ. Θεόδωρος Γεωργόπουλος είναι Πρόεδρος του Ινστιτούτου Οίνου της Καμπανίας, Κάτοχος της Έδρας Αμπελοοινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Reims και Διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου