Οι πρόωρες εκλογές φαίνεται να έχουν «κλειδώσει», σύμφωνα με συγκλίνουσες δημοσιογραφικές εκτιμήσεις. Ελπίζω, θέλω όμως και να πιστεύω κιόλας ότι οι εκτιμήσεις αυτές θα διαψευσθούν. Όχι βάσει κάποιας εσωτερικής πληροφόρησης, αλλά γιατί αυτό επιτάσσει η κοινή λογική: και μάλιστα, από τη σκοπιά τόσο του εθνικού όσο και του ίδιου του (μεσοπρόθεσμου και όχι μυωπικού) κομματικού συμφέροντος του ΣΥΡΙΖΑ.

Το ότι η διενέργεια πρόωρων εκλογών λίγους μόλις μήνες μετά τις προηγούμενες δεν θα είναι ωφέλιμη για τον τόπο, φαντάζει σχεδόν αυτονόητο: Ακόμη και εάν δεν επανενεργοποιούσε τα σενάρια περί Grexit, το σίγουρο είναι ότι θα επιβάρυνε περαιτέρω την κατάσταση της οικονομίας και ιδίως των τραπεζών μας, πριν καν αυτές προλάβουν να ανακεφαλαιοποιηθούν ή να αποκατασταθεί πλήρως η λειτουργία τους. Γενικώς, η φάση ακραίας αστάθειας και αβεβαιότητας που εγκαινιάσθηκε με την προκήρυξη του πρόσφατου δημοψηφίσματος θα παρατεινόταν, αυξάνοντας το ..λογαριασμό των επερχόμενων μέτρων.. Και βέβαια, θα καθυστερούσε και την όποια συζήτηση για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους μας.

Συχνά, βέβαια, ακούγεται το αντεπιχείρημα ότι οι εκλογές κατέστησαν τάχα αναγκαίες λόγω της (άτυπης, προς το παρόν) διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ. Η θέση αυτή δεν είναι πειστική. Και τούτο, όχι μόνο στην ακραία περίπτωση, κατά την οποία ο όλος ΣΥΡΙΖΑ θα «ξανακατέβαινε» πάλι ως ενιαίος εκλογικός συνδυασμός, οπότε και ο υποτιθέμενος δικαιολογητικός λόγος πρόωρης προσφυγής στις κάλπες θα αυτοακυρωνόταν εκ προοιμίου.

Οι πρόωρες εκλογές δεν θα προσέφεραν το παραμικρό ούτε στη χώρα αλλά ούτε και στο ίδιο το κόμμα του πρωθυπουργού, ακόμη και εάν αυτός διεκδικούσε την ψήφο του ελληνικού λαού, ηγούμενος πια ενός ακρωτηριασμένου, αμιγώς φιλευρωπαϊκού ΣΥΡΙΖΑ. Κατ’ αρχάς, στην περίπτωση αυτή φαντάζει απίθανο ο κ. Τσίπρας να κατορθώσει να διατηρήσει ή, πόσο μάλλον, να ενισχύσει τα εκλογικά του ποσοστά, ιδίως εάν λάβει κανείς υπόψη του την αρνητική προεκλογική δυναμική που θα αναπτυχθεί γι’ αυτόν από το γεγονός ότι και οι πρώην σύντροφοί του, εκπρόσωποι της αυτόνομης, πλέον, Αριστερής Πλατφόρμας & Σια, θα επικεντρώσουν τον προεκλογικό τους λόγο στην οφθαλμοφανή ασυνέπεια του Πρωθυπουργού σε σχέση τόσο με τις προεκλογικές του υποσχέσεις όσο και με την ..αυτοακυρωμένη εντολή του «Όχι» που έλαβε στο πρόσφατο δημοψήφισμα, το οποίο ο ίδιος προκάλεσε με τις γνωστές για τη χώρα συνέπειες.

Ας υποθέσουμε όμως ότι (ακόμη και) ο διασπασμένος φιλευρωπαϊκός ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα βγαίνει ενισχυμένος ή, έστω, μη αποδυναμωμένος από τις πρόωρες εκλογές και σχηματίζει πάλι κυβέρνηση μόνος του ή μαζί με τους ΑΝΕΛ. Σε τι, τάχα, θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη για τον τόπο ή για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ αυτή η επαναβεβαίωση της κοινοβουλευτικής του ισχύος, ενόψει της κύριας αποστολής που θα έχει ο Πρωθυπουργός τα επόμενα χρόνια, και που δεν θα είναι άλλη, από την επίτευξη το δυνατόν συντομότερο των –διαρθρωτικών κυρίως- στόχων του Τρίτου Μνημονίου, αφού μόνο τότε θα είναι εφικτή και η τυχόν επαναδιαπραγμάτευσή του προς μια πιο επιεική από άποψη κοινωνικών συνεπειών κατεύθυνση; Σε τίποτα απολύτως: ένας τέτοιος κυβερνητικός κοινοβουλευτικός σχηματισμός (ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ), για λόγους πολιτικού DNA αλλά και διαχειριστικής ανεπάρκειας των στελεχών του, κάθε άλλο παρά προσδοκίες για αποτελεσματική και έγκαιρη προώθηση των αναγκαίων –φιλελεύθερης κοπής- διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να δημιουργήσει. Συνεπώς, η τυχόν περαιτέρω εκλογική ισχυροποίηση του κ. Τσίπρα όχι μόνο ώθηση προς τα εμπρός δεν θα σήμαινε για τον τόπο, αλλά το αντίθετο: οικονομία και κοινωνία θα «βάλτωναν» εξαιτίας της μεταρρυθμιστικής αμφισημίας της δεύτερη-φορά-αριστεράς, αν όχι (ακόμη χειρότερα) εξαιτίας ενός αντιμεταρρυθμιστικού «πολέμου χαρακωμάτων» εκ μέρους των υπουργών της κατά την εξειδίκευση και εφαρμογή των συμφωνηθέντων με τους δανειστές.

Μήπως όμως ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να προσδοκά τουλάχιστον κάποιο κομματικό όφελος εάν, ενισχυόμενος εκλογικά, αναλάμβανε την αποκλειστική ευθύνη εφαρμογής του Τρίτου Μνημονίου; Απεναντίας! Αυτό θα ισοδυναμούσε με την απόλυτη πολιτική του αυτοπαγίδευση: σαν αυτή που υπέστη ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν δεν απαίτησε να ψηφιστεί το Πρώτο Μνημόνιο με αυξημένη πλειοψηφία, αναλαμβάνοντας έτσι αδίκως κατ’ αποκλειστικότητα ο ίδιος και το κόμμα του το πολιτικό κόστος των οικείων αντιδημοφιλών μέτρων.

Συναινέσεις, έντιμη και προγραμματική συνεργασία όλων των φιλευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων σε πραγματιστική βάση έχει ανάγκη ο τόπος. Και οι πρόωρες εκλογές δεν μπορούν να συνεισφέρουν το παραμικρό στην κατεύθυνση αυτή. Το αντίθετο..

Ο κ. Νίκος Τέλλης είναι Καθηγητής Νομικής στο Α.Π.Θ.