Εχει αλλάξει πρόσωπο η Γερμανία απέναντι στους μετανάστες τα τελευταία 20 χρόνια; Είναι λιγότερο ρατσιστική ή ξενοφοβική; Τους αποδέχεται, τους ενσωματώνει πιο εύκολα; Σε αυτή την ερώτηση επιχειρεί να απαντήσει ο Χουάν Μορένο, ισπανός δημοσιογράφος που γεννήθηκε στη Γερμανία από γονείς βιομηχανικούς εργάτες οι οποίοι δεν εντάχθηκαν ποτέ.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τα όσα γράφει ο Μορένο στο «Spiegel»:
«Οι γονείς μου ήρθαν μετανάστες από την Ανδαλουσία στη δεκαετία του 1970 και αντικειμενικά είναι ένα τερατώδες παράδειγμα αποτυχημένης ένταξης. Για δεκαετίες εργάστηκαν στη γραμμή συναρμολόγησης ενός εργοστασίου παραγωγής ελαστικών και ακόμη σήμερα μιλάνε μόνο σπασμένα γερμανικά και δεν είχαν ποτέ τους γερμανούς φίλους ή ακόμη και γνωριμίες.

Αλλά δεν έχουν ούτε μια κακή λέξη να πουν για τη χώρα που ποτέ δεν έγινε πραγματικά το σπίτι τους: Ούτε εγώ ούτε τα δύο αδέλφια μου θα είχαμε πάει στο πανεπιστήμιο αν είχαν μείνει στο χωριό τους στην Ανδαλουσία, μας έλεγαν πάντα οι γονείς μας.

Οι “Γερμανοί” τούς έδωσαν δουλειά σε μια εποχή που η Ισπανία δεν ήταν σε θέση να θρέψει τους δικούς της ανθρώπους. Οι γονείς μου είχαν και εξακολουθούν να έχουν ένα συναίσθημα για αυτή τη χώρα όπου ποτέ δεν ενσωματώθηκαν: ευγνωμοσύνη. Και λένε ότι σήμερα τα πράγματα είναι καλύτερα για τους μετανάστες από ό,τι πριν από 20 χρόνια.

Εχουν δίκιο οι γονείς μου; Η Γερμανία έχει γίνει μια διαφορετική χώρα: αυτό μπορούμε να το πούμε με ασφάλεια. Το Βερολίνο είχε έναν γκέι δήμαρχο, η καγκελάριος δεν έχει παιδιά και είναι σε δεύτερο γάμο, ένας πολιτικός εξελέγη κυβερνήτης σε κρατίδιο παρά το γεγονός ότι έχει ένα παιδί σε εξωσυζυγική σχέση.

Αλλά αν υπάρχει τέτοια φωτισμένη πρόοδος, γιατί είδαμε 200 επιθέσεις σε ξενώνες προσφύγων στη Γερμανία το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους; Πώς ταιριάζουν στην εικόνα της Νέας Γερμανίας οι βανδαλισμοί των νεοναζιστών;

Πήγα στο Ντύσελντορφ για να συναντήσω τον άνθρωπο που για μένα προσωποποιεί την αλλαγή. Ο Αρμιν Λάσετ, αναπληρωτής επικεφαλής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ, είναι για μένα ένα σύμβολο. Από το 2005 ως το 2010 ο Λάσετ ήταν υπουργός Ενσωμάτωσης στην κυβέρνηση της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και έγινε έτσι ο πρώτος υπουργός Ενταξης στην ιστορία της χώρας.

Δεν ήταν αριστερός, δεν ήταν από το Κόμμα των Πρασίνων, δεν πίστευε στην πολυπολιτισμικότητα, αλλά είπε πράγματα που κανείς δεν είχε συνηθίσει να ακούει από τους πολιτικούς του CDU. “Δεν θα πρέπει να κάνει καμία διαφορά αν κάποιος λέγεται Οζτούρκ ή Σμιντ”, για παράδειγμα.

Ο Λάσετ γνωρίζει καλά τους αριθμούς: 16,5 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γερμανία προέρχονται από οικογένειες μεταναστών, 9,7 εκατομμύρια από αυτούς έχουν γερμανική υπηκοότητα. Υπάρχουν 4 εκατομμύρια μουσουλμάνοι στη Γερμανία, εκ των οποίων οι μισοί είναι γερμανοί πολίτες. Το 96,6% των ατόμων με μεταναστευτικές καταβολές ζει στην πρώην Δυτική Γερμανία και μόλις το 3,4% ή περίπου 570.000 άνθρωποι στην πρώην Ανατολική Γερμανία.
Η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η γήρανση του πληθυσμού και τα μελλοντικά ελλείμματα στο συνταξιοδοτικό είναι η τριάδα της φρίκης πάνω από το μέλλον της Γερμανίας. Σύμφωνα με τον Λάσετ, λύση είναι η μετανάστευση.


Καγκελάριος Αλ Φατίχ

Είναι δελεαστικό να πιστέψεις όσα λέει ο Λάσετ. Σε τελική ανάλυση, αυτό θα σήμαινε ότι το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα AFD, οι αντι-μουσουλμάνοι του ξενοφοβικού κινήματος Pegida και οι εμπρηστικές επιθέσεις σε ξενώνες προσφύγων είναι απλώς οι τελικές συσπάσεις μιας Γερμανίας που χάνεται στο παρελθόν, ότι σύντομα τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα.

Ακριβώς όπως είμαι έκπληκτος σήμερα που οι γυναίκες δεν είχαν κάποτε το δικαίωμα της ψήφου. Ή που η ομοφυλοφιλία ήταν έγκλημα. Ή που τα παιδιά έτρωγαν ξύλο στο σχολείο. Ισως θα μπορέσουμε να πιστέψουμε πραγματικά κάποια στιγμή ότι κάποιος που θα λέγεται Μοχάμεντ αλ Φατίχ μπορεί να γίνει ένας καλός καγκελάριος της Γερμανίας.

Συνεχίζω το ταξίδι μου στη Λειψία, στον επόμενο άνθρωπο που είναι ειδικός για τους αλλοδαπούς. Ο Ολιβερ Ντέκερ είναι ψυχολόγος, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Ο καθηγητής έχει εστιάσει την προσοχή του τα τελευταία 13 χρόνια στον ακροδεξιό εξτρεμισμό και στην ξενοφοβία.

Πέρυσι δημοσίευσε την τελευταία μελέτη του, η οποία αναφέρθηκε ευρέως στον Τύπο. Το συμπέρασμα: οι Γερμανοί έχουν γίνει λιγότερο ξενοφοβικοί. Ενώ το 9,7% των Γερμανών είχε ακόμη μια ακροδεξιά κοσμοθεωρία πριν από 13 χρόνια, μόνο το 5,4% την έχει σήμερα. Ο αντισημιτισμός, η συμπάθεια για τον εθνικοσοσιαλισμό, όλα αυτά, έγραψε ο Ντέκερ, είναι σε κάμψη.

«Ρατσισμός της χρησιμότητας»

Αλλά, σύμφωνα με τον Ντέκερ, πολλοί Γερμανοί αισθάνονται ότι υπάρχουν δύο τύποι αλλοδαπών: οι χρήσιμοι και οι άχρηστοι.

“Οι Ιταλοί μάς έφεραν την κουζίνα τους, οπότε μπορούν να μείνουν” λέει με πικρή ειρωνεία ο καθηγητής. “Αμερικανοί, Βρετανοί, Γάλλοι και Ισπανοί, όλοι ενσωματώνονται καλά, βρίσκουν δουλειά και πληρώνουν φόρους. Αλλά αν ο κόσμος εδώ πιστεύει ότι οι νεοεισερχόμενοι δεν συμβάλλουν, τους απορρίπτει ακόμη περισσότερο από ό,τι πριν. Κάποιοι το αποκαλούν αυτό ρατσισμό της χρησιμότητας”.

Ο Ντέκερ λέει ότι η γερμανική ταυτότητα είναι βαθιά συνδεδεμένη με την οικονομία. “Ακόμη και οι φτωχοί είναι υπερήφανοι για το γεγονός ότι ο κόσμος μάς ζηλεύει για την οικονομία μας. Αν αυτό απειληθεί από τη μετανάστευση, η αποδοχή για τους μετανάστες θα αρχίσει να μειώνεται” τονίζει.

Αυτό που πραγματικά μου δίνει ελπίδα είναι μόνο ένας αριθμός: πάνω από το 30% των ανθρώπων στη Γερμανία κάτω από την ηλικία των 15 ετών έχει υπόβαθρο μετανάστευσης.

Οταν θα παντρευτούν σε 20 χρόνια, είναι θεωρητικά δυνατόν οι μισοί από τους ανθρώπους που θα ζουν στη χώρα να μην είναι, κατά το λεγόμενο, “βιολογικά Γερμανοί”. Αυτό και μόνο αυτό με κάνει να πιστεύω ότι οι γονείς μου μπορεί να έχουν δίκιο και ότι στο τέλος τα πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο για τους μετανάστες».

HeliosPlus