ΤΟ ΒΗΜΑ – The Project Syndicate

H Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι εταίροι της μπορεί να συμφώνησαν για άλλη μία διάσωση, αλλά το πώς θα τελειώσει στην πραγματικότητα η ελληνική οικονομική τραγωδία παραμένει μυστήριο.
Ενα πράγμα, όμως, είναι βέβαιο: οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα καταλήξουν να διαγράψουν ένα μεγάλο μέρος των δανείων τους προς την Ελλάδα. Η άρνησή τους να αναγνωρίσουν αυτή την πραγματικότητα έχει αυξήσει τις απώλειες που θα οι ίδιες υποστούν.

Φυσικά, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν, κατά καιρούς, προκλητική και καθόλου ρεαλιστική, αρνούμενη να δεχθεί, για παράδειγμα, την ανάγκη για σοβαρή μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αλλά ούτε η άρνηση των αρχών της ευρωζώνης να δεχθούν την ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας έχει σχέση με την πραγματικότητα.

Πριν από τρεις εβδομάδες, η Κριστίν Λαγκάρντ του ΔΝΤ είπε ότι οι συνομιλίες πρέπει να συνεχιστούν «με ενήλικες». Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί η πραγματικότητα.

Υπό την έννοια αυτή, η τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από το ΔΝΤ, που δημοσιεύθηκε στις 26 Ιουνίου, είναι ένα ενήλικο έγγραφο. Καθιστά σαφές ότι τα χρέη της Ελλάδας δεν θα είναι βιώσιμα χωρίς περαιτέρω δάνεια με ευνοϊκούς όρους και την επέκταση των υφιστάμενων ληξιπρόθεσμων χρεών. Ισως, προτείνει, θα είναι επίσης αναγκαία μια διαγραφή της τάξης των 50 δισ. ευρώ.

Αλλά ακόμα και αυτοί οι υπολογισμοί βασίζονται σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις. Προηγούμενες συμφωνίες διάσωσης θεωρούσαν ότι η Ελλάδα θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό (προ τόκων) του 4,5% του ΑΕΠ, σε μόνιμη βάση. Το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα κάτω την υπόθεση αυτή, σε 3,5%.

Ακόμα και έτσι τα χρέη της Ελλάδας δεν θα είναι βιώσιμα. Είναι επίσης προφανές ότι το PSI, το κούρεμα των ομολόγων του ιδιωτικού τομέα το 2012, θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί από ένα κούρεμα ομολόγων του θεσμικού τομέα (OSI).

Αλλά οι αρχές της ευρωζώνης αρνήθηκαν να προσφέρουν ελάφρυνση του χρέους στην προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση, και αντ΄αυτού επέβαλαν αυστηρότερη λιτότητα από όση ήταν απαραίτητη.

Σκέφτηκαν ότι αν η Ελλάδα λάβει ελάφρυνση του χρέους, τότε η Ιρλανδία ή η Ισπανία μπορεί να απαιτήσουν το ίδιο, και όλες οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα έχουν λιγότερα κίνητρα να τηρήσουν την δημοσιονομική πειθαρχία στο μέλλον.

Ενας ορθολογικός τραπεζίτης μπορεί να προκαλέσει σκόπιμα μια πτώχευση και να υποστεί μεγαλύτερες διαγραφές από ό, τι είναι αναγκαίο, προκειμένου να διδάξει μαθήματα και να δημιουργήσει καλύτερα μελλοντικά κίνητρα.

Αλλά η Ελλάδα δεν είναι ένας οφειλέτης σαν όλους τους άλλους. Πρόκειται για ένα δυνητικά ασταθές κράτος στην άκρη μιας Ευρώπης που αντιμετωπίζει μια μαζική μεταναστευτική κρίση και τον επικίνδυνο εθνικισμό της ρωσικής ηγεσίας, η οποία αναζητεί ευκαιρίες για να προκαλέσει προβλήματα.

Η ευρωζώνη πρέπει να βρει έναν τρόπο για να διασφαλιστεί η μελλοντική πειθαρχία, χωρίς να προκαλέσει μια ακόμα βαθύτερη κρίση στην Ελλάδα.

Για να διασφαλιστεί η μελλοντική δημοσιονομική πειθαρχία, η ευρωζώνη πρέπει να διαχωρίσει τις τράπεζες από τις εθνικές κυβερνήσεις και να δημιουργήσει μια πραγματική τραπεζική ένωση.

Αλλά οι δέουσες μελλοντικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να αλλάξουν το γεγονός ότι, σήμερα, τα χρέη της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμα. Οι ενήλικες διαπραγματευτές πρέπει να αντιμετωπίσουν δύο πραγματικότητες: ότι μεγάλες διαγραφές χρέους είναι αναπόφευκτες, και ότι η περαιτέρω τιμωρία της Ελλάδας δεν θα θέσει την ευρωζώνη στον δρόμο της οικονομικής πειθαρχίας. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με συστημική μεταρρύθμιση.



* Ο Εντερ Τέρνερ είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου για την Νέα Οικονομική Σκέψη (ΙΝΕΤ) στη Νέα Υόρκη.